Αριστοτέλης Ωνάσης: ο Σμυρνιός, ο χρυσός Ρωμιός, ο μυθικός Έλληνας από το Μπουένος Άιρες, ο ξεχωριστός πολίτης του κόσμου.


Όσα χρόνια κι αν περάσουν, η ζωή του θα φαντάζει σαν κινηματογραφική ταινία που θα γοητεύει τους Έλληνες -και όχι μόνο-, γιατί οι σελίδες της ιστορίας του ξετυλίγονται πάντα με ξεχωριστό κι ενδιαφέροντα τρόπο. Μολονότι στο τέλος της επίγειας παρουσίας του η μοίρα γι αυτόν ήταν κακή, αυτό δεν του στερεί την ιδιότητα του μυθικού ανθρώπου, του δαιμόνιου αυτοδημιούργητου κροίσου.
Μπήκε στο πάνθεον των ατόμων που δεν πέρασαν απαρατήρητοι στο χρόνο, «έγραψαν» και θα παραμείνουν σύμβολα. Μια ολόκληρη ιστορία από μόνος του, ένας Αϊνστάιν του κέρδους, ένας αδίστακτος στρατηγός της οικονομικής συναλλαγής, μια κορυφαία προσωπικότητα της παγκόσμιας ναυτιλίας του εικοστού αιώνα, που συγκέντρωνε πάνω του όλα τα φώτα της δημοσιότητας.
Το αφιέρωμα αυτό γίνεται με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 47 χρόνων από τον θάνατο του (15/03/1975). Έγινε μια προσπάθεια να ξαναφέρω στην επιφάνεια, και στο βαθμό που μπόρεσα να ανταποκριθώ, τον σπουδαίο αυτόν άνδρα. Επέλεξα να αφήσω απέξω το κομμάτι που αφορά την ταραχώδη προσωπική του ζωή. Θεώρησα πως το θέμα έχει εξαντληθεί σε παγκόσμιο επίπεδο από όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Από τη Σμύρνη στην Αργεντινή μέσω Πειραιά
Άρης Σωκράτους Ωνάσης: 1900 – 1975. Γεννήθηκε σε ένα χωριό έξω από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του ήταν ένας πετυχημένος καπνέμπορας. Βίωσε τον ξεριζωμό από τις πατρογονικές εστίες και είχε την καλή τύχη να επιζήσει (με το κόλπο της παραγραφής γέννησης κατά έξι χρόνια), σε αντίθεση με άλλα συγγενικά του πρόσωπα που χάθηκαν.
Με περιπετειώδη τρόπο έφτασε στο λιμάνι του Πειραιά, όπου και εγκαταστάθηκε. Δεν τον κράτησε η Ελλάδα πολύ. Έδειξε τεράστιο ενδιαφέρον για την απελευθέρωσε του πατέρα του που ήταν κρατούμενος στην Κων/λη και με 250 δολάρια στην τσέπη σάλπαρε για την Αργεντινή, τη χώρα που δεν κοιμάται ποτέ. Στο Μπουένος Άϊρες το μακρινό, το ερωτικό, το αυθεντικό, παραδομένο στο θυμό των κυμάτων του Ατλαντικού. Εκεί έκανε διάφορες δουλειές και δεν άφησε ευκαιρία ανεκμετάλλευτη για να βγάζει λεφτά. Εμπορεύτηκε καπνό, αλάτι, αλκοόλ και λίπος φάλαινας. Προσλήφθηκε σαν ηλεκτρολόγος σε τηλεφωνική εταιρεία (τα ισπανικά του ήταν καλά), αλλά μόλις διαπίστωσε ότι ως χειριστής θα έπαιρνε περισσότερα και θα μπορούσε να κρυφακούει αυτά που τον ενδιέφεραν, άλλαξε αμέσως πόστο.
Έτσι ένα βράδυ άκουσε για μια μετοχή στην αγορά δερμάτων και κέρδισε ένα σεβαστό ποσό για «φώλι». Γρήγορα ασχολήθηκε με εισαγωγές ελαφρών καπνών από την Τουρκία αποκλειστικά για γυναίκες. Με υπομονή και μέθοδο δεν άργησε να καθιερωθεί στο χώρο του εμπορίου και άρχισε να πετυχαίνει πράγματα αδιανόητα για το νεαρό της ηλικίας του με νόμιμους ή μη τρόπους. Διέθετε μια ενέργεια τεράστια, που την τροφοδοτούσε κάποια ανεξάντλητη εσωτερική πηγή. Είχε μπει στα βαθιά και έλεγε με στόμφο ότι αυτός και ο Θεός μπορούσαν να δημιουργήσουν από το τίποτα. Τον καθοδηγούσε το ένστικτο με μοναδικό τρόπο.

