Από εβδομηκονταετίας και πλέον η βιομηχανική παραγωγή των τροφών, η οποία αναπτύσσεται από τότε ραγδαία, άλλαξε ριζικά τις διατροφικές παραδοσιακές μας συνήθειες. Αυτές οι αλλαγές συντελέστηκαν, όχι βάσει της αρχής ποιες τροφές μας προσφέρει το φυσικό μας περιβάλλον αλλά βάσει των απαιτήσεων της παγκόσμιας αγοράς.
Στο σύγχρονο καταναλωτικό πολιτισμό η επιθυμία για φαγητό δεν ρυθμίζεται αποκλειστικά και μόνο από το αίσθημα της πείνας. Υπάρχει και ο μηχανισμός της διαφήμισης των διάφορων σνακ, που δημιουργεί επί πλέον επιθυμία για φαγητό και ο οποίος στηρίζεται στα εξαρτημένα αντανακλαστικά που ανακάλυψε ο Ρώσος φυσιοδίφης και νομπελίστας Παβλώφ. Στις μέρες μας αποδείχθηκε πως η συνήθεια του φαγητού αποτελεί επί πλέον και τρόπο ψυχικής εκτόνωσης από την πίεση της καθημερινότητας. Η αντιδραστική αυτή πολυφαγία οδηγεί τον άνθρωπο να τρέφεται με πολλές κατώτερης ποιότητας λιπαρές θερμιδογόνες τροφές, οι οποίες αλατίζονται αρκετά και συνήθως συνοδεύονται με σακχαρούχα εδέσματα προκειμένου να αντληθεί μεγαλύτερη γευστική απόλαυση. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των αλλαγών στις συνήθειες διατροφής οδηγεί τελικά στην παχυσαρκία μαζί με τα επακόλουθά της.
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα της σύγχρονης επιδημιολογίας είναι η επιδημία της βρεφικής και παιδικής παχυσαρκίας, που αποτελεί σπουδαίο παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση πολλών μελλοντικών παθήσεων ενός οργανισμού μεταξύ των οποίων και του καρκίνου. Μέχρι πρόσφατα το φταίξιμο το έριχναν μόνο στην κατανάλωση πολλών λιπαρών τροφών με πολύ αλάτι, στα σακχαρούχα και σοκολατούχα σνακ, στην έλλειψη γυμναστικής, στην καθήλωση των παιδιών στην τηλεόραση κτλ.
Σήμερα, πέρα από αυτά, αποδείχθηκε πως το κύριο αίτιο της βρεφικής παχυσαρκίας μετά το 1950 είναι η σημαντική αλλαγή στον χαρακτήρα του γάλακτος. Δημιουργείται μια ανισορροπία στη φύση του γάλακτος, η οποία συμβάλλει στην ανάπτυξη τόσο του λιπώδους ιστού όσο και παθογόνων κυττάρων συμπεριλαμβανομένων και των καρκινικών. Στον κύκλο της φύσης, γνωρίζουμε από παλιά, πως οι αγελάδες και τα άλλα οικόσιτα γεννούν την άνοιξη, όταν το χορτάρι είναι άφθονο και πυκνό, και παράγουν γάλα για αρκετούς μήνες μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Το ανοιξιάτικο χορτάρι είναι πλούσια πηγή σε ωμέγα-3 λιπαρά οξέα και έτσι εμπλουτίζονται από τα οξέα αυτά το γάλα , το κρέας των ζώων και τα αυγά από κότες ελεύθερης βοσκής.
Ξεκινώντας από τα μισά του περασμένου αιώνα οι ανάγκες για βοδινό κρέας και γάλα όπως και για τα προϊόντα αυτών αυξήθηκαν πάρα πολύ, ώστε οι κτηνοτρόφοι από την πίεση της ζήτησης αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τα παραδοσιακά βοσκοτόπια και τα αντικατέστησαν με μεγάλες μονάδες εκτροφής σταβλισμένων ζώων βιομηχανοποιώντας την κτηνοτροφία. Το καλαμπόκι, τα σιτηρά και η σόγια από την ανάμειξη των οποίων τρέφονται σήμερα τα βοοειδή δεν περιέχουν καθόλου ωμέγα-3 και είναι τροφές πλούσιες σε ωμέγα-6 λιπαρά οξέα. Πρέπει να γνωρίζουμε πως η ποσότητα των λιπαρών οξέων ωμέγα-3 και ωμέγα-6 που υπάρχει στο σώμα μας προέρχεται μόνο από τις τροφές, γιατί ο οργανισμός μας δεν μπορεί να τα συνθέσει και είναι απαραίτητα στις λειτουργίες του.
Τα λιπαρά οξέα ωμέγα-3 και ωμέγα-6 πρέπει να βρίσκονται στις τροφές σε αναλογία ένα προς ένα(1/1)και τούτο γιατί συνέχεια ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το έλεγχο των σωματικών μας λειτουργιών. Τα ωμέγα-6, όταν περισσεύουν, διεγείρουν από τη γέννηση και μετά την παραγωγή λιποκυττάρων, προωθούν την αποθήκευση του λίπους συμμετέχουν στην σκλήρυνση (ακαμψία) των κυττάρων, αυξάνουν την πηκτικότητα του αίματος, ελαττώνουν την αποτελεσματικότητα του ανοσοβιολογικού μας συστήματος και συντελούν στη δημιουργία εσωτερικών άσηπτων φλεγμονωδών καταστάσεων. Αντίθετα τα ωμέγα-3 περιορίζουν την ανάπτυξη λιποκυττάρων, αποτελούν απαραίτητο παράγοντα στην ανάπτυξη του νευρικού συστήματος, καθιστούν τις κυτταρικές μεμβράνες των κυττάρων ενός οργανισμού πιο εύκαμπτες και μειώνουν τις πιθανότητες ανάπτυξης εσωτερικής φλεγμονής.
