Αφιέρωμα του Βασίλη Τάτση
«Μην αμελείτε. Το μέλλον έχει πολλή ξηρασία»
Το φετινό Φεστιβάλ ΚΝΕ- ΟΔΗΓΗΤΗ γίνεται σε μια πολύ δύσκολη κοινωνική και ιστορική περίοδο. Η πρόσκληση στην Μελίνα Κανά, στον Βαγγέλη Κορακάκη και στον Γιώργο Νταλάρα είναι μια επιλογή με πολιτισμικό και συμβολικό χαρακτήρα. Είναι μια τιμή στο λαϊκό τραγούδι που εκφράζει και στηρίζει την ψυχή του λαού μας. Στο λαϊκό τραγούδι που είναι μνήμη, ιστορία, συλλογικότητα και ταυτότητα.
Ο Βαγγέλης Κορακάκης είναι ένας αυθεντικός λαϊκός συνθέτης που με τις νότες και τους στίχους του φτιάχνει «θαλασσινά παλάτια με κύματα ντυμένα». Για τον Γιώργο Νταλάρα έχουν γραφεί πολλά, αλλά δεν έχει γραφεί τίποτα. Το σεργιάνι στον κόσμο αυτής της κορυφαίας προσωπικότητας είναι μια θαυμαστή και δυσερμήνευτη περίπτωση δημιουργίας, σπουδής, σεβασμού, απλότητας και γενναιότητας με γνώμονα πάντα το ελληνικό τραγούδι, που το λύτρωσε από τα αλαζονικά στολίδια των νυχτερινών κέντρων και το αναζωογόνησε στα φοιτητικά αμφιθέατρα, στις μπουάτ και στις μεγάλες πλατείες, όπου τα τραγούδια μας γελούνε και κλαίνε με τη δική μας φωνή, με τις δικές μας μαρτυρίες που έσωσε ο Καιρός και η σίγουρη ακοή των μακρινών ανέμων.
Το ελληνικό πρόσωπο του Γιώργου Νταλάρα
Μας γέμισε μεγάλη χαρά η είδηση του «Ταχυδρόμου»: «Με Γιώργο Νταλάρα φέτος το Φεστιβάλ της ΚΝΕ ΟΔΗΓΗΤΗ!». Είναι μια είδηση προάγγελος μιας αγαπημένης παρουσίας στη μικρή μας Άρτα – την Άρτα τη μεγάλη όμως στην ιστορία και στη διαχρονία του πολιτισμού – του κορυφαίου των καλλιτεχνών με τη λυγμική του φωνή, την ελκυστική σκηνική του παρουσία, το εύρος του και την ποιότητα προσφοράς του και δημιουργίας.
Ο Γιώργος Νταλάρας, μικρό παιδί στην Κοκκινιά άρχισε μόνος του «με νυχτέρια ατέλειωτα μέσα στα σπλάχνα» να γράφει το βιβλίο της ζωής του. Και σαν σύννεφο απ’ τον καιρό, με μια θέληση οδυσσειακή άρχισε να περπατάει σ’ όλη τη γη θηρεύοντας γνώσεις, διατρέχοντας με μεγάλες ταχύτητες αποστάσεις, όρια, μεγέθη, ή αυτό που θα ΄λεγες αλλιώς νόημα και μεγαλείο ζωής.
Πολλοί δημοσιογράφοι στις συνεντεύξεις τους κάνουν το λάθος να τον ρωτούν «πώς χτίζει τον μύθο του» με πενήντα και πλέον χρόνια συνεχούς ανόδου. Κι αυτός, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή είναι τρυφερός και ευγενής, στο άκουσμα της ερώτησης ενοχλείται. Και δικαίως. Γιατί ο Γιώργος, όπως θέλει να τον λένε, δεν έχτισε ποτέ κανένα μύθο.
Έχτισε και χτίζει τη ζωή του.
Έχτισε και χτίζει τις ζωές μας.
Έχτισε και χτίζει τη ζωή του μ’ αγρύπνια και μαράζι. Με τα δικά του χέρια. Με το δικό του μυαλό. Και μ’ εκείνα τα πρώτα σκληρά υλικά που η μητέρα του τον έμαθε να τα πλάθει με υπομονή, αγάπη και φως. Κι αυτά τα υλικά τα έκανε με την πολύχρωμη φωνή του νότες και μουσικές, ποίηση και παρασημαντική της τέχνης του.
Γιατί η ορφική φωνή του Γιώργου Νταλάρα δεν εμπεριέχει μόνο τον απόηχο της ποίησης που έχει τραγουδήσει. Αρθρώνει και τη συνείδηση που εκείνη η ποίηση κατάφερε να διαπλάσει.
