Αμφιβολίες το μυαλό μου βασανίζουνε πολλές, αμφιβολίες τρελές.
Η πρώτη έκπληξη που περίμενε τον κρατούμενο μόλις έφτανε στο Άουσβιτς, ήταν ότι αυτοί που τον γρονθοκοπούσαν και ούρλιαζαν ακατανόητες διαταγές μες στ’ αυτιά του δεν ήταν Ες-Ες, αλλά συγκρατούμενοί του, που αντάλλασσαν την συνεργασία με τον εχθρό με μικρά ή μεγαλύτερα προνόμια, οι διαβόητοι «kapos (Κάπος)».
Πριν φτάσουν, όλοι περίμεναν πως θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με δύο ομάδες: Αυτή των θυμάτων και εκείνη των διωκτών. Περίμεναν ότι «θα βρεθούν σ’ έναν κόσμο φοβερό αλλά ερμηνεύσιμο, σύμφωνα με το απλό αταβιστικό πρότυπο που φέραμε εντός μας. «Εμείς» μέσα και ο εχθρός «έξω, χωρισμένοι μ’ ένα σύνορο καθαρό, γεωγραφικό».
Ο Πρίμο Λέβι* περιγράφει κάποιον που προδίδει τον συνένοχό του σε μια κλοπή και τον αφήνει να μαστιγωθεί, προκειμένου να μπορέσει να θέσει υποψηφιότητα για λαντζέρης. Κάποτε η αμοιβή ήταν λίγο μεγαλύτερη μερίδα φαγητού, ποσότητα κρίσιμη όμως για να μπορέσει κανείς να επιζήσει. Ο Λέβι περιγράφει ωμά πως αυτοί που έφτασαν στον πάτο δεν επέστρεψαν για να διηγηθούν τι συνέβη. Η πλειονότητα αυτών που επέζησαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα κατάφεραν χάρη σε προνόμια τέτοιου τύπου. Οι Ναζί ανέθεταν σε Εβραίους από μικροδουλειές, όπως η συλλογή των χρυσών δοντιών και των μαλλιών, μέχρι την διαχείριση των κρεματορίων. Μάλιστα η αρμόδια «Ειδική Ομάδα» (Sonderko-mmando – Ζόντερκομάντο), για τελετή μύησης, έκαιγε τα πτώματα των προκατόχων της στο ίδιο πόστο.
Κατά βάθος, αυτό που ο Λέβι ονομάζει «το δαιμονικότερο έγκλημα του εθνικοσοσιαλισμού» είναι η υπηρεσία που πρόσφεραν στο καθεστώς όλοι αυτοί οι κρατούμενοι που συνεργάστηκαν με τους φονιάδες τους, δημιουργώντας μια γκρίζα ζώνη που θολώνει τα νερά, στερεί από τα θύματα την αθωότητά τους, τα εκφυλίζει και τα διαφθείρει. Ένα τέτοιο καθεστώς δεν θα επέτρεπε ποτέ την αγιοποίησή τους. Φροντίζει ώστε ο θύτης να μπορεί να πει θριαμβευτικά πως είναι άξια της μοίρας τους. Και αυτό το δυαδικό σχήμα, σε ψυχολογικό επίπεδο, επιτεύχθηκε με το να δημιουργηθούν δεσμοί συνενοχής.
Στην πλευρά των επιζώντων πρωταρχικό ρόλο παίζει η ντροπή. Αν και η έννοια της ντροπής είναι κατ’ αρχήν συνυφασμένη με ό,τι διαπράξαμε, μπορεί όμως να λειτουργεί και για ό,τι υποστήκαμε. Τα θύματα αισθάνονται βαθιά ταπείνωση και εξευτελισμό για ό,τι «αφέθηκαν» να υποστούν, όπως ενίοτε κατηγορούνται από τις μεταπολεμικές γενιές. Η ντροπή συνοδεύει, όμως, και μερικές πράξεις τους, υπαγορευμένες από το αγριότερο ένστικτο επιβίωσης: Μια φορά που έκλεψαν ένα κομμάτι ψωμί από έναν συγκρατούμενο, μια περίπτωση όπου δεν βοήθησαν έναν εξαντλημένο αιχμάλωτο. Ο ίδιος ο Λέβι εξομολογείται, ότι ανακαλύπτοντας σε περίοδο τραγικής δίψας στο στρατόπεδο έναν σωλήνα νερού δεν ειδοποιεί όλη την ομάδα, αλλά το μοιράζεται μόνο με έναν στενό του φίλο. Ομολογεί ότι γι’ αυτή την πράξη του «η ντροπή υπήρχε και υπάρχει και σήμερα, απτή, βαριά, συνεχής». Ίσως αυτή η ντροπή έπαιξε τον ρόλο της στην κατοπινή του αυτοκτονία.
Προφανώς δεν χρειάζεται να μας υπενθυμίσει κανείς ότι δεν ζούμε στο Άουσβιτς και ότι το άλμα προς την σημερινή εποχή είναι τεράστιο, αλλά το δικαίωμα του παραλληλισμού, μας το δίνει ο ίδιος ο Λέβι, όταν λέει πως το διάστημα που χωρίζει τους θύτες από τα θύματα δεν είναι ποτέ κενό, και πως πρέπει να το γνωρίσουμε όχι μόνο για να προστατευτούμε σε μια ανάλογη δοκιμασία, αλλά «ακόμη και αν απλώς θέλουμε να αντιληφθούμε αυτό που συμβαίνει σε μια μεγάλη βιομηχανική μονάδα».
