Ο πρόσφατος θόρυβος που δημιουργήθηκε στα ΜΜΕ σχετικά με την κηδεία του μακαρίτη πλέον Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ, του τελευταίου βασιλιά της Ελλάδας, αποδεικνύει πόσο οι Έλληνες ψαχνόμαστε να βρούμε κάτι για να διαφωνήσουμε και να φαγωθούμε μεταξύ μας (κάτι που αποτελεί, κατά την άποψή μου, διαχρονική μας ιδιότητα από την αρχαιότητα ακόμη), ακόμα κι αν δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος φαγωμάρας.
Κι αυτό διότι, τελικά, αν το δούμε ψύχραιμα το ζήτημα, δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος διαφωνίας, εκτός αν επιζητούμε να ωραιοποιήσουμε το παρελθόν ή να διαγράψουμε την ιστορία αυτού του τόπου. Για τον Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ έγραψε ένα πολύ ωραίο άρθρο ο έγκριτος δημοσιογράφος Αντώνης Καρπετόπουλος, από το οποίο αντιγράφω την αρχή:
«Πλημύρισαν οι ελληνικές εφημερίδες και το διαδίκτυο δυο μέρες τώρα από αφιερώματα στον Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ, τελευταίο Βασιλιά της Ελλάδας. Ο ίδιος δεν ήθελε να τον αποκαλούμε έτσι, αλλά «Βασιλιά Κωνσταντίνο» ή «Βασιλιά της Ελλάδας» κι έκανε ένα τεράστιο δικαστικό αγώνα για να το πετύχει.
Τον θυμάμαι σε συνεντεύξεις στην τηλεόραση να καμαρώνει δείχνοντας το δανέζικο διπλωματικό διαβατήριο του στο οποίο αναγραφόταν ως «Constantine de Grecia», αλλά στην Ελλάδα τον λέγαμε πάντα Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Τη δεκαετία του ‘80, όταν ήταν ακόμα νωπή η ανάμνηση του δεύτερου δημοψηφίσματος που έβαλε τέλος στη μοναρχία, τον λέγανε οι περισσότερο σκέτο «Γλύξμπουργκ» ή ακόμα και «Κοκό» – αυτό το δεύτερο ήταν ο ευκολότερος τρόπος να τον περιγελούν. Νομίζω ότι στην ιστορία της Ελλάδας είναι λίγοι αυτοί που γνώρισαν τη λατρεία και την κοροϊδία, όσο ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ. Χωρίς μάλιστα να του φταίει και κανείς απολύτως. Ό,τι έπαθε το έπαθε κάνοντας λάθη που σήμερα μοιάζουν ακόμα περισσότερο αδικαιολόγητα».
Πάνω σ’ αυτό, νομίζω ότι τον τέως βασιλιά τον κυνηγούσε λίγο και μια αδιόρατη, ίσως και άτυπη «κατάρα». Όσοι Γλύξμπουργκ έφεραν το όνομα «Κωνσταντίνος», έμελλε να είναι οι χειρότεροι βασιλιάδες αυτού του τόπου, από πλευράς τουλάχιστον διορατικότητας και επιλογών.
Ο παππούς του τελευταίου Κωνσταντίνου ήταν ο Κωνσταντίνος Α΄ της Ελλάδας, αυτός που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τον τίτλο του στρατηλάτη (που κέρδισε απελευθερώνοντας τη Μακεδονία και την Ήπειρο, με εξοπλισμούς του Βενιζέλου και των ηρωισμό των στρατιωτών και με ρητή εντολή του Βενιζέλου να προελάσει στη Θεσσαλονίκη, όταν ο ίδιος ήθελε να επιτεθεί στη Σερβία), παρεμβαίνοντας, ως βασιλιάς, στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής ώστε να ευνοήσει τη Γερμανία στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Ήταν ο ίδιος που προκάλεσε τον Εθνικό Διχασμό, που απαίτησε να επιστρέψει το 1920, μετά το θάνατο του γιού του Αλέξανδρου (ενώ ήξερε ότι οι Σύμμαχοι δεν τον ήθελαν και θα δέχονταν ως βασιλιά τον άλλο γιο του, τον μετέπειτα Γεώργιο Β΄), μόνο και μόνο για να προκαλέσει με τις άστοχες επιλογές του τη Μικ- ρασιατική καταστροφή. Μιλάμε για το βασιλιά που δεν αναγνώριζε στον εκλεγμένο πρωθυπουργό της χώρας, άρα στην εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας, άρα στους εκπροσώπους της λαϊκής βούλησης, το δικαίωμα να χαράζουν την πολιτική του κράτους!
