Του Γιώργου Πριόβολου *
ΜΕΡΟΣ Α΄
Στις 27 Απριλίου 1941 ημέρα Κυριακή, ο γερμανικός στρατός μπαίνει στην Αθήνα. Έχει προηγηθεί η συνθηκολόγηση στις 24 Απριλίου όπου η ελληνική ηγεσία υπογράφει την παράδοση στο Ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας και στο φασισμό της Ιταλίας.
«Ήτο Κυριακή, μία ηλιόλουστος ανοιξιάτικη ημέρα, όταν χωρίς πλέον να διασχίζουν τους
αιθέρας αεροπλάνα του εχθρού, ενεφανίσθησαν προερχόμενοι εκ Κηφισίας αι μηχανοκίνητοι προφυλακαί των Γερμανικών στρατευμάτων, ηκολούθησε δε με φάλαγγα τεθωρακισμένων αυτοκινήτων, το επιτελείον της μονάδος αυτής, επί κεφαλής της οποίας ήτο ο αντισυνταγματάρχης Σέιμπεν». [1]
Οι Γερμανοί κατακτητές εισβάλλοντας στην Αθήνα βρήκαν έρημους τους δρόμους με παράθυρα κλειστά. Η Ελλάδα είναι πλέον υποδουλωμένη σε τρεις κατοχικές δυνάμεις, στην
Γερμανία, προϋπάρχουσα Ιταλία και Βουλγαρία που συνεργάστηκε με τον άξονα και διαμελισμένη η χώρα σε τρεις ζώνες.
Έτσι ξεκινάει ο Γολγοθάς της πατρίδα μας με τεράστιες οδυνηρές συνέπειες σε όλους
τους τομείς. Χιλιάδες νεκροί, καταστροφή υποδομών, καταστροφή της ελληνικής οικονομίας που πλέον βρίσκεται στα χεριά των κατακτητών.
Παρόλες τις δυσκολίες από τις συνέπειες του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και της μικρασιατικής καταστροφής, που έφερε στη χώρα ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες και παρά τις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης 1930-1931 και την πτώχευση της χώρα μας το 1932 μετά και μέχρι το 1940, η ελληνική οικονομία άρχισε να συνέρχεται, ο ρυθμός ανάπτυξης επιταχύνθηκε, το εξωτερικό εμπόριο άρχισε να βελτιώνεται η βιομηχανική και η ναυτιλιακή δυναμικότητα υπερδιπλασιάστηκαν και στον αγροτικό τομέα εφαρμόστηκε η αγροτική μεταρρύθμιση με την οποία έγινε κατανομή της μεγάλης ιδιοκτησίας στους ακτήμονες καλλιεργητές. [2]
Μέχρι το 1940 – 41 τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας είναι: 1) Μεγάλος αριθμός
αστικοποίησης κυρίως στην Αθήνα. 2) Η παραγωγή της χώρας προέρχεται κυρίως από
αγροτικές δραστηριότητες μικρής κλίμακας εκμεταλλεύσεων με ενασχόληση του 60% του
ελληνικού πληθυσμού.3) Μικρής κλίμακας βιομηχανία, βιοτεχνικού χαρακτήρα και ένα μικρό
αριθμό μεγάλων επιχειρήσεων σύγχρονης τεχνολογίας.4) Εξάρτηση της οικονομίας από το
εξωτερικό εμπόριο και τις ανεπτυγμένες χώρες τις Ευρώπης ( Γερμανία, Μ. Βρετανία ).
5) Το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας είναι ελλειμματικό. 6) Κρατικός παρεμβατισμός στο
τραπεζικό σύστημα. [2]
Έτσι βρίσκεται η ελληνική οικονομία την στιγμή που ξεκίνησε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος και η
Ελλάδα πλέον βρέθηκε μέσα σε ένα κλίμα διεθνούς οικονομικής αναστάτωσης. Οι χώρες
είχαν αρχίσει να προσανατολίζουν την οικονομική τους οργάνωση για να αντιμετωπίσουν τις
ανάγκες που δημιούργησε ο πόλεμος.
