Μ’ αντάρα, πλίχουρα και μπόρα κι ανάλογα μα κάθε μέρα με το κοιμισμένο του βήμα, λες κι έπεσε σε αυτολύπηση μάζευε των ανθρώπων τις βρωμιές το κάρο της Δημαρχίας.
«Πότε…;». «Τί πότε; Πριν γίνουν οι Δημαρχίες κάρα». Παλαντάριζαν οι ρόδες του στης σκαμνιάς τα καβαλέτα, εναρμονισμένες με την πείνα και την νωχελικότητα της εποχής περιδιαβαίνοντας τους φτωχικούς μαχαλάδες των κατατρεγμένων.
Έτρεχαν στο κατόπι του τα πιτσιρίκια, παρατώντας τις αμάδες, ελπίζοντας και γελώντας πάντα πως σήμερα θα χορτάσουν καβαλούντζα. Φίδι κολοβό το καμουτσίκι του καροτσέρη, σφύριζε στον αέρα, θέλοντας να κάνει πάντα αισθητή την… αγαθή του παρουσία. Γούρλωνε και τα μάτια τάχα από έκπληξη άμα πέρναγε δίπλα του καμιά ομορφούλα, φορτωμένη με το ζαλίγκι της ανάγκης. Φτερούγιζε κι η καρδιά του στο χλιμίντρισμα του αλόγου, κάθε που αποβραδίς αντίκριζαν την παράγκα τους, ίδια και στην ίδια μεριά να τους περιμένει, ανεπηρέαστη από τις μορφές του σκοταδισμού και την αυθαιρεσία του ολοκληρωτισμού… λίγο πριν την Κατοχή.
Αγκομάχαγε το άλογο βαριά στην ανηφόρα της συνήθειας φορτωμένο με τους γκαζοτενεκέδες των καιρών, τον επιτάφιο θρήνο του παρελθόντος, τα παράπονα του κοσμάκη, τις βλαστήμιες της Χωροφυλακής, τα νταραβέρια των μαυραγοριτών, την αδιαφορία των δωσίλογων κι όλο η ζώστρα έσφιγγε στα παραλυμένα πλέον πόδια του αλόγου.
Σέρνονταν (τη χρονιά που αρνιόνταν ο Χριστός να αναστηθεί) τα πόδια των πτωμάτων ανάμεσα στις μαγαρισιές των δρόμων, τα σταυροκοπήματα των χριστιανών, την μοσχοβολιά της πασχαλιάς που ανακατεύονταν με του ναζισμού την μπόχα, μέχρι της λύτρωσης το λάκκο τον ομαδικό. Εκεί στον λάκκο των πεινασμένων στοχαστών, των τρεχούμενων νοημάτων, των παπάδων, των δασκάλων, της μαμής και της λεχώνας των καθάριων ιδεών, της γινομένης και της άγουρης γνώμης των αγροτών και των εργατών, των άθεων και των πιστών, έστηνε κάθε στο σουρούπωμα χορό η μαύρη και η γαλάζια καταχνιά. Εκεί λύγισαν και τα γόνατα του αλόγου όχι από σαλαντζιά, αλλά από θλίψη, γεράματα και πείνα. Εκεί από τον ίδιο λάκκο των σκελετών και της ορφάνιας ξεπήδησε ύστερα από λίγο και η αντίσταση του λαού καταμεσής της κατοχής.
Εκεί που κάθε μέρα εμείς οι πεντέξι ως απελπισμένες Πηνελόπες περιμένουμε υπομονετικά τον Οδυσσέα (όχι εκειόν του Ομήρου αλλά ετούτον εδώ τον καφετζή που ξεχνιέται κάπου – κάπου, που ανακατώνει ζέρβια τους καφέδες και… δεν έρχεται ποτέ). Εκεί στην σκιά του πλάτανου, εμείς τα κάρα της Δημαρχία (έτσι μας αποκαλούν) αλαφιασμένοι εκ προθέσεως στην προοπτική του μνημονιακού ξεχαρβαλώματος των… κάρων επαναστατούμε στο ξέσπασμα του καινούργιου πολέμου (Ουκρανία) περιμένοντας τον… Οδυσσέα ακόμα.