Λίγο πολύ όλοι μας πια έχουμε αντιληφθεί πως μπήκαμε σε μια εφιαλτική περίοδο της ιστορίας.
Οι αναλύσεις μας όμως, αρχίζουν και τελειώνουν με τις γεωστρατηγικές ανακατατάξεις, τα συμφέροντα που δε θα πάψουν ποτέ να υπάρχουν και να θεριεύουν, και τον ολοκληρωτισμό του Πούτιν. Έτσι στις καφετέριες, στο FB, στις παρέες και στη συνομιλία με τη συνείδησή μας «αναλύουμε», συμφωνούμε, διαφωνούμε, δικάζουμε, καταδικάζουμε. Κι εκεί βάζουμε μια μεγάλη τελεία. Αν, βέβαια, καταφέρουμε να φτάσουμε μέχρι εκεί.
Ούτε στην κεντρική πολιτική σκηνή, αλλά ούτε και στις άλλες μικρότερες συλλογικότητες, υπάρχει διάθεση για βαθύτερη κατανόηση των όσων συμβαίνουν γύρω μας. Κι αυτό, αναλογικά, είναι το ίδιο επικίνδυνο με τον πόλεμο, με το κάθε πόλεμο, με την αδιανόητη εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία αλλά και με την επικίνδυνη στάση των ΗΠΑ και της Δύσης, που αντί να προκρίνουν την επείγουσα διπλωματία, όπως υποστηρίζει ο Νόαμ Τσόμσκυ, κλιμακώνουν τη στρατιωτική ένταση.
Οι κοινωνίες παρακολουθούμε αυτή τη στρατιωτική κλιμάκωση είτε αδιάφορα, είτε μοιρολατρικά. Συμπεριφερόμαστε σαν να έχουμε ξαναμπεί σ’ έναν «μεσαίωνα», απεμπολώντας την ευθύνη μας απέναντι στην ιστορία και τον κόσμο, απέναντι στα παιδιά μας και στο μέλλον του πλανήτη.
Η μεγαλύτερη απόδειξη του παραλογισμού στον οποίο έχουμε φτάσει και πάλι είναι ότι, ενώ ολόκληρη η ανθρωπότητα θα ‘ πρεπε να συνεργάζεται για τη σωτηρία του πλανήτη, επιμένει να ακολουθεί τον ίδιο δρόμο και να επαναλαμβάνει τα ίδια φοβερά ιστορικά λάθη.
Το 2007 είχα δημοσιεύσει στον «Τ» ένα άρθρο με τίτλο «Πώς η Ιστορία γίνεται σιωπή». Αφορμή για το άρθρο εκείνο ήταν η άμεση και έμμεση εμπειρία μου από τη συμπεριφορά των μαθητών κατά τις ώρες διδασκαλίας του μαθήματος της ιστορίας σε αρκετά Λύκεια της πατρίδας μας στα οποία έτυχε να υπηρετήσω. Για δεκαετίες, λοιπόν, η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών, παγιδευμένη στο εξετασιοκεντρικό σύστημα, θεωρούσε και θεωρεί κατάκτηση του μαθητικού κινήματος ή του «κινήματος» ελευθεριότητας ή της ανοχής των συναδέλφων καθηγητών, ότι αυτές τις ώρες έχουν το «αναφαίρετο δικαίωμα» να λύνουν ασκήσεις μαθημάτων κατεύθυνσης ή να παίζουν με το κινητό ή να φωνασκούν.
Τα ίδια και χειρότερα συμβαίνουν μέχρι σήμερα με κύρια ευθύνη των εκάστοτε ηγεσιών του ΥΠΕΠΘ, το οποίο έχει την κύρια ευθύνη, επαναλαμβάνω, για την αλλοτρίωση της εκπαίδευσης και την «Εκπαίδευση της αμάθειας», κατά τον Ζαν Κλωντ Μισεά. Έτσι, λοιπόν, για αρκετές δεκαετίες χιλιάδες παιδιά αποφοιτούν από τα Λύκειά μας χωρίς στοιχειώδεις ιστορικές γνώσεις που αποτελούν την προυπόθεση για τη διαμόρφωση πολιτικής συνείδησης. Κάτι ανάλογο συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, όπου από την εποχή Ρήγκαν, οι ΗΠΑ έδωσαν το σύνθημα για την υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών και της Γενικής Παιδείας σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το γνωρίζω πολύ καλά πως λίγοι συμφωνούν με τις απόψεις μου και πολλοί με θεωρούν υπερβολικό. Όμως, είναι αποδεδειγμένο ιστορικά ότι οι μεγάλες κρίσεις και τα μεγάλα δεινά εκρήγνυνται και διογκώνονται σε ιστορικές περιόδους που οι κοινωνίες έχουν μεγάλα ελλείμματα Παιδείας, ελλείμματα τα οποία επιφέρουν ανορθολογισμό, οίηση, ασυνεννοησία, ανισότητες, ρήγματα, αποπροσανατολισμό, ατομικισμό, αδράνεια, ισοπέδωση, μηδενισμό, μοιρολατρία.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, ο σύγχρονος άνθρωπος παύει να λειτουργεί ως υποκείμενο της Ιστορίας. Αδυνατεί να ακούσει και να συνειδητοποιήσει πως και «η πιο μεγάλη πορεία στον κόσμο αρχίζει μ’ ένα μικρό βήμα», όπως υποστήριζε με συνέπεια ο Γκάντι. Αυτή τη φωνή της ιστορίας δεν μπορούν να την υποκαταστήσουν οι σκόρπιες και αντιφατικές μεταξύ τους αναλώσιμες πληροφορίες, με τις οποίες βομβαρδιζόμαστε καθημερινά. Για να γίνει κάποιος πολίτης ικανός να συμμετέχει θετικά στις εξελίξεις, οφείλει να αφομοιώσει τη δυναμική της ιστορίας -αυτό που ονομάζουμε ιστορικότητα -η έλλειψη της οποίας οδηγεί σ’ έναν κοσμικό μεσσιανισμό, στο τέλος του οποίου ελλοχεύει νομοτελειακά μια μεγάλη τραγωδία.