Εχουμε χίλιους λόγους να είμαστε υπερήφανοι ως Έλληνες. Ένας από αυτούς εκτιμώ ότι είναι και τα λαϊκά πανηγύρια μας.
Μεγάλωσαν γενιές, χάραξαν αναμνήσεις, στιγμάτισαν εποχές, συγκίνησαν και θα συγκινούν στο πέρασμα του χρόνου. Ήταν πάντα μια κοινωνική εκδήλωση στην οποία η Ελλάδα φορούσε τα καλά της και συνέδεε το παρελθόν με το παρόν. Ήταν ο πιο δυνατός κρίκος στην αλυσίδα του καλοκαιριού και της μουσικής μας παράδοσης.
Μέσα στην ομορφιά της φύσης, οι πανηγυριώτες άπλωναν τα συναισθηματικά τους φορτία με τη συνοδεία τραγουδιών λεβεντιάς, καημού και συγκίνησης. Οι χορευτές απογειώνονταν από τα γλυκά γυρίσματα του κλαρίνου και των άλλων μουσικών οργάνων, με στίχους που μιλούσαν στην καρδιά και οδηγούσαν το μυαλό σε κόσμους φωτεινούς και χαμογελαστούς. Χάραζαν τα ίχνη τους στους δρόμους του χρόνου, πάνω στα πλακόστρωτα των πλατειών και έπαιρναν το βάπτισμα νωρίς από τα παιδικά τους χρόνια. Ήταν μια διαδικασία που διαπερνούσε όλους τους πόρους των αισθήσεων. Γλεντούσαν με την ψυχή τους, γιόρταζαν, έπαιρναν τη ζωή μέρα με τη μέρα και ευχαριστιόνταν με τα λίγα χωρίς την καταναλωτική αφθονία.
Όλοι αυτοί οι ταπεινοί άνθρωποι ανέβαιναν στους ουρανούς όταν ερχόταν η σειρά τους για να μπουν στο χορό. Τα βλέμματα πότε χαμηλωμένα και πότε ολόισα συναντιόταν στον χωροχρόνο της ζωής και τα χέρια έσμιγαν δυνατά χωρίς φόβο. Οι σταυραετοί στα χωριά μας κρυφάκουγαν τα μεράκια των ανθρώπων και οι Θεοί του Ολύμπου ευφραίνονταν.
Το καλοκαίρι που έφυγε δεν ήταν πέρασμα χαράς. Τα παλιά πανηγύρια πάνε να γίνουν μύθος και οι κύκλιοι χοροί έγιναν θηλιά στο λαιμό των παλιών γλεντιστάδων και τους πνίγουν. Ασφαλώς η πανδημία και οι επιπτώσεις του πολέμου έπαιξαν καθοριστικό λόγο, όμως δεν έφταιξε μόνο αυτό. Πάνε αρκετά χρόνια τώρα που, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, οι μειλίχιες μελωδίες έγιναν άγριες κραυγές με συνοδεία ηλεκτρικής μουσικής. Αντί για Ηπειρώτικο πεντατονικό ρυθμό, έχουμε ηχορύπανση με συρτά σαν σε κόρνες περιφερόμε- νων μανάβηδων.
Τα ημερήσια γλέντια στα γραφικά ξωκλήσια ανάμεσα σε ράχες και υψώματα εξαφανίστηκαν, κανείς δεν μπορεί να χορέψει με παραγγελιά στον «τόπο», ο κόσμος νομίζει ότι ακούει δημοτικά μέσα από συμπληγάδες χειλιών και πίσω από μικρόφωνα που δεν αγγίζονται οι μουσικοί θησαυροί μας. Οι νέοι μας έχουν μυηθεί στα λεγόμενα λαϊκοδημοτικά με τα οποία περιφέρονται χωρίς συναίσθημα, καλαισθησία και Ελληνικότητα. Δεν μπόρεσαν να αγαπήσουν τη μουσική μας παράδοση, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες μερικών πολιτιστικών συλλόγων που σέβονται το ρόλο τους, γιατί έχασαν τα βιώματα κι έτσι δεν ρίζωσαν και δεν γεύτηκαν την ιαματική τού πραγματικού γλεντιού.
Ο λαϊκός χορός πήρε άλλη έκφραση, η συνοχή της κοινότητας χάθηκε και οι σχέσεις άλλαξαν. Συμπατριώτες μας των πενήντα και εξήντα συν μπορεί να λαχταρούν αυτό που χάνεται, αλλά τι μπορούν να κάνουν; Οι μεγάλες πλατείες και οι ανοιχτοί χώροι άλλα έχουν να μας μολογήσουν. Πέραση έχουν τα καγκέλια, τα σκυλοδημοτικά αναλώσιμα άσματα και εσχάτως η μόδα τράπερ (το γράφω καλά;). Οι άναρθρες κραυγές συναγωνίζονται τα ντεσιμπέλ, ο στίχος εξευτελίζει τη γλώσσα και η ενδυμασία εκχυδαΐζει τη θηλυκότητα σε πίστες κερδοσκοπίας. Συνηθίσαμε να βλέπουμε στο διαδίκτυο κι άλλα τραγελαφικά σχετικά με την διασκέδαση. Ενδεικτικά αναφέρω την είσοδο στο πατάρι του star τραγουδιστή με γερανό, παίξιμο κλαρίνου με τη μύτη, βουνά από σαμπάνιες που κρύβουν τους καλλιτέχνες και εντυπωσιακά τσιφτετέλια από άνδρες. Κι όποιος μεταξύ των αναγνωστών έχει βρεθεί σε νησιώτικο πανηγύρι τελευταία, σίγουρα θα έχει απογοητευτεί. Μόνο τοπικό χρώμα δεν έχουν τα τραγούδια που ακούγονται.
Το έχουμε πάρει συνήθειο και γκρινιάζουμε διαρκώς εμείς οι Αρτινοί γιατί τα Ζαγόρια, τα Πωγώνια και η περιοχή της Κόνιτσας έφυγαν τόσο μπροστά. Σε όλα τα χωριά εκεί το λαϊκό πανηγύρι με την παλιά του αίγλη παραμένει το γεγονός της χρονιάς. Το Ελληνικό δημοτικό τραγούδι και χορός δεν είναι απλά μέσο ψυχαγωγίας αλλά θεατρική παράσταση, πάθος, έκσταση, συναισθηματική και καλλιτεχνική παιδεία. Το λαϊκό κλαρίνο, το βιολί, το λαούτο και το ντέφι βγάζουν νότες που κυλούν στο αίμα μας.