Η είσοδος της Ελλάδος στον πόλεμο αποτέλεσε σταθμό για την πορεία της χώρας και είχε
ως αποτέλεσμα την ανατροπή των κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών της. Η ελληνική οικονομία ήδη από τον πόλεμο με την Ιταλία είχε μετατραπεί σε ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ και
έτσι θα συνέχιζε και κατά την Γερμανική κατοχή να λειτουργεί. [3]
Αυτό σήμαινε πως η οικονομία θα λειτουργούσε για την εξυπηρέτηση των στρατιωτικών
αναγκών που δημιουργούσε ο πόλεμος. Όπως προαναφέρθηκε η ελληνική οικονομία, δεν είχε ισχυρή βιομηχανία, άραγε οικονομία με μικρή παραγωγικότητα, που δε θα ικανοποιούσε τις πολεμικές ανάγκες των Γερμανών.
Έτσι οι κατακτητές επικεντρώθηκαν σε παραγωγικούς τομείς με τα αντίστοιχα οφέλη. Σε
κάθε οικονομία πολέμου, όπως και η ελληνική υπάρχουν κλάδοι που παρουσιάζουν άνοδο,
όπως βέβαια και κλάδοι που γνωρίζουν παρακμή ή πλήρη εξαφάνιση. Μικρή ελληνική πολεμική βιομηχανία τέθηκε στην διάθεση των κατοχικών δυνάμεων όπως π.χ. η εταιρεία πυριτιδοποιείου και καλυκοποιείου. [3]
Επίσης τομείς με μεταλλευτική δραστηριότητα συνέχισαν την λειτουργία τους. Η εξόρυξη λιγνίτη σημείωσε αύξηση γιατί χρησιμοποιήθηκε για τις ενεργειακές ανάγκες της
χώρας. Επιχειρήσεις για την επιδιόρθωση των γερμανικών αεροσκαφών είχαν αξιόλογη δραστηριότητα.
Ο ναυπηγοεπισκευαστικός τομέας είχε τεθεί στη διάθεση του κατακτητή, που είχε βασιστεί
σε μεγάλο βαθμό στον τομέα αυτό για την εκπλήρωση του προγράμματός του. Η πολεμική
βιομηχανία είναι αυτή που σε μια οικονομία πολέμου θα γνώριζε θεαματική άνοδο. [3]
Βιομηχανίες όπως η τσιμεντοβιομηχανία, η παράγωγη ηλεκτρικής ενέργειας, ορισμένα ορυκτά όπως το χρώμιο και το νικέλιο, κλάδοι της γεωργίας που παρήγαγαν προϊόντα δυσεύρετα για το Γ΄ Ράιχ σημείωσαν άνοδο. Όμως σε μια οικονομία πολέμου άλλοι τομείς της οικονομίας γνώρισαν την παρακμή ή φυτοζωούσαν.
Εμπόριο εσωτερικό και εξωτερικό, γνώρισαν μεγάλη πτώση εκτός εκείνων που ήταν αναγκαία για τους κατακτητές. Είχαμε πτώση στην κατανάλωση επηρεάζοντας αρνητικά πολλούς τομείς της εγχώριας παραγωγής.
Η απώλεια της ελληνικής ναυτιλίας δεν ήταν δυνατό να μην έχει αρνητικό αντίκτυπο, καθώς
ήταν ένας από τους κλάδους που γνώρισε μεγάλες καταστροφές, εξαιτίας του πολέμου. Η
γεωγραφική θέση της Ελλάδος αναγκάζει τους κατακτητές και την μετατρέπει σε φρούριο της Ανατολικής Ευρώπης και διαμετακομιστικός σταθμός για την τροφοδότηση των Γερμανικών στρατευμάτων στη Β. Αφρική. [3]
Επειδή η Ελλάδα, ήταν πιθανόν να αποτελέσει στόχο των συμμαχικών δυνάμεων, οι Γερμανοί προχώρησαν σε οχυρωματικά έργα, ανέγερση στρατοπέδων για τους στρατιώτες τους. Η ζήτηση οικοδομικών υλικών ήταν σημαντική και κατ’ επέκταση οι κλάδοι αυτών των βιομηχανιών ήταν περιζήτητοι για τους Γερμανούς.
