Αμφιβολίες το μυαλό μου βασανίζουνε πολλές, Αμφιβολίες τρελές. Αυτή η Βασούλα της κυρά Λίτσας, μια ολόκληρη εφηβεία στο λαιμό μου καθόταν. Η Βασούλα το ‘να, η Βασούλα τ’ άλλο. Νισάφι πιά!
Έγραφα 18 στο διαγώνισμα Μα-θηματικών; Η μάνα μου την είχε έτοιμη την απάντηση. Η Βασούλα της κυρά Λίτσας έγραψε 20. Εσύ δεν μπορούσες να διαβάσεις λίγο παραπάνω; Εεεεεε, όχι ρε μάνα, τόσο μπόρεσα τόσο διάβασα, σκεφτόμουν από μέσα μου. Μια φορά που τόλμησα να πω: «Άσε που ο Κωστάκης που παίζουμε μπάλα μαζί, έγραψε 14», έγινε χαμός. «Κι εσύ τι θες; Να συγκρίνεσαι με τους χειρότερους; Ή με τους καλύτερούς; Πρόσεχε καλά, μη γίνεις κανένας ανεπρόκοπος στη ζωή σου».
Σήμερα, να σου πω την αλήθεια, μπορεί να έχω καταλήξει ανεπρόκοπος, αλλά το χειρότερο είναι ότι δυστυχώς δεν ζει η μάνα μου για να κάνει την διάγνωση. Ωστόσο, αυτό που μου έμαθε από νωρίς και από την καλή και από την ανάποδη, είναι ότι η σύγκριση είναι βαθιά ριζωμένη μέσα στις ζωές μας. Από τον σχηματισμό των πρώτων κοινωνιών, ο άνθρωπος αξιολογούσε τον εαυτό του σε συνάρτηση με τα όσα παρατηρούσε στους άλλους.
Σύγκρινε τις ικανότητές του μ’ αυτές των άλλων ανθρώπων κι έτσι αποκτούσε μια θέση στην κοινωνική ιεραρχία. Αυτή η σύγκριση ήταν πολύ σημαντική και για την επιβίωσή του, διότι μέσω αυτής είχε μια εκτίμηση όχι μόνο της δικής του αξίας, αλλά και της πιθανής αξίας ενός αντιπάλου.
Ο εγκέφαλός μας λειτουργεί κάνοντας συγκρίσεις – έτσι δημιουργεί αξιολογικές κρίσεις για όσα συμβαίνουν στο περιβάλλον και τον επηρεάζουν και στη συνέχεια καταλήγει σε έννοιες με σκοπό να προσδιορίσει αυτό που βιώνει και αισθάνεται. Μ’ αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να βάλει σε τάξη τον κόσμο και ως εκ τούτου δημιουργεί κατηγορίες ταξινομώντας αυτές τις έννοιες.
Υπάρχουν δύο άτυπες κατηγορίες ανθρώπων που τείνουν περισσότερο να συγκρίνονται κοινωνικά με τους άλλους: α) Άνθρωποι που συγκρίνονται με βάση τις ικανότητές τους και β) άνθρωποι που συγκρίνονται με βάση τις απόψεις τους. Αυτοί που επιθυμούν να προσδιορίσουν την αξία των ικανοτήτων τους μέσω της σύγκρισης, καταλήγουν σε ανεπαρκή συναισθήματα όχι μόνο επειδή θεωρούν ότι δεν είναι τόσο ικανοί όσο οι άλλοι, αλλά διότι είναι γενικά δύσκολο να βελτιώσουν τις ικανότητές τους ώστε να εξισωθούν μ’ αυτές των άλλων.
Αντίθετα, τα άτομα που συγκρίνουν τις απόψεις τους μ’ αυτές των άλλων ανθρώπων, μπορούν πιο εύκολα να αλλάξουν την ανεπιθύμητη δική τους άποψη μ’ αυτή που θεωρούν καταλληλότερη και που προέρχεται από τους άλλους.