Η σωματική μας ομοιόσταση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ισορροπία ανάμεσα στα ωμέγα-3 και ωμέγα-6 μέσα στον οργανισμό μας και επομένως από την διατροφή μας, η οποία τα τελευταία εβδομήντα χρόνια έχει αλλάξει κατά πολύ, καθώς πρώτιστα η διατροφή των βοοειδών και των πουλερικών, από τα οποία τρεφόμαστε, έχει αλλάξει. Έτσι το κρέας των οικόσιτων(σταβλισμένων) ζώων μικρών ή μεγάλων και τα αυγά των πουλερικών δεν περιέχουν πια τα απαραίτητα λιπαρά στην κανονική αναλογία που περιείχαν πριν την αλλαγή της ζωικής διατροφής. Μια ασυνήθιστη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό New England Journal of Medicineέδειξε πως τα αυγά από κότες που τρέφονται με καλαμπόκι- μια πρακτική που εφαρμόζεται παντού σήμερα-περιέχουν είκοσι φορές περισσότερα ωμέγα-6 από ό,τι ωμέγα-3.
Τις τελευταίες δεκαετίες εκτός από την αλλαγή στη διατροφή των ζώων, που περιγράψαμε, οι κτηνοτροφικές μονάδες χορηγούν και ορμόνες όπως οιστραδιόλη και ζερανόλη, για να αναπτυχθούν τα ζώα τάχιστα σε μικρό χρονικό διάστημα. Οι ορμόνες αυτές αυξάνουν το βάρος και το μέγεθος των ζώων, δημιουργούν λιπαρούς ιστούς, ερεθίζουν τα γαλακτοφόρα ζώα να παράγουν μεγάλες ποσότητες γάλακτος , στο οποίο έχουν πυκνή παρουσία. Τελευταία χρησιμοποιείται για τον ίδιο σκοπό και η αυξητική ορμόνη των ζώων. Οι ορμόνες αυτές είναι από τους κύριους παράγοντες στη διέγερση ανάπτυξης λιποκυττάρων και αποθήκευσης λίπους στα ζώα και εισέρχονται με τη βρώση του κρέατος και του γάλακτος στον οργανισμό μας όπου, εκτός των άλλων, μπορεί και να ευθύνονται στην ανάπτυξη όγκων.
Οι αλλαγές που συνέβηκαν στην διατροφή μας μετά το 1950 δείχνουν τη διατροφική ανισορροπία, ως προς την αναλογία, των ουσιωδών λιπαρών οξέων υπέρ των ωμέγα-6. Η τρομερή υπερκατανάλωση ωμέγα-6 σε συνδυασμό με την αύξηση της παραγόμενης ινσουλίνης λόγω του συνεχώς αυξανόμενου γλυκαιμικού δείκτη της σύγχρονης Δυτικής διατροφής οδηγεί σε μεταβολικές και οργανικές διαταραχές με κύριο εκπρόσωπο τον σακχαρώδη διαβήτη. Αυτές οι διαταραχές συνδέονται επίσης με την παχυσαρκία αλλά και με την εκδήλωση ορισμένων μορφών καρκίνου.
Τα σταβλισμένα(αγροτικά) ζώα, από τα οποία τρεφόμαστε, εκτρέφονται σε συνθήκες που καταπονούν και τη δική τους αλλά και τη δική μας υγεία.
Η καταναλωτική κοινωνία αποφεύγει να επιλύσει το διατροφικό πρόβλημα στη ρίζα του και να αντιμετωπίσει την ψυχοκοινωνική διαταραχή της παχυσαρκίας. Το συνδέει με τη δημιουργία νέων υπηρεσιών υγείας από χειρουργούς που περιορίζουν χειρουργικά το μέγεθος του στομάχου, από διατροφολόγους, κέντρα αδυνατίσματος κτλ και δεν λαμβάνει υπόψη πως η διατροφή μας δεν μπορεί να υπολογισθεί με ποσοστά θερμίδων και γραμμαρίων λιπαρών. Η διατροφή μας συνδέεται με την κοσμοθεωρία της ζωής. Για αυτό πρέπει, παρακάμπτοντας τα συμφέροντα, να επαναφέρουμε την ισορροπία των ωμέγα-3 και των ωμέγα-6 στον ανθρώπινο οργανισμό μεταβάλλοντας όχι τη δική μας διατροφή αλλά των προς κατανάλωση οικόσιτων ζώων. Πρέπει απλά να φροντίσουμε, μπροστά από κάθε άλλο, τα ζώα αυτά να έχουν μια φυσική ισορροπημένη διατροφή και ζωή.
Συμπερασματικά όταν σεβόμαστε τις φυσιολογικές τροφικές ανάγκες των ζώων που μας τρέφουν και φροντίζουμε την υγεία του σώματος των, τότε και ο οργανισμός μας θα είναι πιο υγιής, πιο εύρωστος και ψυχικά πιο ισορροπημένος, καθώς θα απουσιάζουν οι κάθε λογής τροφικές τοξίνες , που δηλητηριάζουν σώμα και ψυχή.
O Γιώργος Παπαδημητρίου είναι παθολόγος – καρδιολόγος, διδάκτορας Καρδιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών