Αμφιβολίες το μυαλό μου βασανίζουνε πολλές, αμφιβολίες τρελές. Ο Αλεξάντερ Μπόρις ντε Φέφελ Τζόνσον άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην αρχή της δεκαετίας του 1990.
Ως ανταποκριτής είχε προκαλέσει κάποιο θόρυβο γύρω από το όνομά του λόγω ορισμένων αναληθών δημοσιευμάτων – από το ότι η Κομισιόν είχε την πρόθεση να απαγορεύσει τα Βρετανικά λουκάνικα έως το ότι οι Βρυξέλλες σχεδίαζαν περιορισμούς στο μέγεθος των προφυλακτικών. Αν και πορευόταν από γκάφα σε γκάφα, τελικά κατάφερε και έγινε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, ως ηγέτης του Συντηρητικού Κόμματος τον Ιούλιο του 2019. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, οι γκάφες πολλαπλασιάστηκαν και τελικά κατέληξαν σε σκάνδαλα, αφού είναι άλλο να ψεύδεσαι ως δημοσιογράφος και τελείως διαφορετικό να ψεύδεσαι ως πρωθυπουργός.
Ο όρος «Partygate» επινοήθηκε ως αναφορά σ’ ένα σκάνδαλο με πάρτι που διοργανώθηκαν σε κυβερνητικούς χώρους, περιλαμβανομένου του ίδιου του πρωθυπουργικού γραφείου στην Ντάουνινγκ Στριτ και που αποδείχτηκε ότι παραβίασαν τους αυστηρούς κανονισμούς κατά της Covid-19. Τρεις συντηρητικοί βουλευτές παραιτήθηκαν, αφού παραδέχτηκαν σεξουαλικές επιθέσεις και άλλα αδικήματα. Όλοι τους είχαν την κάλυψη του φίλου τους Μπόρις.
Τον περασμένο χρόνο, μια επιτροπή του κοινοβουλίου συνέστησε την αναστολή της βουλευτικής ιδιότητας ενός συντηρητικού βουλευτή και πρώην υπουργού, αφού διαπιστώθηκε ότι είχε εμπλακεί σε μια απίστευτη υπόθεση «λόμπινγκ επ’ αμοιβή», ασκώντας πίεση για λογαριασμό εταιρειών που τον πλήρωναν. Στην πορεία έγινε γνωστό ότι ο Πίντσερ, διορισμένος από τον Μπόρις, αναπληρωτής υπεύθυνος για την κομματική πειθαρχία, είχε κατηγορηθεί και για σωρεία υποθέ- σεων σεξουαλικής παρενόχλησης. Αρχικά το γραφείο του Βρετανού πρωθυπουργού ανακοίνωσε ότι ο Τζόνσον δεν γνώριζε για συγκεκριμένες παρελθούσες κατηγορίες εις βάρος του Πίντσερ.
Ωστόσο, ο γενικός γραμματέας του Φόρεϊν Όφις το 2019, συνέταξε επιστολή στην οποία αναφέρει ότι είχε ερευνήσει τις καταγγελίες το 2019 και τις είχε επαληθεύσει. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν σε μαζικές παραιτήσεις συντηρητικών βουλευτών, αφού ο ίδιος ο Μπόρις αρνούνταν να αφήσει την πρωθυπουργική καρέκλα.
Με τον τρόπο αυτό κατάφεραν να απαλλάξουν τη χώρα από την παρουσία του, τουλάχιστον προσωρινά, οι δικοί του βουλευτές, σώζοντας με αυτόν τον τρόπο την αξιοπρέπεια του συντηρητικού κόμματος. Δεν επέτρεψαν να πέσει η κυβέρνηση από τα ΜΜΕ ή την αντιπολίτευση. Ανέλαβαν το κόστος μιας αξιοπρεπούς μετάβασης, διαφυλάσσοντας το μέλλον του κόμματος.