Φυσικά, αυτή η διαδικασία σύγκρισης γίνεται αυτόματα και όσον αφορά τις πολιτικές μας πεποιθήσεις και στον τρόπο που τελικά ψηφίζουμε. Και το πιο φοβερό είναι ότι αυτή η εσωτερική διαδικασία του εγκεφάλου μας, ωθεί τους περισσότερους από εμάς να ψηφίζουν ακριβώς το ίδιο κόμμα, άσχετα από την εκάστοτε προσωπική τους κατάσταση και άσχετα από τις εκάστοτε συνθήκες και ζητούμενα των καιρών.
Η έννοια της αυτόματης σύγκρισης έχει αλλοιώσει τον τρόπο σκέψης, την επιχειρηματολογία μας και συνήθως εμφανίζεται δυαδικά. Δηλαδή δεν συγκρίνουμε πολλούς μεταξύ τους, αλλά μόνο δύο. Αν εγώ, για παράδειγμα, γράψω κάτι ενάντια στη Νέα Δημοκρατία, στο μυαλό των περισσοτέρων θα καταχωρηθώ ως Συριζαίος. Αντίστροφα, αν γράψω κάτι ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ, στο μυαλό των περισσοτέρων θα καταχωρηθώ ως Νεοδημοκράτης. Λες και οι υπόλοιποι, δεν υπάρχουν καν. Αν διατυπωθεί μία θέση ενάντια σε κάποιο πεπραγμένο της κυβέρνησης, η απάντηση είναι κάποιο άλλο κακό που έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση. Συζήτηση με επιχειρήματα επί της θέσης δεν γίνεται ποτέ. Πιστεύει κανείς ότι αυτό συμβαίνει τυχαία;
Έχουμε ποτέ σκεφτεί ποια είναι αυτή η αόρατη δύναμη που μας σπρώχνει να ψηφίζουμε το ίδιο κόμμα ή τα ίδια άτομα (βουλευτές, δημάρχους κλπ) ξανά και ξανά; Γιατί δεν μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα ότι ίσως είναι ανίκανοι να κάνουν κάτι για να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής μας; Γιατί αντιδρούμε σαν να βλέπουμε συνέχεια την ίδια ταινία, ελπίζοντας ότι θα έχει διαφορετικό τέλος; Μήπως γιατί δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πως για το απερίγραπτο χάλι που επικρατεί σήμερα σε επίπεδο οικονομικό, πολιτισμικό και ηθικό (και όχι μόνο) είμαστε υπεύθυνοι εμείς που τους στέλνουμε στην εξουσία για να μας «υπηρετήσουν»;
Σύμφωνα με μελέτες, το να ψηφίζει κάποιος φαίνεται από την πλευρά του ψηφοφόρου ως μια πράξη έκφρασης για το ποιος νομίζει ότι είναι. Σε άλλες περιπτώσεις, η ψήφος αποτελεί συνήθεια. Φαίνεται πως η ψήφος είναι μια διαδικασία που έχουμε συνηθίσει να κάνουμε. Αυτοί οι ψηφοφόροι ψηφίζουν ασχέτως κόμματος ή υποψηφίου προσώπου. Για κάποιους άλλους η ψήφος αποτελεί «συνδρομή» ή εισιτήριο για την ένταξη σε μια ευρύτερη ομάδα.
Η κοινωνική πίεση, σύμφωνα με τα επιστημονικά ευρήματα, είναι ένας σημαντικός παράγοντας στην τελική απόφαση για το τι θα ψηφίσουμε. Έτσι, λοιπόν, πολλές φορές πα-ρακινούμαστε να ψηφίσουμε κάτι συγκεκριμένο επειδή θέλουμε να ανήκουμε ή να ταιριάξουμε με άλλους. Τέτοιου είδους κοινωνικές πιέσεις προέρχονται από διάφορες πηγές, κυρίως από γονείς, φίλους και ερωτικούς συντρόφους.