Πέρα από τις κατασκευές του στρατιωτικών υποδομών, ο κατοχικός στρατός είχε καταναλωτικές ανάγκες για την συντήρηση και διαμονή του στρατού Κατοχής. Η σίτιση του στρατού Κατοχής κατανάλωσε σημαντικό ποσοστό από την εγχώρια γεωργική παραγωγή που έπρεπε να συντηρήσει τα γερμανικά στρατεύματα και παράλληλα να εξάγει προϊόντα στην Γερμανία. Εκτός από την διατροφή του στρατού οι προμήθειες αφορούσαν την ένδυση και τις στολές των στρατιωτών, που επίσης γινόταν από ελληνικές εταιρείες. Οι
συνέπειες της ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΟΛΕΜΟΥ ήταν τεράστιες για την χώρα μας και ήταν λογικό
και φυσικό να αφήσουν βαθιά σημάδια στην μεταπολεμική Ελλάδα. [3]
Η ανάδειξη νέων κοινωνικών στρωμάτων ήταν μια από τις χαρακτηριστικότερες επιπτώσεις της οικονομίας πολέμου. Ενώ ο λαός λιμοκτονούσε, αρκετοί Έλληνες μέσα από την συνεργασία με τον κατακτητή, απέκτησαν κέρδη άλλα και κοινωνική και οικονομική ανέλιξη.
Αρκετοί όμως Έλληνες έχασαν μεγάλος μέρος της περιουσίας τους. Η συντήρηση της οικονομίας πολέμου βασίστηκε στο εργατικό δυναμικό που ήταν σε απελπιστική κατάσταση
λόγω της οικονομικής κρίσης. Έτσι, ήταν λογικό η φτωχοποίηση του μεγάλου μέρους του
πληθυσμού να φέρει αντιδράσεις σε ολόκληρη την χώρα και έδωσε ελπίδα στον κόσμο που
είχε λυγίσει από την ανέχεια που έφερε η στρατιωτική κατοχή.
Κυκλοφόρησαν πέραν της δραχμής τρία νομίσματα από τις κατοχικές δυνάμεις α) Κατοχικά μάρκα από Γερμανούς β) Μεσογειακή δραχμή από Ιταλούς γ) Λέβα από την Βουλγαρία. Τυπικά και τα τρία με την ίδια αξία αλλά ουσιαστικά στην πραγματικότητα χωρίς καμία ανταλλακτική αξία. Αβίαστα κάθε κατοχική δύναμη εξέδιδε χαρτονομίσματα για την κάλυψη
των αναγκών της αλλά χωρίς αντίκρισμα. Έτσι ο πληθωρισμός άγγιξε τα ύψη και οι άνθρωποι με χιλιάδες χαρτονομίσματα δεν μπορούσαν να αγοράσουν ελάχιστο αγαθό. [4]
Ένα επίσης κομμάτι τις ελληνικής οικονομίας που ο κατακτητής υπέρ εκμεταλλεύτηκε ήταν
τα μεταλλεύματα της χώρας, πολύ αναγκαία για αυτούς. Τα ελληνικά ορυκτά υπήρξαν από
τους πολυτιμότερους πόρους που άντλησαν οι δυνάμεις κατοχής από την χώρα μας για τις
ανάγκες τους στην πολεμική βιομηχανία.
Έτσι για τους Γερμανούς το χρώμιο, ο λιγνίτης, το νικέλιο, ο βωξίτης, το θείο, ο σιδηροπυρίτης και άλλα είχαν μεγάλη αξία. Γι’ αυτό το λόγο για να προστατεύσουν την παραγωγή αυτών των μεταλλευμάτων, οι κατακτητές Ιδιαίτερα η χρήση του λιγνίτη ως καύσιμη ύλη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας δεν ήταν διαδεδομένη μέχρι την κατοχική περίοδο στην Ελλάδα.
