Του Δημήτρη Ράπτη
Κοντά στις όχθες του Αχελώου και σε μικρή απόσταση από αυτές, στα νότια της κοινότητας Μυροφύλλου βρίσκεται το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου μέσα σε ένα ιδιόμορφο και εντυπωσιακό τοπίο.
Για τους αρχαίους χρόνους τα γεωγραφικά όρια της περιοχής, όπου σήμερα υπάγεται και το Μυρόφυλλο μαζί με το μοναστήρι δεν είναι καθορισμένα. Από τα ελάχιστα απομεινάρια αυτής της εποχής για τις πόλεις του κοινού των Αθαμανών πολύ λίγα γνωρίζουμε για τη ζωή που αναπτύχθηκε στις παρόχθιες περιοχές του Αχελώου. Για τους βυζαντινούς χρόνους τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Περισσότερα απομεινάρια μνημείων, τοπωνυμίων και άλλων τεκμηρίων φανερώνουν ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες ζωής στην παραπάνω περιοχή με χωριά και οικισμούς που διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα (Μυρόκοβο, Γρεβενοσέλι, Ντοβρόι, Βιτσίστα, Λιάσκοβο και άλλα.
Στα δύσκολα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης η παραπάνω περιοχή φιλοξένησε πολυάριθμο πληθυσμό με οικονομική και πνευματική ανάπτυξη, με σχολεία, με καλλιέργεια των τεχνών και των γραμμάτων. Αυτή η ανάπτυξη μετά την απελευθέρωση διατηρήθηκε ως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, για να συρρικνωθεί σήμερα και να φθάσει ο ορεινός όγκος μετά από μια φθίνουσα πορεία ορφανεμένος από τους κατοίκους του να αποτελεί μια ιδέα.
Το Μυρόφυλλο ενταγμένο στην παραπάνω ενότητα βρίσκεται στο τρίγωνο μεταξύ των θεσσαλικών Αγράφων, του Ραδοβιζίου και των Τζουμέρκων Άρτας. Από πολύ παλιά φαίνεται πως ανάμεσα στα χωριά της παραπάνω περιοχής αναπτύχθηκε και προς ανατολάς και προς δυσμάς κάποια δραστηριότητα και οι σχέσεις τους ήταν πιο στενές με τα χωριά κατά μήκος του δρόμου που οδηγούσε προς τα Τρίκαλα (Πολυνέρι, Βαλκάνο, Μοσχόφυτο), ενώ πολύ ελάχιστες με τα υπόλοιπα προς αυτή την κατεύθυνση.
Αντίθετα περισσότερες και πιο στενές είναι οι σχέσεις με τα χωριά της Άρτας, Μεσούντα, Τετράκωμο, Αθαμάνιο, Βουργαρέλι, Πηγές, Καστανιά, σχέσεις που έφτασαν ως τις μέρες μας.
Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου
Το μοναστήρι βρίσκεται πολύ κοντά στον Αχελώο, όπως σημειώσαμε και πιο πάνω, καλύπτει μία έκταση τεσσάρων στρεμμάτων από τα οποία τα δυο στρέμματα είναι κηπάρια και τα δυο άλλα το οικοδομικό συγκρότημα. Περιλαμβάνει τρεις εκκλησίες: του Αγίου Γεωργίου, που είναι και το σημερινό καθολικό, της Γεννήσεως του Χριστού – Αγίου Μιλτιάδη (την γνωρίζαμε ως εκκλησία της Παναγίας, αλλά οι στερεωτικές εργασίες που έγιναν τελευταία αποκάλυψαν ότι είναι της Γεννήσεως του Χριστού.
Το 2017 ο Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών όρισε να συνεορτάζεται και η μνήμη του Αγ. Μιλτιάδη στην μνήμη του ευεργέτη της Μονής Μιλτιάδη Παπαδόπουλο). Και ολόγυρα υπάρχουν τα κελιά ερειπωμένα ή ημιερειπωμένα και ελάχιστα σε κατοικήσιμη κατάσταση.
Δεν γνωρίζουμε τη χρονολογία ίδρυσής του. Πρωτογίνεται αναφορά για το χωριό και για ένα μοναστήρι στο Χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου του Παλαιολόγου, 1336 μ.Χ. στο οποίο γίνεται λόγος και για διακόσια περίπου χρόνια ζωής πριν από τότε.
Η αναφορά αυτή και τα στοιχεία μάς επιτρέπουν να διακρίνουμε δυο, βασικά, χρονικές περιόδους στη μακραίωνη πορεία του. Η πρώτη απ’ αυτές εκτείνεται από την ίδρυσή του ως τις αρχές του 17ου αιώνα και η δεύτερη έως σήμερα.