Την ίδια ακριβώς ανοησία διέπραξε και ο εγγονός, που τώρα βρίσκεται θαμμένος στο Τα- τόι. Το 1965 αρνήθηκε στον εκλεγμένο πρωθυπουργό της χώρας (τον Γεώργιο Παπανδρέου), άρα στον πρόεδρο της εκλεγμένης κυβέρνησης (με 53% μάλιστα!), άρα στον εκπρόσωπο της λαϊκής βούλησης το δικαίωμα να ορίζει τους υπουργούς του κατά τη βούλησή του, παραβιάζοντας έτσι κατάφωρα το σύνταγμα. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά συνεργάστηκε με εξωθεσμικά κέντρα για την ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης κι αργότερα, αφού δεν κατάφερε να κάνει το πραξικόπημα που προετοίμαζε, έδωσε τις ευλογίες του στη χούντα, την οποία λίγο αργότερα προσπάθησε αποτυχημένα να ανατρέψει, χωρίς, όμως, στη συνέχεια να προβεί σε καμία δήλωση ή ενέργεια καταδικαστική για το δικτατορικό καθεστώς.
Πρόκειται για μοναδική έλλειψη οξυδέρκειας και πολιτικής σύνεσης, τη στιγμή που οι συγγενείς του στην Αγγλία ήξεραν ότι για να παραμείνουν στη θέση τους δεν έπρεπε να εναντιώνονται στη βούληση του λαού, αλλά να συνεργάζονται με την εκάστοτε κυβέρνηση.
Αντιγράφω από το άρθρο του Αντώνη Καρπετόπουλου: «Το 1964 ο κόσμος έτρεχε προς τα μπρος και για να υπάρχουν μονάρχες έπρεπε απλά οικειοθελώς να μην παρεμβαίνουν στα πολιτικά πράγματα. Το 1964 δεν ήταν 1945. Από το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου είχαν περάσει είκοσι χρόνια. Από τον Εθνικό Διχασμό και το χωρισμό της Ελλάδας σε βασιλικούς και βενιζελικούς σχεδόν σαράντα.
Από το τέλος του εμφυλίου πάνω από δεκαπέντε. Η εποχή φώναζε ότι ο καιρός των παρεμβατικών βασιλιάδων είχε περάσει, αλλά ο Κωνσταντίνος μέσα στο θερμοκήπιό του δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Κι όταν μια μέρα αδυνατώντας να ρίξει τη χούντα με το κίνημα της Καβάλας βρέθηκε αυτοεξόριστος στη Ρώμη, αμφιβάλω αν κατάλαβε πως είχε χάσει τα πάντα. Νόμιζε πως θα επέστρεφε, όπως είχε γίνει τόσες και τόσες φορές, και με άλλους βασιλιάδες της Ελλάδας: δεν κατάλαβε πως είχε αλλάξει η εποχή και πως δεν υπήρχε πλέον όρεξη για πισωγυρίσματα. Κι αυτός αντιπροσώπευε πια αυτό και μόνο: μια εποχή που είχε φύγει και που κανείς δεν νοσταλγούσε πλέον».
Προσυπογράφω επιπλέον τις παρακάτω σκέψεις του έγκριτου δημοσιογράφου: «νομίζω πως ο τελευταίος βασιλιάς ήταν απλά ανίκανος να εκτιμήσει την ίδια την τύχη του – αυτό το κληρονομικό αξίωμα που όταν το έχασε πέρασε τη ζωή του ολόκληρη προσπαθώντας να μας δημιουργήσει ενοχές, γιατί του το στερήσαμε. […] Τι την ήθελε την εμπλοκή του με την πολιτική τάξη της εποχής και τις παρεμβάσεις που έφεραν ανατροπές εκλεγμένων κυβερνήσεων, ενώ απλά μπορούσε να είναι ένας εγγυητής του πολιτεύματος και τίποτα παρα- πάνω; Υποτίθεται πως τον παρακινούσε η μητέρα του. Μπορεί, αλλά δεν ήταν κανένας μπέμπης: ήταν 24 χρονών και πολίτης του κόσμου».
Ακόμα και μετά το δημοψήφισμα και τη δήθεν αποδοχή του αποτελέσματος, ο μακαρίτης πια, δεν θέλησε να ξεφύγει από το χρυσό κλουβί στο οποίο ήταν κλεισμένος (ίσως και γιατί του απέφερε έναν σκασμό χρήματα). Αρνήθηκε να αποκτήσει επώνυμο (και γι’ αυτό κυκλοφορούσε με δανέζικο διαβατήριο), διεκδίκησε ό,τι και όσα μπορούσε από το ελληνικό δημόσιο και προέβαλλε τη βασιλική του ιδιότητα σαν να ήταν υπαρκτή. Μετά θάνατον οι νεκροί δικαιώνονται και συγχωρούνται. Για το λόγο αυτό ορθά η ελληνική κυβέρνηση επέτρεψε την ταφή του στο Τατόι. Οι πράξεις τους όμως και οι συνέπειές τους ούτε πρέπει να ξεχνιούνται, ούτε να ωραιοποιούνται ούτε και να παραβλέπονται. Γι’ αυτό και δεν χρειαζόταν να ταφεί με τιμές από το ελληνικό κράτος. Η δυναστεία αυτή στο κράτος τούτο κόστισε αρκετά!