Ο δρόμος της θάλασσας
«Ο μικρός πεινασμένος Έλληνας» -όπως χαϊδευτικά τον αποκαλούσε ένας φίλος του- άνοιξε φτερά για μεγάλα πράγματα. Βρήκε στη θάλασσα τον φυσικό του βιότοπο. Δεν είχε σημασία αν δεν διέθετε κεφάλαια για αγορές πλοίων. Ξεκίνησε με κάτι ψιλά δικά του και δανεικά από τράπεζες για την αγορά των πρώτων σαπιοκάραβων σε τιμές ευκαιρίας. Έκανε την αρχή με έναν μικρό στόλο φαλαινοθηρικών. Έδειξε θράσος και πανουργία παροιμιώδη. Έφτασε στο σημείο να υπογράφει συμβόλαια για μεταφορά κάρβουνου με πλοία που δεν είχε. Ξεκίνησε να χρηματοδοτεί ναυπηγήσεις καραβιών με τη μέθοδο ΑΑΧ (Άλλων Ανθρώπων Χρήματα).
Έγινε ένας αλεξιπτωτιστής που έπεσε από τον ουρανό για τους άλλους εφοπλιστές. Είχε παντελή αδιαφορία για το τι σκέπτονταν οι ανταγωνιστές του γι’ αυτόν. Ίσα – ίσα που αυτό του έδινε ενέργεια και στιλ. Μπορούσε να τους κόψει τα πόδια, ένα κομματάκι τη φορά. Ξυπνούσε κάθε μέρα με το μυαλό του στο κέρδος. Έχτιζε σιγά – σιγά την εικόνα του διάσημου και τροφοδοτούσε τις στήλες του τύπου, καθότι η σχέση μαζί του έγινε ερωτική. Ήταν αδύνατον να μπεις στη σκέψη του, γιατί είχε μια κβαντική υπέρβαση. Μπορούσε να περιπλέξει μια συμφωνία όσο κανείς άλλος. Εμφανιζόταν σαν η αποθέωση του φυσιολογικού ανθρώπου, αλλά μεταχειριζόταν τους πάντες τόσο φυσικά όσο φυσικά ανάσαινε.
Οι σχέσεις του και οι αρχές του ξεχνιούνταν όταν κινδύνευαν τα οικονομικά του συμφέροντα. Το κέρδος ήταν μέσα στην ιδιοσυγκρασία του και όλη η ζωή του μια διαρκής συναλλαγή. Συναλλαγές με αντιπάλους που δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτές, όπως ένα δένδρο χωρίς χώμα. Τολμηρός, έξυπνος, ευφυής, οξυδερκής, διορατικός, αποφασιστικός , προνοητικός αρχοντικός και γλεντζές. Αποζητούσε εχθρούς και αν δεν τους είχε τους δημιουργούσε. Ο πιο άσπονδος αντίπαλος, ο μπατζανάκης του Σταύρος Νιάρχος, που μάχονταν οι δυο τους σαν άλλοι Θεοί για τον έλεγχο του Ολύμπου.

Σημασία έχει το δυνατόν
Η διάθεσή του άλλαζε με επικίνδυνη ταχύτητα χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι πιωμένος (του άρεσε το ουίσκι πάρα πολύ και δεν μπορούσε να κάνει χωρίς αυτό). Η Τίνα Λιβανού, μητέρα των παιδιών του, έλεγε: ζητάει πολύ χώρο στον κόσμο και χωρίς χώρο είναι σε θέση να καταστρέψει τους πάντες και τα πάντα. Η μυστικότητα ήταν η καρδιά όλων των σημαντικών επιτυχιών του. Η μόνη φορά που ήξερες τι χαρτιά κρατούσε στα χέρια του ο Άρης, ήταν όταν τα άνοιγε να μαζέψει τα λεφτά. Δεν υπήρχε καλό ή κακό για εκείνον. Μόνο το δυνατόν. Ταχύτατες οι κινήσεις του και χωρίς ηθική. Είχε τη μέγιστη ικανότητα χαμογελώντας να εκτρέπει τη συζήτηση εκεί που επιθυμούσε εκείνος και να στήνει μια παράσταση. Έκανε προτάσεις με ακρίβεια διαβολική και χωρίς δισταγμούς. Είχε φυσική ανάγκη να χειραγωγεί και να πιέζει αφόρητα τους ανθρώπους. Ο λαβύρινθος των εταιριών ανά τον κόσμο με σημαίες ευκαιρίας ήταν ασύλληπτος. Τα πλούτη του ήξερε να τα προστατεύει και ζούσε σαν «Ωνάσης».
