«Καλώς όρισες, Ανθή. Πόσο χαιρόμαστε κάθε φορά που σε βλέπουμε στην Πατρίδα και σε γνώριμα στέκια!»


«Εγώ να δείτε πόσο χαίρομαι. Μαζεύω τον χαμένο μου χρόνο, γιατί ο τόπος που γεννιέσαι παραμένει ένας ζωντανός μεγάλος έρωτας. Γαληνεύω, ηρεμώ, νιώθω ελεύθερη και συντελούνται μέσα μου μεγάλες συναισθηματικές εκρήξεις. Ζούμε καιρούς βίαιους, μίζερους, κυνικούς και παίρνω ζωή από την ενέργεια του προικισμένου τόπου μας. Τι κι αν ταξιδεύω πολύ, τι κι αν περνώ καλά στον τόπο που ζω μόνιμα. Εδώ βρίσκω τον εαυτό μου, έχω τις μεγάλες μου αγάπες, κι έτσι ξανασυνδέω την ψυχή με την αγαπημένη μου γειτονιά».
Η καλή μας Ανθή δεν ζει μόνιμα στην Πατρίδα. Σπουδές, εργασία, γάμος κι άλλες ανάγκες την κράτησαν μακριά. Απόκτησε όλα τα καλά του κόσμου και φαίνεται ότι κρατεί δυο θέσεις στη ζωή της.
Μετακινούνται οι άνθρωποι επί της γης και αλλάζουν πόλη, χώρα ή και ήπειρο. Αντικρίζουν άλλον ήλιο και βρίσκουν καινούργια πατήματα εκεί που η μοίρα τούς έταξε. Τακτοποιούν τα συναισθήματά τους και η καρδιά είναι αυτή που οδηγεί τις αντιδράσεις, ενεργοποιεί τις επιθυμίες τους και τις συμπάθειες. Η καθημερινότητα του βιοπορισμού και η προσδοκία κάποιων σύντομων διαλειμμάτων επιστροφής, σκοπός τους και διαρκής ανάγκη τους.
Ξέρουν, κάθε φορά που θα μετακινηθούν για τον τόπο καταγωγής τους, πως θα βρεθούν στο δικό τους σπιτικό και στον δικό τους κόσμο. Μια διαδρομή ποτέ βαρετή, σαν πρώτη φορά ευχάριστη και απολαυστική. Μια άδεια καρέκλα, ένα στρωμένο κρεβάτι, ένα «άλλο» μαξιλάρι πάντα θα τους περιμένει. Όλα θα λάμπουν, θα έχουν μια ιδιαίτερη γνώριμη μοσχοβολιά και θα ακουμπήσουν τις δικές τους αλήθειες. Πουθενά αλλού καλύτερα οι εποχές.
Πολλά τα καλωσορίσματα, πολλές οι φιλοφρονήσεις και τα αληθινά χαμόγελα από αυτούς που έμειναν πίσω για να υπηρετήσουν τον τόπο τους. Θα γεμίσουν το χρόνο τους με Καλημέρες και θερμές χειραψίες (εκτός πανδημίας), χωρίς να τον τεμαχίζουν. Το άγγιγμα του σώματος θα φέρει την αμοιβαία αναγνώριση της ύπαρξης. Θα διαβούν πλακόστρωτες αυλές και θα τους χαιρετήσουν οι γέρικες κληματαριές. Θα περπατήσουν ήσυχους χωματόδρομους με βήματα ανεμελιάς, που μυρίζουν τόσο διαφορετικά μετά τη βροχή. Διαδρομές ποτέ βαρετές κι ας μην είναι και τίποτε σπουδαίες. Τους φτάνει που βρίσκονται στο δικό τους σύμπαν.
Κι οι μυγδαλιές ανθίζουν αλλιώς, κι όλα τα παραστρατήματα εδώ τα συγχωρεί ο Θεός. Τα συγχωρεί γιατί έχει άλλη τάξη. Κι άλλα πολλά μπορεί να τους ξεγελούν, αλλά τους αρέσει. Τους αρέσει η απλότητα του καφενείου, ο κυριακάτικος εκκλησιασμός, οι τοπικές μουσικές, τα λαϊκά πανηγύρια. Κι αναρωτιούνται: να είναι μόνο αυτά; Όχι. Είναι και κάτι άλλο. Η γλώσσα. Η γλώσσα της φυλή μας που μας ενώνει και μας δίνει εθνική υπόσταση. Ναι, αυτό είναι!
Φανατικά κρατούν ανοιχτούς λογαριασμούς και το γλυκό τους παιγνίδι πέρα – δώθε καλά κρατεί. Αγκαλιάζουν σφιχτά τον εαυτό τους και την Ιθάκη τους. Πονά η ψυχή τους κάθε φορά που γυρίζουν την πλάτη για να φύγουν μέσα στις σιωπές τους, τα ταξίματα και τις προσευχές. Όλα τα μυστικά τους τα έχουν ασφαλίσει στην ατομική τους κρύπτη. Θα φύγουν με τις ίδιες εικόνες, αλλά τόσο διαφορετικές κάθε φορά. Όχι γιατί αλλάζει ο τόπος, είναι που αλλάζουμε εμείς, που μεγαλώνουμε, που μικραίνει ο χρόνος μας, αλλά δεν το καταλαβαίνουμε.
Αγαπητοί μας Πατριώτες, να μην ξεχνάτε ότι ενισχύετε και τους οικονομικούς δείκτες! Τα πολλά νοικοκυριά κινούν καλύτερα την οικονομία…
Κι εσύ, κυρία Γεωργία, στη Γερμανία να κοιμάσαι ήσυχη. Μέχρι που να ξαναγυρίσεις το καλοκαίρι, η αδελφή σου το σπίτι θα το συγυρίζει, θα το φροντίζει και ο κόσμος σου θα σε περιμένει.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