Επίσης το χρώμιο και ο βωξίτης είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον των Γερμανών για την παραγωγή χάλυβα από το πρώτο και το αλουμίνιο από το δεύτερο. Η πορεία του μεταλλευτικού τομέα στην Ελλάδα κατά την περίοδο της κατοχής δείχνει τις προθέσεις των δυνάμεων κατοχής για τους πραγματικούς σκοπούς που είχαν για την Ελλάδα και δεν ήταν
άλλοι από την οικονομική εκμετάλλευση της χώρας με κάθε κόστος. [3]
Οι προϋποθέσεις για την προσέγγιση και ένταξη της Ελλάδας στην σφαίρα επιρροής της
Γερμανίας είχαν δημιουργηθεί πριν από την έναρξη του πολέμου. Η Γερμανία ήταν διατιθέμενη να δεχτεί ελληνικά προϊόντα όπως καπνός. Η Ελλάδα είχε μεγάλη ανάγκη για
μηχανήματα, βιομηχανικό εξοπλισμό και όπλα.
Ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ελλάδας πριν τον πόλεμο ήταν η Γερμανία κάτι
που δεν άλλαξε ούτε με την έναρξη του πολέμου ούτε κατά την περίοδο της κατοχής. Ο
προσανατολισμός της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια πριν τον πόλεμο όσον αφορά το εξωτερικό εμπόριο ήταν η δημιουργία αυτάρκειας σε σιτηρά και η αύξηση της παραγωγής
προϊόντων για εξαγωγή όπως ο καπνός, η σταφίδα, και άλλα.
Η Ελλάδα χρησιμοποίησε ως εξαγωγικό τρόπο τον θεσμό του ΚΛΗΡΙΓΚ που κυριάρχησε στο διεθνές εμπόριο και έτσι μέσω του συμψηφιστικού εμπορίου εισήγαγε και εξήγαγε αγαθά. Με
το εξωτερικό της εμπόριο αρκετά βελτιωμένο συγκριτικά πριν την οικονομική κρίση αλλά ελλειμματικό και έχοντας ανάγκη να εισάγει σημαντικά αγαθά από το εξωτερικό, η Ελλάδα
ΜΠΗΚΕ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ.
Το εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας όπως και πολλοί κλάδοι της οικονομίας, γνώρισε ραγδαίες αλλαγές εξαιτίας της ένταξης της χώρας κάτω από ξένη κυριαρχία. Οι δυνάμεις
του Γ΄ Ράιχ χρησιμοποίησαν το εξωτερικό εμπόριο για να αντλήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους πόρους από την ελληνική οικονομία και παραγωγή και παράλληλα εισήγαγε τα προϊόντα που ήταν απαραίτητα για την συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής.
Το μεγάλο χάσμα το 1940 μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών οφείλεται στην εισαγωγή όπλων
και πολεμοφοδίων με σκοπό την προετοιμασία για τον επερχόμενο πόλεμο. Η πτώση του εμπορίου είχε αρνητικές συνέπειες για την Ελλάδα και την οικονομία της.
Η μείωση των εισαγωγών και των εξαγωγών σήμαινε ύφεση, μείωση κατανάλωσης και αγοραστικής δύναμης των πολιτών. Η καθοδική πορεία του εξωτερικού εμπορίου οφείλεται
επίσης και στις επιπτώσεις που είχε ο πόλεμος στην χώρα και την οικονομία της.
Η Ελλάδα με την έναρξη της Κατοχής έχασε εδάφη όπως η ανατολική Μακεδονία, Θράκη και τα Επτάνησα. Ειδικά η απώλεια της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης με αξιόλογη αγροτική παραγωγή ήταν ισχυρό πλήγμα για την οικονομία. Κατά την διάρκεια της κατοχής σε συνέχεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, οι υποδομές της χώρας υπέστησαν τεράστιες ζημιές (μεταφορικά δίκτυα, εργοστάσια μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, και άλλα).
