Ο Μπαρμπαγιώργης από την Νησίστα γεννήθηκε γύρω στα 1845. Σχολείο πήγε σε ένα γηραλέο παπά, όπως ο ίδιος διηγούνταν αλλά έμαθε να διαβάζει και να γράφει.
Δούλευε σκληρά για να εξασφαλίζει τα της οικογένειας προς το ζην. Στα 25 του χρόνια ήταν ακόμα ανύπαντρος και είχε χάσει όλους τους δικούς του. Για την Νησίστα εκείνο τον καιρό γνωρίζουμε πως είχε αστυνομικό σταθμό αλλά και στρατιωτικό φυλάκιο με δύναμη 25 ανδρών. Αργότερα μάλιστα θα αποτελέσει και έδρα νιχαγιέ, δηλαδή έδρα Δήμου στον καζά της Φιλιππιάδας (Νέου Λούρου).
Στα 1875, ανήμερα του πανηγυριού της Αγίας Παρασκευής, οι κάτοικοι του χωριού
παρατήρησαν μια ανήσυχη κίνηση στα Τουρκικά φυλάκια. Ρωτώντας πάς στην πόλη λέει το ρητό, έτσι και οι Νησιστιώτες έμαθαν ότι θα έρθει επίσκεψη ο Οθωμανός Καϊμακάμης.
Βρισκόμαστε στην εποχή του Τζανζιμάτ, όπου σημειώνονται μεγάλες αλλαγές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Άρτα από Βοϊβοδιλίκι είχε μετατραπεί σε Καϊμακαλίκι με έδρα τον Καϊμακάμη, κάτι σαν έπαρχο, στρατιωτικό και πολιτικό διοικητή του Καζά (νομού). Την εποχή εκείνη Καϊμακάμης ήταν ο Χατζή Έμίν Χουντού μπέης.
Την επομένη, μετά την εκκλησία, οι Νησιστιώτες είδαν ένα τσούρμο καβαλάρηδες να ανεβαίνουν στο χωριό. Οι προύχοντες βγήκαν να προϋπαντήσουν τους επισκέπτες και αφού κάθισαν στον χώρο της πλατείας κάτω από τον ίσκιο της καρυδιάς, οι χωριανοί περνούσαν και εύχονταν στον Καϊμακάμη πολλά τα έτη του.
Πράγμα που έκανε και ο Μπαρμπαγιώργης. Μεταξύ των στρατιωτών ήταν και πολλοί ζαπίτες Έλληνες. Είναι η εποχή, όπου ακόμα και αυτοί κάνουν καριέρα στον Οθωμανικό στρατό φθάνοντας μέχρι στον βαθμό του πασά.
Τον Μπαρμπαγιώργη τον φώναξε ο Τσαούσης να παρουσιαστεί στο γραφείο του. Καλό σημάδι δεν ήταν αυτό, γιατί όποιον φώναζε ο Τσαούσης είχε να κάνει με το νόμο και ο Μπαρμπαγιώργης σκέφτονταν τί παράβαση θα μπορούσε να είχε κάνει. Στο γραφείο που παρουσιάστηκε, ο Τσαούσης του είπε πως έχει διαταγή να τον συνοδεύσει ένας ζαπίτης στον Καϊμακάμη στην Άρτα. Με κρύα καρδιά έφτασε ο Μπαρμπαγιώργης στον Καϊμακάμη. Φτάνοντας στον Καϊμακάμη αυτός τον ρώτησε αν ξέρει γιατί τον ζήτησε. Ο Μπαρμπαγιώργης αμήχανος του απάντησε «όχι».
Και τότε του λέει ο Καϊμακάμης: «Έμαθα πως είσαι τίμιος άνθρωπος, ξέρεις κάποια γράμματα και δεν έχει παρτίδες με το νόμο. Θα σε κάνω συνοδό μου». Φοβήθηκε να αρνηθεί ο Μπαρμπαγιώργης και δέχθηκε. Ο Καϊμακάμης διέταξε να του ράψουν Ελληνική φορεσιά σιαλβάρα, κάτι που τον έκανε και χάρηκε, που δεν θα φορά Τούρκικα.
Ο Μπαρμπαγιώργης μάθαινε τα παιδιά του Καϊμακάμη Ελληνικά, ενώ ένας Τούρκος μάθαινε τον Μπαρμπαγιώργη Τούρκικα. Σαν συνοδός του Καϊμακάμη γνωρίστηκε με τους προεστούς της Άρτας, με τους οποίους απέκτησε πολύ καλές σχέσεις. Όλα αυτά τα θυμόταν τώρα ο Μπαρμπαγιώργης σε μεγάλη ηλικία μπροστά από το τζάκι του.
Πηγές κειμένου: Χρήστος Σταύρου, «Ροδαυγή, ένα ταξίδι στο χτες», σελίδες από 19 έως 21. Εφημερίδα «Αμβρακία», «Ματιές στα Περασμένα, 1875». Φώτης Βράκας, «Περί Τανζημάτ και Καημακάμηδων».