Πάνε κάποιοι μήνες αφότου ο Θ. Αριστείδης, που φιλοξενείται στη φωτογραφία, ανέβηκε στη βάρκα του ανέκκλητου, λίγο μετά τα ενενήντα του, χτυπημένος από τη νόσο του γήρατος.
Στα στερνά της ζωής του προέκυψαν πολλές απώλειες αγαπημένων του προσώπων, χωρίς να το βάλει κάτω και να δείξει αίσθημα μοναξιάς και απομόνωσης. Από προσωπική επιλογή παρέμεινε στη γενέτειρα να παλεύει με τις μνήμες του, παρά την αντίθετη γνώμη των δικών του ανθρώπων.
Μπορεί οι ρυτίδες των γηρατειών να είχαν σκάψει το πρόσωπό του, όμως αυτό παρέμεινε φωταγωγημένο με το καλύτερο χαμόγελο. Σεβάσμιος και με κάτασπρα μαλλιά. Αγαπη- μένη του εν ζωή συνήθεια ήταν να κάθεται με τις ώρες σε μια αναπαυτική πολυθρόνα έξω από το σπίτι του και κάτω από τον μεγάλο δένδρο. Ξένοιαστος μάζευε Καλημέρες και Καλησπέρες περαστικές.
Μια ζακέτα στους ώμους και στο χέρι απαραιτήτως ένα ασημί ραδιοφωνάκι τσέπης, ως είδος πρώτης ανάγκης με πολλή λάμψη. Μέσα στην ησυχία του τοπίου και στη δική του ανεμελιά, του άρεσε να βολτάρει στον κόσμο των FM και των αναλογικών κυκλωμάτων. Εραστής της παλιάς τεχνολογίας που κουβαλούσε μια ισχυρή νοσταλγία νιότης.
Παρά τα ρομαντικά παράσιτα και τις παρεμβολές στις συχνότητες της επιλογής του, ήταν η απόλυτη μεταφερόμενη συντροφιά και ο πιστός του φίλος που δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Οι αγαπημένες του μουσικές γλύκαιναν τόσο την ψυχή του, όσο και τον κοντινό ορίζοντα του χωριού. Σημάδι ζωής το ραδιάκι στην επαναλαμβανόμενη καθημερινότητά του.
Μου άρεσε να τον πειράζω λίγο, όταν περνούσα από τον μικρό του παράδεισο με τις κληματαριές και τους βασιλικούς. «Τι ακούς, θείε, σήμερα; Το σπίτι των ανέμων;» Μέσα σε γέλια ευχαρίστησης μου απαντούσε: «Λαϊκά και δημοτικά ακούω. Τα νέα από τον κόσμο μού τα φέρνει η τηλεόραση. Κι όταν, Δημητράκη, έρχεσαι από την πόλη, θυμήσου να μου φέρνεις και μπαταρίες καινούργιες να έχω για ρεζέρβα».
Με την «αναχώρησή του» οι μελωδίες σιώπησαν. Ο «δένδρος» τώρα ας αρκεστεί στην καλοκαιρινή σκιά και τη φυλλοβόλα ύπαρξή του.
Το ταξίδι στο χρόνο του Θ. Αριστείδη είχε συνταξιδιώτη.
Το τρανζιστοράκι του.