Λιμάνια, οδικό δίκτυο, σιδηρόδρομοι βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση δυσκολεύοντας
στην μεταφορά εμπορευμάτων από και προς τη χώρα. Μεταφορικά μέσα και μέρος του ναυτικού στόλου, τμήμα του οποίου είχε αποχωρήσει έγκαιρα από την Ελλάδα περιήλθε στα
χέρια του κατακτητή και επιτάχθηκε. [3]
Επίσης, ένας παράγοντας που λειτούργησε ανασταλτικά για την αύξηση του εξωτερικού
εμπορίου ήταν ο ναυτικός αποκλεισμός της χώρας από τους συμμάχους που άρχισε αμέσως μετά την κατάκτηση της Ελλάδας. Ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των πλοίων προς την Ελλάδα δεν μπορούσε παρά να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο εξωτερικό εμπόριο. Διεξοδικά αναφέραμε ότι η Ελλάδα χαρακτηριζόταν ως χώρος επιρροής της Ιταλίας,
η Γερμανία όμως ήταν αυτή που απέσπασε περισσότερους πόρους από την Ελλάδα για την
ενίσχυση της πολεμικής μηχανής. [3]
Οι εξαγωγές της Ελλάδας προς την Γερμανία στις αρχές της κατοχής ήταν αυξημένες όμως
λόγω της αύξησης των τιμών το κέρδος των Γερμανών εισαγωγέων μειωνόταν. Η προσπάθεια που έγινε για να υπάρξουν νέες τιμές οδήγησε στην αύξηση των τιμών, όμως ο πληθωρισμός άρχισε να κάνει την εμφάνιση του και εξανέμισε τα περιθώρια κέρδους. Το αποτέλεσμα ήταν να κρύβουν οι παραγωγοί και οι έμποροι τα προϊόντα με σκοπό να τα διοχετεύουν στην μαύρη αγορά όπου οι τιμές ήταν μεγαλύτερες.
Για να μπορέσουν να συντηρηθούν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στην Ελλάδα ήταν ανάγκη να υπάρξουν εισαγωγές εμπορευμάτων που δεν παράγονταν στην Ελλάδα και έτσι
οι εισαγωγές προϊόντων για τον ελληνικό πληθυσμό πήγαιναν σε δεύτερη μοίρα.
Για την υλική υποστήριξη των στρατευμάτων ήταν αναγκαίες οι εισαγωγές από την Γερμανία προϊόντων όπως κρέατα, τυριά, ραπτομηχανές, ραδιόφωνα που δεν μπορούσε η ελληνική οικονομία να παράγει.
Το μεγαλύτερο τμήμα εισαγωγών που έχουν γίνει από χώρες των συμμάχων ή ουδέτερες χώρες αποτελείται από τρόφιμα τα οποία έρχονται μετά από συνεννόηση των δύο πλευρών
και σε συνεργασία με τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό που κινητοποιείται για την αντιμετώπιση της επισιτιστικής κρίσης.
Ο ρόλος ειδικά του Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού στην ναύλωση πλοίων για την μεταφορά τροφίμων προς την Ελλάδα υπήρξε καθοριστικός. Η μεταφορά τροφίμων από τον Καναδά, της ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία και άλλες χώρες έγινε σε μεγάλο βαθμό με πλοία της Σουηδίας. Η ανθρωπιστική βοήθεια ήταν κυρίως σιτηρά, γάλα και άλλα τρόφιμα με την
συμβολή χώρων όπως η Αίγυπτος, η Παλαιστίνη, η Πορτογαλία και στην συνέχεια Καναδάς και ΗΠΑ που αύξησαν το μερίδιο τους στην συμμετοχή ανθρωπιστικής βοήθειας. Η συνολική πτώση του εξωτερικού εμπορίου ωστόσο δεν εμπόδισε τις δυνάμεις του Γ΄ Ράιχ να αφαιρέσουν το σημαντικότερο τμήμα του πλούτου από την χώρα μας. [3]
Όπως προαναφέραμε η οικονομική κρίση του 1929, είχε επιπτώσεις και στην Ελλάδα με αποτέλεσμα την χρεωκοπία του 1932. Κηρύσσοντας στάση πληρωμών για 2 χρόνια μετά την
πτώχευση του 1932, η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας ήταν κάκιστη. Ακολούθησε και μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου σημαντική βελτίωση στα δημόσια οικονομικά.
