Καθώς οι επιχειρήσεις του Ρωσικού στρατού στην Ουκρανία συνεχίζονται, η Ευρωπαϊκή Ένωση παρακολουθεί με κάποια αμηχανία τις εξελίξεις και η χώρα μας σπεύδει να εμπλακεί έμμεσα στη σύρραξη αποστέλλοντας πολεμικό υλικό στην Ουκρανία, έρχεται στο νου η φράση του Θουκυδίδη για τους ανθρώπους που, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν αλλάζουν μυαλά και δεν διδάσκονται τίποτε ή σχεδόν τίποτε από την ιστορία («ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει», δηλαδή «Αλλά θα είμαι ικανοποιημένος αν το έργο μου κριθεί ωφέλιμο από όσους θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν και εκείνων που θα συμβούν στο μέλλον, τα οποία, από την πλευρά της ανθρώπινης φύσης, θα είναι όμοια ή παραπλήσια.»).


Το αναφέρω αυτό, διότι στη σύγχρονη σχετικά ιστορία της Ελλάδας υπάρχει εμπλοκή της χώρας μας σε πολεμική διένεξη στην Ουκρανία το 1919, η οποία, τελικά, καθόλου δε μας ωφέλησε.
Τα κανόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μόλις είχαν σωπάσει και οι μεγάλες χώρες της Δύσης, όπως η Αγγλία και η Γαλλία, επιχειρούσαν την εισβολή στη Ρωσία και την υποστήριξη του αντι-μπολσεβίκικου τοπικού στρατού, με στόχο την ανατροπή της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ο Γάλλος πρωθυπουργός , Ζωρζ Κλεμανσώ, ζήτησε από τον ομόλογό του Ελευθέριο Βενιζέλο την συνδρομή ελληνικού στρατεύματος στις επιχειρήσεις. Το αντάλλαγμα θα ήταν η υποστήριξη της Γαλλίας στις εθνικές διεκδικήσεις της Ελλάδας σε Ανατολική Θράκη και Μικρά Ασία.
Το εκστρατευτικό σώμα των Ελλήνων έφτασε τους 23.551 άνδρες. Διοικητής της ελληνικής αποστολής ήταν ο στρατηγός Κωνσταντίνος Νίδερ, ενώ στο εκστρατευτικό σώμα συμμετείχαν διακεκριμένα στελέχη του στρατού που αργότερα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή, όπως ο Γεώργιος Κονδύλης και ο Νικόλαος Πλαστήρας. Πρόσωπα που αργότερα έγιναν γνωστά στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας συμμετείχαν επίσης στην αποστολή. Ανάμεσά τους ο Αλέξανδρος Οθωναίος, ο Στυλιανός Γονατάς, Γεώργιος Τσολάκογλου, ο Παναγιώτης Δεμέστιχας και άλλοι.
Πολλοί ιστορικοί θεωρούν αυτήν την επιλογή του Βενιζέλου αποτυχημένη, καθώς αναφέρουν πως έστειλε δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες σε έναν πόλεμο σκοπιμότητας “αδικαιολόγητο και πρόχειρα προετοιμασμένο”. Η ελληνική συμμετοχή στην εκστρατεία της Κριμαίας, όπως έμεινε στην ιστορία, διήρκεσε 6 μήνες και ήταν η πρώτη ελληνική στρατιωτική επέμβαση εκτός των εθνικών συνόρων. Το τέλος της εκστρατείας Οι ελληνικές δυνάμεις υποχώρησαν και μεταφέρθηκαν στη δυτική όχθη του ποταμού Δνείστερου για να υπερασπίσουν την περιοχή της σημερινής Μολδαβίας από τους Σοβιετικούς. Στην περιοχή της Κριμαίας, το 2ο Σύνταγμα Πεζικού παρέμεινε μέχρι τις 14 Απριλίου 1919, όπου αντιμετώπισε επιτυχώς αλλεπάλληλες επιθέσεις του Κόκκινου Στρατού.
Οι ελληνικές δυνάμεις αποχώρησαν τελευταίες από την Ουκρανία, με κατεύθυνση την Σμύρνη τον Ιούνιο του 1919. Οι συνολικές ελληνικές απώλειες ήταν 398 νεκροί και 657 τραυματίες. Η επιλογή του Ελευθέριου Βενιζέλου για τη συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Ουκρανίας κατά τους περισσότερους ιστορικούς αποδείχθηκε ολέθρια. Οι εθνικές διεκδικήσεις δεν ευοδώθηκαν ενώ βαρύτατες ήταν οι συνέπειες στις ελληνικές κοινότητες στην Κριμαία και στην Οδησσό.
Δεν είναι μόνον αυτό, αλλά οι σύμμαχοί μας Γάλλοι, τους οποίους πήγαμε για να βοηθήσουμε στην Κριμαία και στην Ουκρανία, όχι μόνο δε στάθηκαν αρωγοί στις εθνικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία, αλλά, κατά τη διάσκεψη του Παρισιού έκαναν κρυφές, χωριστές διαπραγματεύσεις με τον Κεμάλ και στο τέλος προέβησαν στην υπογραφή Γαλλο-τουρκικού συμφώνου φιλίας το 1921, με τη διαβόητη «Συνθήκη της Άγκυρας».
Με την ονομασία αυτή ή «Συμφωνία Φρανκλέν Μπουϊγιόν», ονομάστηκε η συμφωνία που συνομολογήθηκε μεταξύ της Γαλλίας και της κυβέρνησης του Κεμάλ τον Οκτώβριο του 1921, ακριβώς την περίοδο που η Ελλάδα επιχειρούσε τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Δεν είχαν περάσει καλά-καλά δύο χρόνια από τον καιρό που οι Έλληνες στρατιώτες έχυναν το αίμα τους στην Ουκρανία για να προστατεύσουν την υποχώρηση και να καλύψουν τα νώτα των Γάλλων συμμάχων τους και οι ίδιοι οι Γάλλοι (για χάρη των οποίων πήγαμε στην Ουκρανία και την Κριμαία), εγκατέλειπαν τις θέσεις τους στη Μικρασία και μαζί άφθονο πολεμικό υλικό στα χέρια του Κεμάλ, ώστε να μπορέσει απρόσκοπτα να οργανώσει την επίθεσή του εναντίον των Ελλήνων. Η συνέχεια της ιστορίας είναι γνωστή και φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από την τραγική της κατάληξη.
«Τι λόγο έχουμε να θυμόμαστε γεγονότα που συνέβησαν 100 χρόνια πριν;» θα αναρωτιόταν εύλογα κάποιος. Θα απαντούσα με τα λόγια του Θουκυδίδη ο οποίος πίστευε ότι η μελέτη της ιστορίας θα μπορούσε να αποβεί ωφέλιμη σε καταστάσεις του μέλλοντος που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά με ανάλογες του παρελθόντος.
Το 1919 ενεπλάκημεν σε σύρραξη που δε μας αφορούσε, για να εξυπηρετήσουμε τα συμφέροντα των ισχυρών συμμάχων μας με την ελπίδα ότι κι αυτοί θα μας συμπαρασταθούν στις δίκαιες διεκδικήσεις μας. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσουμε και τα αυγά και τα πασχάλια και, τελικά, να την πληρώσουν οι Έλληνες που είχαν μείνει πίσω στην Ουκρανία αλλά και τη Σοβιετική Ένωση (γιατί και ο Λένιν έκανε συμφωνία με τον Κεμάλ το 1921).
Και με την πιο πρόσφατη εμπειρία της χώρας μας από τις επιπτώσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τα δεινά του Εμφυλίου, θα περίμενε κανείς από την Ελλάδα να μην μπλέκει στις «μπίζνες» των μεγάλων, αλλά να αγωνίζεται με νύχια και με δόντια για την κατάπαυση του πυρός, την οριστική διακοπή των πολεμικών συγκρούσεων και τη διασφάλιση της ειρήνης. Αυτή θα έπρεπε να είναι η πρώτη μας και μοναδική έγνοια. Γιατί, όπως έλεγε και ο «παππούς» μας, ο Αίσωπος, «Όταν στο βάλτο μαλώνουν τα βουβάλια, αυτοί που την πληρώνουν είναι τα βατράχια».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