Και αυτή η πρακτική της γκρίζας ζώνης εφαρμόζεται σχεδόν πάντα από όσους η άσκηση εξουσίας γίνεται αυτοσκοπός και όχι για να υπηρετήσουν πραγματικά τα κοινά. Το πιο εμφανές ίσως παράδειγμα των τελευταίων ετών, είναι η περίφημη φράση του τότε αντιπροέδρου Θεόδωρου Πάγκαλου «Τα φάγαμε όλοι μαζί». Η φράση αυτή απλά αποκάλυψε ό,τι συνειδητά «έχτιζε» η εξουσία τα προηγούμενα χρόνια. Συνοψίζει την συνειδητή, συνειδητότατη στρατηγική ενοχοποίησης των θυμάτων, με σκοπό ακριβώς να αμβλύνει την κριτική τους, να τους στερήσει την αθωότητα, και τέλος να ελαφρύνει την συνείδηση του θύτη. Είναι ακριβώς το ίδιο με το επίσης περίφημο «We all partied» του Brian Joseph Lenihan, χριστιανοδημοκράτη υπουργού Οικονομικών της Ιρλανδίας. Βλέπεις τις περισσότερες φορές είναι κοινές οι στρατηγικές που εφαρμόζονται παγκόσμια για την αγκίστρωση στην εξουσία (καρέκλα) μέσω της ενοχοποίησης των λαών.
Αυτό για το οποίο κατηγορείται ακόμα και σήμερα ο λαός είναι πως τόλμησε να φάει τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι, όπου γίνεται το μεγάλο φαγοπότι. Όταν ο ανθρωπάκος που παρακάλεσε για να διορίσει το παιδί του εξισώνεται με τον απατεώνα που θησαύρισε παίρνοντας μίζες από τα εξοπλιστικά προγράμματα και νομοθέτησε το ακαταδίωκτο της κομπίνας του ή το χρυσό αγόρι που φρόντισε να άρει τους ρυθμιστικούς περιορισμούς στην τοκογλυφία, είναι χρήσιμο να θυμίζουμε ότι, πρώτον, πάντα υπάρχει μια γκρίζα ζώνη, ακόμα και στα ειδεχθέστερα εγκλήματα και δεύτερον, ότι αυτή η γκρίζα ζώνη δεν καταργεί την διάκριση θύτη και θύματος, όσο κι αν το θέλουν οι πραγματικοί υπαίτιοι της καταστροφής.
Η εξουσία προσπαθεί να διαφθείρει με μικροπρονόμια, όπως ο μαφιόζος απαιτεί από τον μυούμενο να βάψει τα χέρια του με αίμα. Ο υδραυλικός και ο γιατρός που δεν κόβουν απόδειξη, ο άνεργος που παρακαλάει για ένα οκτάμηνο στον Δήμο, αυτός που παρέχει μαύρη εργασία, ο εκδότης που υποχωρεί για λίγη κρατική διαφήμιση στο έντυπό του, και τόσοι άλλοι αποτελούν την παντιέρα της γκρίζας ζώνης που χρησιμεύει για να δειχθεί ότι βράζουμε όλοι στο ίδιο καζάνι της συνενοχής για το αδιέξοδο.
Καθήκον μας σήμερα είναι να διαλυθούν κατά το δυνατόν αυτές οι «γκρίζες ζώνες» και ο φονιάς να μην είναι αγκαλιά με το θύμα. Ζητούμενο είναι να μπορούμε όλοι μας να αντιλαμβανόμαστε τις συνάφειες, αλλά να μην παραβλέπουμε τις διαφορές. Να προσπαθήσουμε, να σκεφτούμε, να μάθουμε. Όπως και ο Λέβι, είναι φυσικό να αισθανόμαστε ενοχές και ντροπή. Να αναρωτιόμαστε, πως ξεπέσαμε. Γιατί το κάναμε. Ποιος και γιατί μας εξανάγκασε. Προφανώς δεν είμαστε αθώοι. Ωστόσο, στην γκρίζα ζώνη υπάρχουν διαβαθμίσεις στην ενοχή, αντιστρόφως ανάλογες με τον εξαναγκασμό. Ο ίδιος ο Λέβι είπε ότι «θα αθώωνα ελαφρά τη καρδία όλους εκείνους των οποίων η συμμετοχή στην υπαιτιότητα υπήρξε ελάχιστη, αλλά ο εξαναγκασμός μέγιστος».
Αλλά στο τέλος, πρέπει να θυμόμαστε πάντα ένα πράγμα. Μέσα στο παραβάν, λίγο πριν την κάλπη είμαστε ολομόναχοι. Κι εκεί πρέπει να ξεχωρίσουμε μέσα μας, τους θύτες από τα θύματα. Σε όποια γκρίζα ζώνη κι αν ζήσαμε, ή ζούμε ακόμα και σήμερα, πρέπει να σταθούμε απέναντι από τους θύτες. Φυσικά θα ζήσουμε με τις ενοχές και τις Αμφιβολίες μας. Αλλά θα έχουμε συμβάλει στην μείωση των μαρτυρικών γκρίζων ζωνών. Έστω και με Αμφιβολίες πολλές, Αμφιβολίες τρελές.
Ένοχος υπεράνω πάσης αμφιβολίας
* Ο Πρίμο Λέβι (Primo Levi) (1919-1987) ήταν Ιταλοεβραίος χημικός, συγγραφέας και ποιητής. Νεαρός αντιστασιακός στην Ιταλία, θα συλληφθεί το 1944 και, ως Εβραίος, θα σταλεί στο Άουσβιτς, απ’ όπου θα βγει με την απελευθέρωση του στρατοπέδου έντεκα μήνες αργότερα.