Είχε, ωστόσο, ένα σοβαρό πρόβλημα με τους Αμερικάνους, με τους οποίους ποτέ δεν τα πήγε καλά. Κάποιοι από αυτούς ψηλά στην ιεραρχία τον αποκαλούσαν περιφρονητικά «ο Έλληνας απατεώνας διεθνούς εμβέλειας». Τους μπήκε στη «μύτη» με τις ραδιουργίες του, τις επαφές του με τους Σοβιετικούς και τις μεγάλες συμφωνίες με τους Σαουδάραβες που πήγαιναν κόντρα με τα δικά τους συμφέροντα. Ωστόσο, οι Άραβες γενικά τον λάτρευαν με θρησκευτικό δέος και τον θεωρούσαν μάγο της υψηλής οικονομίας. Οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες είχαν από κοινού συνωμοτήσει να τον εξαφανίσουν, αλλά το 1956 πήρε «το αίμα του» πίσω. Στο κλείσιμο της διώρυγας του Σουέζ βρέθηκε να είναι ο μόνος με διαθέσιμα υπερτάνκερ για να κάνει το γύρο της Αφρικής στο δρόμο για Ευρώπη και Αμερική. Ο ναύλος από τρία δολάρια ο τόνος πήγε στα εξήντα πέντε. Ήταν τότε που κέρδισε, κατά μέτριους υπολογισμούς, κοντά στο ένα δις δολάρια. Η υπομονή που επέδειξε του απέφερε αυτή την τεράστια ναυτιλιακή επιτυχία.
Ολυμπιακή, παλάτια και Σκορπιός
Η Ολυμπιακή αεροπορία, με τους πέντε κύκλους της, ήταν το καμάρι του, ήταν η ερωμένη του, όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Το Μόντε Κάρλο, άλλη κατάκτηση. Ιδιοκτήτης του πριγκιπάτου με τεράστιες επενδύσεις για να βρίσκουν οι πλούσιοι καταφύγιο. Ήταν που έδωσε έναν καινούργιο αέρα και μεγαλείο στο Μονακό. Όταν δεν ήταν στον αέρα γυρίζοντας τον πλανήτη, τις νύχτες τον εύρισκες μέσα στα αγαπημένα του μπαρ, όπου του άρεσε να κάνει τις πιο σοβαρές συμφωνίες, και στις σουίτες των πιο πολυτελών ξενοδοχείων.
Τα δικά του ησυχαστήρια, και χώροι συγχρόνως φιλοξενίας φίλων, ηγετών και προσωπικοτήτων, ήταν η Θαλαμηγός «Χριστίνα» και ο Σκορπιός. Το μικρό αυτό νησί το μεταμόρφωσε και το έκανε αγνώριστο. Εκείνον τον καιρό πέρασε κι από την πόλη μας με διάσημη συνοδό, για να συναντήσει τον συμπολίτη μας Πάνο Βάγια γεωπόνο, με τον οποίο συνεργαζόταν. Κατέληξαν στο εστιατόριο του Θανάση Ευταξία, λίγο πιο πάνω από το μονοπλιό, όπου έγινε μεγάλος ντόρος. Όταν ζήτησε τον λογαριασμό ο τετραπέρατος Θανάσης ετοιμόλογα του απάντησε: είναι κερασμένα από μένα! Ο Ωνάσης του άφησε ένα πεντακοσάρικο φιλοδώρημα!
Το 1950 διέθετε σε λειτουργία για προσωπική χρήση οκτώ παλάτια σε διάφορα σημεία του κόσμου. Πίστευε ότι ως εκατομμυριούχος έπρεπε να ζει πάντα ξεπερνώντας λίγο τα όριά του για να διατηρήσει την αξιοπιστία του. Κι ακόμη, όσοι περισσότεροι διάβαζαν τον μύθο του, τόσοι λιγότεροι θα γνώριζαν τον άνθρωπο. Απολάμβανε τη χαρά της πλούσιας ζωής με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο.
