Πόσες, αλήθεια, πικρές ιστορίες βρίσκονται κρυμμένες πάνω σε δρόμους και πλατείες; Πόσοι απελπισμένοι και παραπεταμένοι συνάνθρωποι κατάχαμα, που σαν τους αντικρίζουμε, μετατρέπονται σε κοφτερά μαχαίρια και τρυπούν τις σάρκες μας; Η πόλη που ζούμε, δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοιες καθημερινότητες, ωστόσο στις μεγαλουπόλεις το φαινόμενο είναι έντονο.


Μιλάμε για ανθρώπους που έχασαν τα πάντα και δεν έχουν πού να μείνουν. Μοιάζουν με κέρινα ομοιώματα χωρίς οικογένεια, γιατί κανείς δεν τους θέλει πια στη δική του ζωή. Συνήθως δεν ήταν επιλογή τους, δεν ήταν κάποια σπασμωδική αντίδραση. Ήταν μια μοίρα άπονη. Όλοι κουβαλούν τη δική τους προσωπική πορεία. Τώρα είναι απ’ τους «απέξω» κι εμείς οι πολλοί απ’ τους «από μέσα», έχοντας κάνει συμβόλαιο διαρκείας με την κανονικότητα.
Βρέθηκαν εκεί μετά από χρεωκοπίες, οικογενειακές τραγωδίες, παρατεταμένη ανεργία κ. α. Έγιναν τα σύμβολα σε κάποια παγκάκια, σε δρόμους, σε πάρκα. Δεν έχουν όνομα και κανείς δεν τους ρωτά πώς τους λένε κι από πού είναι. Είναι σχεδόν αόρατοι και αρκεί το «άστεγος». Άλλωστε κι οι ίδιοι θα επιθυμούσαν να ξεχάσουν όνομα και καταγωγή… Έγιναν οι πολίτες χωρίς ενεργό ρόλο, παραγκωνισμένοι και πετρωμένοι στην κοινωνική αφάνεια.
Μια απάνεμη γωνιά όλο το βιος τους. Λίγα χαρτόκουτα για στρώμα και καμιά κουρελιασμένη κουβέρτα για σκέπασμα. Ντροπή για τους ίδιους, ντροπή για την κοινωνία μας. Οι εικόνες αυτές στους δρόμους καθόλου δεν τιμούν τον πολιτισμό και αποτυπώνουν τα κοινωνικά προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. Η φτώχεια, η ανισότητα, η ανεργία, η έλλειψη στέγης, τα ναρκωτικά ήταν και είναι ανοιχτές πληγές.
Η ανταπόκριση των περαστικών, ο μόνος δρόμος επιβίωσης χωρίς να χαρακτηρίζονται επαίτες. Περιμένουν πώς και πώς να ανέβει λίγο ο ήλιος για το κανονισμένο ραντεβού με την ελεημοσύνη. Αδύνατα σώματα με κενά βλέμματα, με φθαρμένα ρούχα και καπέλα, με την απαραίτητη λιγδωμένη γενειάδα οι άνδρες, προσδοκούν κάποιο μικρό ρυάκι καλοσύνης να κυλήσει στα πόδια τους. Λίγοι θα τους συμπονέσουν και οι πολλοί θα τους αποστραφούν καχύποπτα σαν υπάρξεις που περισσεύουν. Και το φαινόμενο δεν είναι μόνο Ελληνικό. Είναι παγκόσμιο.
Έμαθαν να κρύβονται από γνωστούς και φίλους απ’ τα παλιά, γιατί οι πρακτικές αυτές δεν είναι ανεκτές. Έμαθαν τις μικρές χαρές τους να τις κάνουν μεγάλες, γιατί είναι απλές, καμωμένες απ’ τα αιώνια στοιχεία: φαγητό, στέγη, δουλειά, όπως έλεγε ο μεγάλος Έλληνας Ν. Καζαντζάκης. Η επανένταξή τους στην αγορά εργασίας φαντάζει αδύνατη, ειδικά τώρα που η ανεργία καλπάζει.
Κουρασμένα και γερασμένα πρόωρα τα κορμιά τους. Δεν έχουν να λογοδοτήσουν πουθενά, είναι ελεύθεροι και δεν τους απασχολούν λογαριασμοί και εφορίες. Κάθονται πολλές ώρες στον ήλιο τούς ζεστούς μήνες και στις παγωνιές τούς πολιορκεί το κρύο, γιατί η πόρτα τού… σπιτιού τους είναι μόνιμα ανοικτή. Σπίτι τους τα ήσυχα πεζοδρόμια, το χώμα, το γυμνό ξύλο. Αναπνέουν μυστικά, έχουν κρύο το αίμα τους, είναι πολλά τα αμίλητα παράπονα και δεν κρατούν θυμό στην κοινωνία. Ερώτημα βασανιστικό είναι πού βρίσκουν οι δύστυχοι αυτοί άνθρωποι χώρους υγιεινής για τις στοιχειώδεις ανάγκες τους. Τι τραγούδια και τι προσευχές, άραγε, να τους συντροφεύουν τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς τους;
Τα θετικά συναισθήματα έχουν μετακομίσει στην κατάψυξη. Και πώς μπορεί να προκύψει κάτι τέτοιο κάτω από το βάρος των παραμιλητών; Ψάχνουν, ίσως, κάποια παρακλάδια της ψυχής τους, μπας και ξεκαμπίσει από κάπου η ελπίδα. Καταφύγιο προσωρινής ευφορίας και οι «ουσίες» που τους έχουν κυκλώσει… Ακόμη και στο θάνατο θα φύγουν μόνοι τους.
Εφιάλτης ο ύπνος κάτω απ’ τα αστέρια του ουρανού ή το βαθύ σκοτάδι. Φυλάνε Γερμανικά νούμερα τα βράδια με καλό καιρό ή με βροχή λόγω φόβου και ανασφάλειας. Ακουμπισμένοι στα προσωπικά τους είδη δίκην μαξιλαριού, σαν πεθαμένοι που απλώς αναπνέουν. Σανίδα σωτηρίας και παράταση ζωής τα συσσίτια των δήμων, η φροντίδα του Ερυθρού Σταυρού, της Εκκλησίας ή κάποιες άλλες δομές υποστήριξης. Και η δική μας ευχή είναι κάποτε να συνενωθούν με τους δικούς τους και την ίδια τη ζωή.

ΥΓ: Η καινούργια γενιά των αστέγων ανά τον κόσμο, από ό,τι φαίνεται, θα δημιουργηθεί από τους ψηφιακά… αναλφάβητους που θα εγκαταλειφτούν στη μοίρα τους, δεδομένου ότι ως υπεράριθμα κοινωνικά υποπροϊόντα δε θα χωρούν στο όχημα της νέας βιομηχανικής εποχής!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