Λίγο πριν την έναρξη του πολέμου είχε βελτιώσει σε κάποιο βαθμό τους δημοσιονομικούς δείκτες και φαίνονταν έτοιμη οικονομικά για την πολεμική δοκιμασία που ακολουθούσε. Η
έκρηξη του πολέμου δεν μπορούσε να μην έχει αρνητικές επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά της χώρας. Ο προϋπολογισμός του 1938-1939 ήταν ο τελευταίος πλεονασματικός προϋπολογισμός. Ο προϋπολογισμός του 1939-1940 ήταν ελλειμματικός όπως και ο επόμενος. Μέχρι την εισβολή και κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, η τράπεζα της Ελλάδας είχε καθοριστικό ρόλο στην ελληνική οικονομία και αυτή ασκούσε την νομισματική πολιτική. Είχαμε μια σχετική νομισματική σταθερότητα. Η έναρξη
του πολέμου και η κατοχή της Ελλάδας επηρέασε την νομισματική πολιτική. [3]
Η δημοσιονομική θέση της χώρας μέχρι την κατοχή της, ήταν καλή και οι δείκτες έδειχναν
ότι δεν παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα. Η κατοχική όμως περίοδος άλλαξε δραματικά τα δημόσια οικονομικά της χώρας υποβαθμίζοντας τον ρόλο του ελληνικού κράτους. Άμεση επίδραση στα δημόσια οικονομικά του υποδουλωμένου πλέον κράτους ήταν ο πληθωρισμός και τα ΕΞΟΔΑ ΚΑΤΟΧΗΣ που οι Γερμανοί κατακτητές ονόμαζαν ΕΞΟΔΑ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ.
Η κατοχική κυβέρνηση βλέποντας το άσχημο αποτέλεσμα ζήτησε, κάνοντας έκκληση, να
σταματήσει η κυκλοφορία των τριών κατοχικών χαρτονομισμάτων. Οι Γερμανοί δέχθηκαν
αλλά επέβαλαν στην ελληνική κυβέρνηση να καταβάλει αυτή τη χρηματικά ποσά δηλαδή
έξοδα κατοχής. Το Νοέμβριο του 1941 ήταν τα έξοδα κατοχής 25 δις. δρχ. το Δεκέμβριο του
1942 260 δις δρχ. ενώ τον Αύγουστο του 1943, 850 δις δρχ.
Οι Γερμανοί απαίτησαν πέραν των εξόδων κατοχής να λαμβάνουν τα παραπάνω χρηματικά ποσά ως δάνειο. Έτσι μήνα με το μήνα ο δανεισμός της Ελλάδος προς τους κατακτητές ανέβηκε σε μεγάλο ύψος και δημιουργήθηκε συνολικά το γνωστό ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ. Η
σύμβαση υπογράφηκε στην Ιταλία στις 14-3-1942 με ισχύ από τις 1-1-1942.
Τα ΕΞΟΔΑ ΚΑΤΟΧΗΣ είχαν αποφασιστεί ότι θα είναι 3 δις δραχμές μηνιαίως και ανώτατο όριο τα 8 δισεκατομμύρια δρχ. με το ποσό να χωρίζεται στη μέση και για τις δύο δυνάμεις.
Το ποσό αναπροσαρμόστηκε προς τα πάνω λόγω των απαιτήσεων των κατοχικών δυνάμεων αλλά και της αύξησης των τιμών.
Πόσο ήταν το κατοχικό δάνειο μετά την λήξη του πολέμου; Υπολογίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος στα 228 εκατομμύρια δολάρια. 14 δισεκατομμύρια δολάρια σε τρέχουσες τιμές το 2013. Η κατάσταση ξέφυγε. Η νομισματική κυκλοφορία από 11 δις δρχ. το 1940 έφθασε σε 7,3 τετράκις εκατομμύρια δρχ. τον Σεπτέμβρη του 1943. Έτσι ο χρυσός πήρε την ανοδική
πορεία που δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Από τους πρώτους μήνες κατοχής έγινε αισθητό
το τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Πολύ γρήγορα τα βασικότερα αγαθά ψωμί, κρέας, γάλα εξέλειπαν τελείως. Ο υποσιτισμός έγινε έντονος και το φθινόπωρο του 1941, άρχισε
η λιμοκτονία. [8]
Η κατάρρευση της κοινωνίας ήταν γεγονός. Η απόγνωση έφτασε στην κορυφή. Ο λαός αναζητούσε ίχνη τροφής, στα σκουπίδια, τα πτώματα μολύνονταν και σωρός κάθε
πρωί με τα καροτσάκια του δήμου μεταφέρονταν στα νεκροταφεία σε ομαδικούς τάφους. Η κατάσταση τραγική. Χιλιάδες άνθρωποι νεκροί και άλλοι τόσοι στα νοσοκομεία. Οι δυνάμεις κατοχής και η κατοχική κυβέρνηση μπροστά στο τραγικό αδιέξοδο προσπάθησαν να βρουν κάποιες λύσεις. Έτσι εφαρμόστηκε το δελτίο διανομής τροφίμων με συγκεκριμένες ποσότητες αγαθών. Οι ποσότητες όμως σε λίγο διάστημα άρχισαν να λιγοστεύουν και δεν μπορούσαν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες των οργανισμών.
