Του Δημήτρη Αθανασάκη*
Σάββατο, 17 Σεπτεμβρίου 2022, ήταν μια ηλιόλουστη ημέρα στο Άμστερνταμ των Κάτω Χωρών.
Στο Σαββατιάτικο παζάρι στον πάγκο του Jeroen, γνωστού μου ανθοπώλη, κόζαραν φρέσκιες μωβ ανεμώνες. Δεν είχα ξαναδεί τόσο όμορφα λουλούδια. Ο Jeroen γνωρίζει ότι κάθε Σάββατο αγορά-ζω λουλούδια για τις δυο οικόσιτες γά- τες μου, την Carla και την Speranza, δυο πρώην αδέσποτες αλήτισσες, πλέον κυρίες της υψηλής κοινωνίας στην Ολλανδία. Άρπαξα μια ανθοδέσμη και την το- ποθέτησα σε βάζο δίπλα στο παράθυρο του σπιτιού μου που κοιτάζει τα κανάλια. Οι γάτες έσπευσαν να τις περιεργαστούν και νιαούρισαν από ευχαρίστηση.
Κάθισα στον καναπέ να πιω έναν καφέ νουάρ. Άναψα ένα τσιγάρο και ρούφηξα μια γερή τζούρα. Χτύπησε το τηλέφωνο. Η Βέκη, με περίεργη χροιά φωνής, μου ανακοίνωσε ότι δυστυχώς ο πατέρας μου έφυγε από καρδιακό επεισόδιο μες στην θάλασσα, το Ιόνιο Πέλαγος, αυτό που αγαπούσε. Πριν από αρκετές ώρες.
Έπεσε μάρλμπορο στο χαλί. Πέρασαν αρκετές βασανιστικές ώρες για τους οικείους μου, γιατί η ανακοίνωση αυτής της είδησης σε ομογενή – Γιάννη μου το μαντήλι σου – είναι μια πολύ καυτή πατάτα. Έκλεισα το τηλέφωνο και σήκωσα το βλέμμα μου στο παράθυρο, στις μωβ ανεμώνες, τις πένθιμες, τις επικήδειες. Γιατί το χέρι μου, τις άρπαξε εκείνη την ημέρα; Διαβολικοί συνειρμοί και προάγγελος πένθους.
Την παγωμάρα της ανακοίνωσης διαδέχτηκε το άγχος για την οργάνωση του ταξιδιού για το τελευταίο αντίο. Ποιό αντίο; Αντίο λες σε κάποιον μετά από μια συνάντηση, έναν καφέ, ένα ποτήρι κρασί και αποχωρίζεσαι. Με σκοπό να τον ξανασυναντήσεις. Εγώ δεν πήρα ούτε μια ευχή. Έχω θυμό, έχω οργή για την αιφνίδια αναχώρηση του πατέρα μου για την αιώνια ζωή.
Το άκουσμα της είδησης σ’ έναν ξένο τόπο είναι μια πολύ οδυνηρή εμπειρία. Πιστέψτε με. Ένα άψυχο κουφάρι κείται στην Ελλάδα, εσύ είσαι μακριά από τους οικείους σου. Η καρδιά του ξενιτεμένου χτυπά στην Ελλάδα και το σώμα του είναι καθηλωμένο στα ξένα.
Το βράδυ δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Συμπάσχοντες και συμπαραστάτες στον πόνο μου οι δυο γάτες και ο σκύλος μου. Οι γάτες σταμάτησαν τα χαριτωμένα σβαρνιαρίσματα μες στο σπίτι και κάθισαν παρέα στον καναπέ. Θρηνήσαμε παρέα την απώλεια. Άυπνος και με πολλά ερωτηματικά για το «γιατί» της ξαφνικής αποχώρησης, μπήκα στο αεροπλάνο. Η προσγείωση στην Αθήνα ήταν η πιο δύσκολη εμπειρία. Άλλοτε χαμογελούσε η ψυχή μου από την προσμονή συνάντησης με τον πατέρα, τώρα στέρεψαν τα δάκρυα και η αδρεναλίνη να τον δω μια τελευταία φορά επικάλυψε την σκέψη μου.
Πολλές εικόνες ακολούθησαν, η εικόνα από το γυμνό κουφάρι του πατέρα μου σ’ ένα ψυχρό νεκροτομείο, το πέρασμα της νεκροφόρας μπροστά από το σπίτι, η εξόδιος ακολουθία και η κάθοδος στον Άδη. Όλες γρήγορες, όλες συγκλονιστικές, όλες οδυνηρές.