Τον ίδιο Ιούλιο του 2019, και στην Ελλαδίτσα μας, ανέλαβε νέος πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως ηγέτης του εγχώριου συντηρητικού κόμματος. Και ο δικός μας Κυριάκος διεκδικεί το δικό του μερίδιο σε άκακες γκάφες, όπως την «κοίτη της Ορθοδοξίας», αντί για «κοιτίδα της Ορθοδοξίας» στο Φανάρι, όπως τις ευχές του για καλή ευρωπαϊκή πορεία στον ΠΑΟΚ, ενώ είχε ήδη αποκλειστεί, όπως όταν υποστήριξε στη Βουλή ότι σε ηλικία έξι μηνών ήταν «πολιτικός κρατούμενος της χούντας», προκαλώντας τα αυθόρμητα γέλια της αίθουσας.
Μέχρι εδώ όλα καλά. Αλλά τις γκάφες ακολούθησε η λίστα Πέτσα με την χρηματοδότηση φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ. Μετά εργαζόμενοι του νοσοκομείου «Σωτηρία», κατήγγειλαν ότι υπουργοί και οι οικογένειές τους, φίλοι και γνωστοί επιχειρηματίες στους κομματικούς κύκλους της ΝΔ, προηγήθηκαν του νοσοκομειακού προσωπικού στη σειρά των εμβολιασμών. Μετά η σύμβαση με την εταιρεία Cisco για την τηλεκπαίδευση, αποκάλυψε ότι η «δωρεάν» χρήση της πλατφόρμας, μας στοίχισε τελικά κοντά στα 2 εκατομμύρια ευρώ και ταυτόχρονα έθεσε στην διάθεση της Cisco τα μεταδεδομένα 1,5 εκατομμυρίου μαθητών, σπουδαστών και εκπαιδευτικών, παραβιάζοντας τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (GDPR).
Μετά κάτι άλλο. Και πιο μετά πάλι κάτι άλλο. Μέχρι που και οι Financial Times κρέμασαν στα μανταλάκια την κυβέρνηση Μητσοτάκη με αφορμή την αμνήστευση των τραπεζιτών αλλά και εγκληματιών του λευκού κολάρου με τροπολογία που παρέχει αμνηστία σε χιλιάδες φοροφυγάδες με χρέη προς το Δημόσιο που ξεπερνούν τα 150.000 ευρώ έκαστος, θέτοντας τη χώρα στο επίκεντρο της κριτικής, κάνοντάς την διεθνώς ρεζίλι. Και τώρα μαθαίνουμε ότι μπορούν να μας παρακολουθούν όλους και μάλιστα «νόμιμα», πάντα υπό την εποπτεία του πρωθυπουργού, σύμφωνα πάντα με τον πρώτο νόμο που ψήφισε η κυβέρνηση (ν. 4622/2019), εκείνο το μαγικό Ιούλιο του 2019.
Και οι δικοί μας βουλευτές του εγχώριου συντηρητικού κόμματος της ΝΔ τί κάνουν; Ακόμα λιβανίζουν τον μεγάλο ηγέτη; Ποιός θα σώσει την αξιοπρέπεια του δικού μας συντηρητικού κόμματος; Τί άλλο περιμένουν να δουν ακόμα; Εδώ στην πόλη της Άρτας, ο βουλευτής της ΝΔ, οι υποψήφιοι βουλευτές και πολιτευτές της ΝΔ, η ΔΕΕΠ (Διοικούσα Επιτροπή Εκλογικής Περιφέρειας) και όλη η Νομαρχιακή οργάνωση της ΝΔ Άρτας, τι άλλο περιμένουν να μάθουν για να αποφασίσουν να βοηθήσουν στην κάθαρση, όπως οι Βρεττανοί ομόλογοί τους; Γιατί ας μην έχουν Αμφιβολίες πολλές, Αμφιβολίες τρελές. Όσο μένουν αδιαμαρτύρητα σ’ ένα κόμμα αναξιοπρεπές, χάνουν και την δική τους αξιοπρέπεια.
Αθώος, λόγω Αμφιβολιών