«Ένα θησαυρό χαμένο θα γυρεύω μια ζωή»
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, μέσα δεκαετίας του ’70. Την ώρα που διέσχιζα το μεγάλο αμφιθέατρο για να παραδώσω το γραπτό της εξέτασής μου, ένιωθα να παρακολουθεί τα βήματά μου ένα μελαγχολικό πρόσωπο, το ίδιο πρόσωπο στα πρόσθετα εξώφυλλα όλων των βιβλίων που τα αφήναμε τότε στο δάπεδο, δίπλα στα θρανία μας.
Ήταν το πρόσωπο του Γιώργου Νταλάρα που μου πρωτομίλησε στα δύσκολα εφηβικά μου χρόνια με το αδύνατο σώμα του, την παραπονεμένη φωνή του και τα θλιμμένα μάτια του που τότε τα έριχνε καταγής, από συστολή δεν κοιτούσαν ποτέ το φακό και την κάμερα.
Κάπου στα 1977, πήγα στην Αθήνα να δω από κοντά τον «ωραίο σαν μύθο» αγαπημένο μου τραγουδιστή. Ήταν τότε που εμείς οι φοιτητές δεν μπορούσαμε να περάσουμε ούτε απ’ έξω από τα κοσμικά μαγαζιά των λεγόμενων «λαϊκών» τραγουδιστών που, δυστυχώς, διατήρησαν ψευδεπίγραφα αυτόν τον τίτλο σε ολόκληρη τη ζωή τους. Ο Γιώργος Νταλάρας με μια γενναία απόφαση είχε στραφεί ήδη στις μπουάτ, όπου ένα γεμάτο πρόγραμμα μουσικής διδασκαλίας μπορούσες να το απολαύσεις με μια πορτοκαλάδα. Σε μια τέτοια μπουάτ στην Πλάκα πήγα να τον δω.
Είναι περιττό να περιγράψω τι αισθάνεται ένας θνητός όταν βλέπει τον Γιώργο Νταλάρα να τραγουδάει από απόσταση αναπνοής.
Από τότε έχω την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση ότι, κάθε φορά που παραμονεύει ο φαρμακωμένος καιρός δίπλα μου, ακούω τη φωνή του, πως ο λυγμός του είναι ο αντίλαλος που βγαίνει απ’ την απώλεια, πως τα κύματα της θάλασσας είναι οι στίχοι του Μάνου Ελευθερίου, πως ο βοριάς ακούγεται σαν το τρίξιμο των δαχτύλων του στις χορδές, πως οι λαικοί του «δρόμοι» είναι η εξερεύνηση της φιλοσοφίας και της ζωής δια μέσου της μουσικής.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα μήπως ψυχή είναι η άυλη εκείνη δύναμη που διαχέεται με τη φωνή, τις νότες, τη λάμψη των στίχων και τη μαγεία της μουσικής, διαπερνά τις αποστάσεις κι ενώνει τους ανθρώπους κάνοντάς τους να νιώθουν αδέλφια!
Ένας Έλληνας πολίτης
Η ζωή είναι σκληρή. Και η ελληνική ιστορία και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως. Κάποιοι άνθρωποι που ανήκουν στις φωτεινές εξαιρέσεις κάνουν τον πόνο τραγούδι και μας μαθαίνουν ν’ αντέχουμε, να τραγουδάμε και ν’ αγαπούμε τη ζωή και τον τόπο μας. Ο κ. Γιώργος Νταλάρας είναι ένας από αυτούς. Προικισμένος μ’ ένα εγγενές φως άλλαξε τη μοίρα του με τα χέρια του και το μυαλό του, κι έγινε πρεσβευτής του ελληνικού πολιτισμού και Πρεσβευτής Καλής Θέλησης για τους θλιμμένους αυτής της ζωής.
Είναι γνωστό πως την Παιδεία μέσα σε μια κοινωνία δεν την εισπράττει κανείς μόνο από τα Σχολεία. Αρκετά παιδιά της γενιάς μου, όταν ήμαστε φοιτητές, πήραμε μαθήματα όχι μόνο από τους καθηγητές των Σχολών μας, αλλά και από μουσικούς όπως ο κ. Νταλάρας. Διδαχθήκαμε, επίσης, από τους «καθηγητές» αυτής της μεγάλης μουσικής σχολής που μεγαλουργούσε κατά τον προηγούμενο αιώνα, τον Θεοδωράκη, τον Χατζηδάκι, τον Ξαρχάκο, τον Λοίζο, τον Κουγιουμτζή, τον Καλδάρα, τον Ελευθερίου και τον Παπαδόπουλο. Αυτή η ομάδα έχει καταγραφεί στη συνείδησή μας ως ένα άλλο Πανεπιστήμιο που μας μύησε στην αναζήτηση του καλού τραγουδιού, στην κοινωνική ευαισθησία, στην πολιτική σκέψη και στην Ιστορία του τόπου μας. Τα γράφω αυτά, γιατί η ελληνική κοινωνία μού φαίνεται πως έχει αρχίσει να ξεγράφει κληρονομιές, χωρίς να είναι σίγουρο ότι μπορεί να τις αντικαταστήσει με καινούριες.