Κολλημένος μέσα στη δύναμη και ζώντας μέσα στους κινδύνους του τζόγου, παιγνίδια που παίζουν οι μεγιστάνες για αύξηση περιουσίας, έκανε κοντά στα πενήντα του χρόνια οικογένεια και απέκτησε δυο παιδιά. Τον Αλέξανδρο και την Χριστίνα. Ανατράφηκαν και μεγάλωσαν σε έναν γοητευτικό κόσμο μεταξωτής εγκατάλειψης. Τους γονείς δεν τους είχαν ποτέ κοντά τους και γι’ αυτό δεν έδειχναν ποτέ χαρούμενα. Ο Ωνάσης πίστευε ότι δεν μπορείς να αγοράσεις την ανατροφή, αλλά μπορείς να αγοράσεις την ανοχή για την έλλειψή της. Ο γιος, προσγειωμένο και έξυπνο παιδί. Η κόρη απόμακρη, μόνιμα θλιμμένη, ανασφαλής, και η φυσική αναστολή της μετατρεπόταν σε περιφρόνηση προς τους ανθρώπους. Οι σχέσεις μεταξύ τους ήταν πάντοτε ψυχρές. Ο Αλέξανδρος σκοτώθηκε σε αεροπορικό ατύχημα το 1973 σε ηλικία 25 ετών και η Χριστίνα πέθανε στα 45 από βαρβιτουρικά.
Ο πόνος της μοναξιάς και η μοναξιά του πόνου
Ο απρόβλεπτος άνθρωπος κομπιούτερ με την αινιγματική γλώσσα έχασε τη ζωτικότητα του μετά το θάνατο του Αλέξανδρου και «έσπασε». Παρά το γεγονός ότι δεν είχε εν ζωή τις καλύτερες σχέσεις μαζί του, συνειδητοποίησε ότι χωρίς κληρονόμους η αυτοκρατορία του ήταν καταδικασμένη. Κι από παντοδύναμος άρχισε να αισθάνεται ευάλωτος, αδύναμος και νικημένος. Ο θάνατος, ενώ ήταν για τους άλλους, συνάντησε δυστυχώς και τους Ωνάσηδες. Δημιούργησαν τη μοίρα τους με λιγότερη επιτυχία από ό,τι δημιούργησαν τα πλούτη τους. Τα εκατομμύρια δεν είναι αυτό που χρειάζεται μόνο ένας άνθρωπος στη ζωή του.
Τα επόμενα δύο χρόνια μέχρι το δικό του θάνατο από μυασθένεια (μια αταξία του ανοσοποιητικού), ο μυθικά πλούσιος άρχισε να γίνεται ο μικρός Έλληνας από τη Σμύρνη. Μόνιμα κακόκεφος, κουρασμένος και με πονοκεφάλους. Πέραν της φυσικής του φθοράς, η όλη του εικόνα είχε έναν τόνο ελεγειακό. Περπατούσε ολομόναχος αργά τα βράδια στο νησί του και κατέληγε στον τάφο του Αλέξανδρου. Μέσα στο αεροπλάνο που τον πήγαινε από την Αθήνα στο Παρίσι για να εισαχθεί στο Αμερικανικό νοσοκομείο για εγχείρηση, συνέταξε τις λεπτομέρειες της διαθήκης του. Μεταξύ των άλλων, αναφέρθηκε ρητά και στους όρους του κοινωφελούς Ιδρύματος «Αλέξανδρος Α. Ωνάσης». Η χορηγία αυτή είναι τεράστια και δεν εξαντλείται στο παρόν με λίγες γραμμές.
Φοβισμένος άνθρωπος στα τελευταία του και γνωρίζοντας τη ματαιοδοξία του, κάλυπτε τα λευκοπλάστ που κρατούσαν τα βλέφαρα ανοικτά με πιο σκούρα γυαλιά. Δίπλα στο κομοδίνο είχε τις φωτογραφίες των παιδιών του, ένα κομπιούτερ τσέπης και έναν εσταυρωμένο. Ήταν όλη του η ζωή. Στις 15 Μάρτη του 1975 ξεψύχησε και μπήκε στις σελίδες της αιωνιότητας. Σε παράταξη στο Νυδρί (απέναντι από τον Σκορπιό) πολλές ντόπιες γυναίκες με μαύρα σάλια περίμεναν το καρυδένιο φέρετρο για να ρίξουν κόκκινα λουλούδια.
Οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα σε όλη τη γύρω περιοχή αποχαιρετώντας τον Έλληνα κροίσο, και ο παπάς στη σύντομη νεκρώσιμη ακολουθία διάβασε και τα παρακάτω λόγια: «πήγα στον τάφο και είδα τα γυμνά οστά και είπα στον εαυτό μου, ποιος είσαι; Βασιλιάς ή φαντάρος; Πλούσιος ή φτωχός; Αμαρτωλός ή δίκαιος;». Ο ουρανός σκοτείνιασε, έπιασε μια ψιλή βροχή και η σορός του Ωνάση κατέβηκε χαμηλά σε ένα υπόγειο θάλαμο δίπλα στον γιο του Αλέξανδρο.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