Ηταν ένα μελαγχολικό φθινοπωρινό σούρουπο του 1973. Τέλειωνα τότε την τελευταία τάξη του εξαταξίου 2ου Γυμνασίου Αρρένων Άρτης, το οποίο λειτουργούσε πρωί – απόγευμα.
Ο φιλόλογος καθηγητής μας, ο αείμνηστος Γεώργιος Κοίλιας, μάς είχε μοιράσει τα τετράδια με την πρώτη μας έκθεση εκείνης της σχολικής χρονιάς, κι εγώ είχα υποστεί το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο της ζωής μου. Γιατί, ενώ μέχρι τότε είχα την ψευδαίσθηση ότι έγραφα καλές εκθέσεις, αρκετές μάλιστα τις διάβαζαν οι προηγούμενοι καθηγητές μου στην τάξη, αυτή τη φορά το τετράδιό μου ήταν γεμάτο κοκκινάδια και μισή σελίδα παρατηρήσεις.
Ο καθηγητής μου μού ζήτησε να μην βγω έξω στο διάλειμμα. Με πλησίασε, λοιπόν, και μου είπε επί λέξει «παιδί μου έτσι όπως γράφεις δε θα περάσεις στο Πανεπιστήμιο». «Γιατί κύριε», τον ρώτησα ξεψυχισμένος. «Γιατί, παιδί μου, η έκθεση δεν είναι λογοτεχνία, είναι δοκίμιο».
Εγώ πρώτη φορά άκουγα τη λέξη «δοκίμιο». Αυτός άρχισε εκεί να μου εξηγεί τη διαφορά, τονίζοντάς μου την ανάγκη να αλλάξω την οπτική μου, τον τρόπο σκέψης μου και γραφής.
Ω, Θεέ μου! Πώς να αλλάξω μέσα σε λίγους μήνες πριν τις Γενικές Εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο, χωρίς φροντιστήρια, χωρίς βοηθητικά βιβλία, χωρίς τίποτα! Μ’ έπιασε απελπισία.
Τελικά τα κατάφερα. Κι αυτό το οφείλω μόνο στα δικά του μαθήματα, τα οποία παρακολουθούσα με ευλάβεια, όχι μόνο εγώ αλλά ολόκληρο το τμήμα μας περίπου πενήντα μαθητές, μέσα σε μια απόλυτη σιωπή και σεβασμό, όπου ακόμη και καρφίτσα να έπεφτε στο δάπεδο, θα ακουγόταν.
Εκείνο το μελαγχολικό απόγευμα συντελέστηκε μια από τις μεγαλύτερες στροφές στη ζωή μου δια μέσου της έκθεσης, με την προσπάθειά μου πλέον να μην έχει σκοπό τις λυρικές περιγραφές και τα σχήματα λόγου, αλλά τη μαθηματική σκέψη, το επιχείρημα, και την έκφραση όχι «με το φλούδι των λέξεων αλλά με τη σάρκα τους», όπως το λέει ο Γιώργος Σεφέρης.
Πολλά χρόνια αργότερα το μάθημα αυτό παραμένει παρεξηγημένο, υποτιμημένο και ανεπιθύμητο, με τα γνωστά αποτελέσματα στις πανελλαδικές εξετάσεις. Οι αιτίες είναι πολλές και σύνθετες. Νιώθω την ανάγκη, όμως, να τονίσω με επιφύλαξη πάντα, μια παραγνωρισμένη πτυχή του. Όλα αυτά τα χρόνια που υπηρετούσα στη Β/θμια Εκπαίδευση παρατηρούσα ότι οι συνάδελφοι μαθηματικοί, φυσικοί, χημικοί, ενέτειναν τις απαιτήσεις των μαθημάτων τους, με αποτέλεσμα το επίπεδο, όπως λέμε, να ανεβαίνει συνεχώς. Το αντίθετο συνέβαινε και συμβαίνει με το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας, μέσα στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η Έκθεση, ένα μάθημα κομβικής σημασίας για την προ- σωπικότητα του νέου ανθρώπου, ο οποίος συμβιβάζεται πια με τη λογική, «έλα μωρέ, έκθεση είναι κάτι θα γράψω».
Δεν χρειάζεται, νομίζω, να παραθέσω επιχειρήματα για να πείσω ότι η ικανότητα του ανθρώπου να σκέφτεται συγκροτημένα και να εκφράζεται λογικά, ταυτίζεται με κάθε πτυχή της ζωής του, την προσωπική, τη συζυγική, την κοινωνική και, πάνω απ’ όλα, την πολιτική με την ευρεία έννοια του όρου.
Αυτές τις ημέρες συζητιέται το νομοσχέδιο για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Προσπάθησα να ενημερωθώ παρακολουθώντας το βήμα της Βουλής. Με όλο το σεβασμό προς τους αιρετούς μας εκπροσώπους όλων των κομμάτων, οι ομιλίες των περισσοτέρων ήταν κακές εκθέσεις και μάλιστα πολλές εκτός θέματος, βγαλμένες από εκθεσιολόγια της ναφθαλίνης. Ο περισσότερος χρόνος αναλώθηκε στη γνωστή δήλωση βουλευτή του Σύριζα για την Υπουργό Παιδείας. Κακή, κάκιστη δήλωση, αλλά η κοινή λογική λέει πως το θέμα μας είναι άλλο και μάλιστα απείρως πιο σοβαρό. Πού πήγε αυτή η κοινή λογική; Το γνωρίζω πολύ καλά πως δεν έχω το κύρος να συμβουλέψω κανέναν, αλλά θα ήθελα να τους συστήσω να αφήσουν –επιτέλους- την ξύλινη γλώσσα και τις μικροκομματικές σκοπιμότητες, η κοινωνία κουράστηκε, δεν τα αντέχει πια αυτά, και επιζητεί να μιλήσουν αληθινά με την ψυχή τους και με βάση τα προβλήματα και τις εμπειρίες των παιδιών τους.
Τα ίδια και χειρότερα με μια εκπομπή της ΕΡΤ, όπου συμμετείχαν γνωστοί και καταξιωμένοι δημοσιογράφοι. Χρόνια και δεκαετίες τώρα, οι ίδιες κοκορομαχίες, οι ίδιες αγενείς διακοπές από ηλεκ- τροφωτισμένους πρωταγωνιστές του δημόσιου βίου που είναι σίγουρο πως δεν διάβασαν και δεν αξιολογήθηκαν καθόλου στα λυκειακά τους χρόνια στη βασική ενότητα του βιβλίου «Διάλογος- Συζήτηση».
Αλλά και παντού, όπου σταθείς, θα διαπιστώσεις πως ό,τι πιο ιερό κουβαλάει ο άνθρωπος μέσα του, πλαστική σκέψη, σύνθετη γνώση, φιλοσοφία, έφε- ση και έμπνευση, όλα παραμένουν εν υπνώσει υποταγμένα σε μια τεχνοκρατική έως κυνική αντίληψη και σε μια ανεπαρκή μαθητεία ζωής, σε μια εκτεθειμένη έκθεση βίου όπου κυριαρχούν οι εντυπώσεις και όχι η ουσία.