Ο Γιώργος Νταλάρας συνεχίζει όμως με την ορμή ενός εφήβου και με μια μελαγχολία ακό- μη στην άκρη των ματιών του – σημάδι πως δεν τον πρόδωσε η μνήμη. Του στέλνω, λοιπόν, από το μακρινό χωριό μου τη φιλία μου και τα συγχαρητήριά μου, αφού οι χιλιομετρικές και οι κοινωνικές αποστάσεις στην Ελλάδα παραμένουν μεγάλες και μ’ εμποδίζουν να του σφίξω το χέρι.
Βασίλειος Τάτσης
(Δημοσιεύθηκε στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Δεκέμβριο του 2006)
Η μουσική θα είναι πάντα το μέλλον
Ο Γιώργος Νταλάρας «εκόμισε εις την Τέχνην» πρώτον με τη φασματική του φωνή, δεύτερον μ’ εκείνο το Σωκρατικό «μουσικήν ποίει και εργάζου», τρίτον με την εμμονή του να ξεπερνάει διαρκώς τον εαυτό του, και τέταρτον με μια εγγενή αίσθηση ευθύνης απέναντι στη μουσική, στην ιστορία και στους ευάλωτους ανθρώπους.
Η σχέση του με το λαϊκό τραγούδι είναι μια σχέση «κυτταρικής μνήμης». Είναι μια σχέση ου διαμορφώθηκε από τα ακούσματά του τα οποία εσωτερίκευσε από τα τρυφερά του χρόνια μέσα σε μια βιόσφαιρα αυθεντική, όπου τα τραγούδια γεννιούνταν μέσα σε ένα ζωντανό πλέγμα κοινωνικής συνάφειας.
Με άλλα λόγια, το λαϊκό τραγούδι που διακονεί ο Γιώργος Νταλάρας είναι «μαρτυρία». Είναι η ενσυναίσθητη απόλαυση μιας διαδρομής με ιστορικά δομικά στοιχεία. Ο Λειβαδίτης, ο Θεοδωράκης, ο Βίρβος, ο Δερβενιώτης, ο Κολοκοτρώνης, η Μπέλλου, ο Τσιτσάνης, ο Κορακάκης, το «Λαύριο», το «Πέραμα», «η δουλειά κάνει τους άντρες’, το «χαίρε φτώχεια», «Το Χαιδάρι», για να θυμηθούμε ανακατεμένα δημιουργούς και τραγούδια, είναι ένα ψηφιδωτό ήχων, φωνών και χρωμάτων, βιωμάτων, διαμαρτυριών, ονείρων, αιμάτων, εκτελέσεων, ελπίδων, προσδοκιών.
Είναι η ταυτότητά μας. Μ’ αυτό το λαϊκό τραγούδι έρχεται ο Γιώργος Νταλάρας στην πόλη μας, σε μια πολύ δύσκολη κοινωνική και ιστορική περίοδο. Ακριβώς γι αυτό πιστεύω πως θα δώσει έμφαση στα λαϊκά τραγούδια με έντονα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, όπως τα τραγούδια διαμαρτυρίας του Μάνου Λοΐζου, του Φώντα Λάδη, του Θάνου Μικρούτσικου και του Κώστα Τριπολίτη. Σήμερα, λοιπόν, που άλλαξαν τ’ ανεμολόγια και οι ορίζοντες της ιστορίας, είναι και πάλι ζωτική η ανάγκη να σμίξουμε, να τραγουδήσουμε και να προβληματιστούμε γι αυτόν «τον άγριο καιρό που αφήνουνε τον κόσμο να χαθεί στους δρόμους της βροχής και του ανέμου, και για της μοίρας μας το τραύμα το βαθύ που διαδίδεται, δυστυχώς για άλλη μια φορά, με τύμπανα πολέμου».
Δεν έχω μάτια να σε δω…
(Από το βιβλίο του Θανάση Λάλα «Και το καλοκαίρι κρυώνω»)
Ερώτηση: Θυμάστε πού πρωτοσυναντήσατε τον Κουγιουμτζή;
Τον συνάντησα στο σπίτι του στην Κυψέλη. Μ’ είχε στείλει ο Μάτσας μετά την άρνησή μου να συνεχίσω να τραγουδάω αν δεν έβρισκα καλύτερα τραγούδια. Μιλήσαμε λίγο, τον άκουσα με συγκίνηση, μου έπαιξε ένα τραγούδι… «δεν έχω μάτια να σε δω…» Ένιωσα την ψυχή μου να ζεσταίνεται, το σιγοψιθύρισα, μου χαμογέλασε και ήρθε η λύτρωση! Μετά από μια δυο ώρες το ένιωσα ότι αυτός είναι ο άνθρωπός μου κι εγώ ο δικός του.