Μια σημαντική απώλεια για ένα παιδί, ας είναι και σαράντα φεύγα «γομάρι», είναι ότι χάνοντας τον πατέρα σου, χάνεις το μαξιλάρι, την συναισθηματική σου ασφάλεια και περνάς απότομα από την «εφηβεία» στην ωριμότητα. Ωστόσο, ρε παιδιά, το μαξιλάρι το αντικατέστησε ο κόσμος της Άρτας. Αν κάτι με συγκίνησε και μου έσκισε την καρδιά στα δυο και με παρηγόρησε το δίχως άλλο, ήταν η αγάπη του κόσμου. Αυτοί που ήταν παρόντες στην εξόδιο ακολουθία και άλλους τόσους που δεν μπόρεσαν να έλθουν αλλά έστελναν μηνύματα αγάπης και συμπαράστασης.
Θα σταθώ σ’ αυτά τα μηνύματα. Πόσο μεγάλη η αγάπη του κόσμου; Πόσο όμορφο και παρηγορητικό περιεχόμενο είχαν τα λόγια τους; Πόσο μεγάλο στήριγμα για εμένα οι φίλοι και οι ασθενείς του πατέρα μου, που στο πρόσωπό του έβλεπαν όχι μόνον έναν καλό γιατρό, αλλά έναν φίλο, αδερφό, πιστό σύμβουλο. Αρκετοί με δάκρυα στα μάτια έχασαν το στήριγμα τους. Ήταν απαρηγόρητοι.
Μετά από το σαρανταήμερο μνημόσυνο του πατέρα μου, η κορύφωση του δράματος έλαβε χώρα στο ιατρείο του. Ένα οδυνηρό σκάλισμα του παρελθόντος με σκοπό το λουκέτο. Αναμνήσεις μέσα από βιβλία ασθενών, συνταγές, γνωμοδοτήσεις, βιβλία σχολικών εμβολιασμών και ένα πάκο χαρτιών. Χιλιάδες ονόματα, χιλιάδες ιστορίες, χιλιάδες Αρτινοί μες στα κιτάπια και ξαφνικά συνειδητοποιείς την ιστορία μιας πόλης. Διότι η πόλη είναι οι άνθρωποι, είμαστε εσείς, εμείς, εγώ, εσύ.
Εκεί ήρθαν και οι θύμησες του παρελθόντος, όταν καβαλούσε τον σκαραβαίο και με έπαιρνε μαζί του. Θυμήθηκα ιστορίες από ξεγέννημα εγκύων, μέχρι την επαναφορά στην ζωή συνανθρώπων μας σε ραχούλες, κατσάβραχα. Δεν έπαιρνε χρήματα, δεν το έπαιζε μούρη, δεν μιλούσε, δεν επιδεικνυόταν. Ήταν η ήσυχη δύναμη. O γιατρός δεν μιλούσε πολύ.
Ένα πράγμα που θυμάμαι ότι μου έλεγε συνεχώς ήταν «να βοηθάς πάντοτε τον συνάνθρωπο, να μην ηρεμείς αν δεν μπορέσεις να του απαλύνεις τον πόνο, να είσαι σε επαγρύπνηση…».
Δεν έγινα γιατρός των ψυχών και σωμάτων, έγινα νομικός της δικαιϊκής παλινόστησης.
Δεν θα μπορούσα παρά να μην υπερθεματίσω για την συνδρομή της μητέρας και του αδερφού μου για την επαγγελματική και προσωπική προκοπή του πατέρα μου. Είναι δυο υπέροχοι άνθρωποι που έζησαν όλα αυτά τα χρόνια δίπλα στον πατέρα μου. Ο πόνος τους πολύ μεγάλος.
Τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα μου δεν θα τον ξεπεράσω ποτέ. Με βασανίζει ένα «γιατί», με στενοχωρεί που δεν μπόρεσα να έχω ένα τελευταίο λόγο μαζί του. Εξανίσταμαι για τα σκληρά μέτρα κορωνοϊού στην Ελλάδα που με κράτησαν υποχρεωτικά εκτός αυτής. Ήθελα να έχω μια τελευταία ευχή, μία ευλογία, έναν καλό λόγο.
Στον αντίποδα, δεν θα μπορέσω όμως να ξεχάσω και την συλλογική αγάπη των Αρτινών στο πρόσωπο του πατέρα και της οικογένειάς μου. Δεν μπορώ να διαγράψω τα καλά τους λόγια, την αγάπη τους, την συμπόνοιά τους, το κλάμα τους, την συμπαράστασή τους. Αυτοί μου απάλυναν τον πόνο και υπήρξαν η ευλογία, η ευχή που περίμενα από τον πατέρα μου. Θα τους ευγνωμονώ εσαεί.
*Ο Δημήτρης Αθανασάκης
είναι δικηγόρος, γιός του
εκλιπόντος Χρήστου Αθανασάκη