Η κατοχική κυβέρνηση όπως προαναφέραμε αποφάσισε να ζητήσει από τους Γερμανούς ευνοϊκή ρύθμιση των εξόδων κατοχής για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις. Αίτημα που ποτέ δεν ικανοποιήθηκε. Αναγκαστικά μόνοι τους οι ‘Έλληνες έπρεπε να ψάξουν να βρουν τρόπους επιβίωσης. Στην αρχή στα προάστια των Αθηνών και αργότερα στις επαρχίες και τα χωριά. Σ’ αυτό το κλίμα άνθισε η ΜΑΥΡΗ ΑΓΟΡΑ! Με την άρση του αποκλεισμού του λιμανιού του Πειραιά από τους Βρετανούς τον Ιανουάριο του 1942 άρχισε ο εφοδιασμός με τρόφιμα ( σιτάρι ) με σουηδικά πλοία. Η Σουηδία θα εξασφάλιζε την εμπιστοσύνη των κατοχικών δυνάμεων.
Η κατοχική εικόνα από περιοχή σε περιοχή στην Ελλάδα ήταν διαφορετική. Η ύπαιθρος
είχε τις δυνατότητες να βρίσκεται σε καλύτερη μοίρα από τις πόλεις. Οι αγρότες και οι παραγωγοί βρέθηκαν σε προνομιακή θέση. Και με τις αλλαγές των προϊόντων τους δεν βρέθηκαν στο σημείο που βρέθηκαν οι κάτοικοι π.χ. της Αθήνας. Για να μπορέσουν να υλοποιήσουν το σχέδιο τους οι Γερμανοί, που ήταν η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αφαίμαξη πόρων, επέλεξαν κυβερνήσεις της αρεσκείας τους που θα βοηθήσουν στο πολεμικό τους έργο.
Οι κατοχικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη ήταν διαδεδομένο φαινόμενο για να παίξουν αυτόν
τον πολιτικό και οικονομικό αλλά άθλιο ρόλο για τους κατακτητές.
Ως δοτές από τους Γερμανούς δεν είχαν τη δυνατότητα αλλά και τη θέληση να βάζουν όρια
στις απαιτήσεις των κατακτητών και υπέκυπταν στις απαιτήσεις τους. Ο πληθωρισμός που χαρακτηρίζει έντονα την κατοχική περίοδο είχε ξεκινήσει και πριν την κατοχή όμως η είσοδος σε αυτή έφερε τρομακτική έξαρση του φαινομένου. Οι οικονομικοί παράγοντες αλλά και οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου ήταν που καθόρισαν ως ένα μεγάλο βαθμό τον πληθωρισμό και τις διακυμάνσεις που παρατηρούνταν σε αυτόν κατά την κατοχική περίοδο. [3]
Είναι γεγονός πως ο πληθωρισμός εκτός από ανοδικές τάσεις παρουσίαζε και πτωτικές τάσεις. Όταν οι συμμαχικές δυνάμεις επικρατούσαν έναντι των δυνάμεων του Άξονα οι τιμές παρουσίαζαν πτώση και η προσφορά αυξάνονταν με αποτέλεσμα να πέφτει ο πληθωρισμός.
Σε αντίθετη περίπτωση ο πληθωρισμός σημείωνε ανοδική πορεία. Σε κάθε περίπτωση ο πληθωρισμός μπορεί να έπεφτε αλλά και πάλι τα επίπεδά του ήταν υψηλά, καθιστώντας τον ελληνικό πληθωρισμό έναν από τους μακροβιότερους και από τους υψηλότερους. [3]
*Ο Γιώργος Πριόβολος είναι διδάκτωρ Παιδαγωγικών Επιστημών, Οικονομολόγος