Ακόμα, οι εργοδότες και οι θρησκευτικοί ηγέτες μπορούν να επηρεάσουν την ψήφο μας. Πολύ συχνά σε προεκλογικές εκστρατείες βιώνουμε τον φόβο ως μια ύπουλη και άκρως επικίνδυνη μέθοδο επηρεασμού του ψηφοφόρου (πχ άτακτη χρεοκοπία της Ελλάδας, επιστροφή στη δραχμή, έλλειψη πετρελαίου, κλείσιμο σχολείων, μη πληρωμή συντάξεων κλπ).
Υπάρχει άραγε τρόπος να ξεφύγουμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο; Οι μελέτες λένε αρχικά κάτι που είχε ήδη πει πρώτος ο Tom Robbins: «Πάντα να συγκρίνεις τον εαυτό σου με τους άριστους. Ακόμα κι αν ποτέ δεν μπορέσεις να γίνεις ισάξιός τους, αναπόφευκτα αυτή η σύγκριση θα σε βελτιώσει». Μετά από αυτό το πρώτο βήμα, καλό θα ήταν να έχεις στο μυαλό σου κάτι που έχει πει ο γνωστός Έλληνας εφοπλιστής Πρόδρομος «Μποδοσάκης» Αθανασιάδης: «Αν εγώ και οι εργάτες μου ψηφίζουμε το ίδιο κόμμα, τότε ένας από τους δύο είναι ηλίθιος!».
Τέλος μάς μένει το τρίτο και πιο δύσκολο βήμα. Πρέπει να αναρωτηθούμε με κάθε ειλικρίνεια: «Τελικά, μήπως όλοι αυτοί που τους συντηρούν στην εξουσία είμαστε εμείς και τα προσωπικά μας συμφέροντα; Η τάση μας να βλέπουμε το δέντρο και όχι το δάσος; Η κοντόφθαλμη λογική και ο ατομισμός μας; Η ελλιπής κοινωνική μας μόρφωσή και εκπαίδευση που λάβαμε;».
Η απάντηση, αν και απλή στα λόγια αλλά εξαιρετικά σύνθετη στην πράξη, βρίσκεται σε μια λέξη κλειδί: αυτογνωσία. Αλλά μόνο για «όποιον τολμά να αντιμετωπίσει με θάρρος τις φοβίες του, που θέλει περισσότερα από τη ζωή του, που επιθυμεί να αναπτυχθεί και να πετύχει στόχους, τόσο προσωπικούς όσο και επαγγελματικούς». Αν το κάνει αυτό είναι σίγουρο πως θα ξυπνήσει από τον ύπνο του δικαίου και θα αποτελέσει βασικό κομμάτι της κοινωνικής επανεκκίνησης που απαιτείται για να ζει καλύτερα ως σύνολο και ως άτομο.
Κι όσον αφορά τις συγκρίσεις που κάνουμε όλοι μας αυτόματα, επιτρέψτε μου να δανειστώ κάτι από την θεολογία, που νομίζω ότι έχει πλήρη αντίστοιχη εφαρμογή και στην φιλοσοφία και στην οικονομία και στην παιδεία και στον πολιτισμό και φυσικά σε κάθε πτυχή της ζωής όλων μας. Αγαπητοί μου φίλοι,/ Δεν συγκρινόμαστε με τον διπλανό/ Συγκρινόμαστε με τον ουρανό.
Κι αυτή η σύγκριση είναι σίγουρο ότι θα μας γεμίσει με Αμφιβολίες πολλές, Αμφιβολίες τρελές. Αυτές, όμως, οι Αμφιβολίες, θα μας φωτίσουν ένα άλλο μονοπάτι, λίγο καλύτερο από το σημερινό που περπατάμε.
Ένοχος, υπεράνω πάσης Αμφιβολίας