Το 1614 χτίστηκε η εκκλησία της Γεννήσεως του Χριστού – Αγίου Μιλτιάδη, πάνω σε άλλη που κάηκε μαζί με τα κελιά για άγνωστους λόγους (υπολείμματα πυρκαγιάς υπήρχαν στα γεμίσματα των θόλων), το 1739 η εκκλησία των Ταξιαρχών και το 1815 άρχισε να κτίζεται το οικοδομικό συγκρότημα με την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, όπως το βλέπει και σήμερα ο επισκέπτης.
Για την περίοδο από την ίδρυσή του μέχρι το 17ο αιώναέχουμε ελάχιστα, μηδαμινά θα έλεγα, στοιχεία, ενώ για την επόμενη περίοδο τα στοιχεία που διασώθηκαν συνηγορούν για την ανάπτυξη ενός σπουδαίου μοναστικού κέντρου με αξιόλογη δραστηριότητα στην προδρομική, κυρίως, φάση του νεοελληνικού διαφωτισμού.
Οι ναοί
Το αρχαιότερο κτίσμα της Μονής είναι η εκκλησία της Γεννήσεως του Χριστού – Αγίου Μιλτιάδη και ίσως και της ευρύτερης περιοχής του Ασπροποτάμου.
Χτίστηκε, όπως σημειώσαμε, το 1614 μΧ, και όπως προκύπτει από την εγχάρακτη επιγραφή στη νότια κόγχη της. Τα ονόματα των τεχνιτών και των κτητόρων είναι άγνωστα, καθώς και τα ονόματα των αγιογράφων που ιστόρησαν το εσωτερικό του ναού. Βρίσκεται, σχεδόν, στο κέντρο του εσωτερικού του μοναστηριού, είναι σχετικά μικρός και μονόχωρος ναός, βυζαντινού ρυθμού, σταυροειδής με τρούλο.
Ο τύπος αυτός είναι ευρύτερα διαδεδομένος στον ορεινό όγκο της Πίνδου, κυρίως, στα μεταβυζαντινά χρόνια και είναι επηρεασμένος από τον αγιορείτικο τύπο, καθώς στα βόρεια και νότια αναπτύσσονται πολυγωνικές κόγχες οι οποίες σπάζουν τη μονοτονία και είναι προορισμένες για τους πολυάριθμους χορούς των ιεροψαλτών.
Το εσωτερικό του ναού είναι αγιογραφημένο, άγνωστο από πότε, αφού δεν διασώζεται κάτι σχετικό με τους αγιογράφους που με ευλάβεια ιστόρησαν το καθολικό και μας άφησαν ένα ανεκτίμητο κειμήλιο των περασμένων αιώνων.
Δίπλα από την εκκλησία της Γεννήσεως του Χριστού -Αγίου Μιλτιάδη βρίσκεται το εκκλησάκι των Ταξιαρχών, ένας χώρος αρκετά υπερυψωμένος με νάρθηκα και ένα κελί μικρών διαστάσεων. Η θέση και ο τρόπος με τον οποίον συνδέεται με την εκκλησία της Γεννήσεως του Χριστού – Αγίου Μιλτιάδη, καθώς επίσης και η κάλυψη μέρους της κτητορικής επιγραφής και ενός παραθύρου στα δυτικά της εκκλησίας μάς οδηγούν στα τέλη του 17ου αιώνα και αρχές του 18ου. Το εσωτερικό του παρεκκλησίου ιστορήθηκε το 1739.
Tο καθολικό σήμερα του μοναστηριού είναι ο ναός του Αγίου Γεωργίου χτισμένος στα βορειοανατολικά του περιβόλου της Μονής. Το κτίριο είναι απόλυτα προσαρμοσμένο στο περιβάλλον, λιθόκτιστο με καλοδουλεμένη πέτρα, δομημένη κατά στρώσεις, λευκή και λευκόγκριζη, διανθισμένη που και που με καστανόχρωμη, όπως αυτές της Γεννήσεως του Χριστού-Αγ. Μιλτιάδη. Eξωτερικώς οι τοίχοι δεν έχουν καμιά διακόσμηση, εκτός από την τυφλή τοξοστοιχία πάνω από το μονόλοβο παράθυρο της αψίδας του Iερού Bήματος.
Tο καθολικό είναι σταυροειδές εγγεγραμμένο, μονόχωρο με σαμαροσκεπή εξωτερικά, ξυλόστεγη και θολωτή εσωτερικά σκεπή με σχιστολιθικές πλάκες εγχωρίου παραγωγής. O νάρθηκας της εκκλησίας βρίσκεται στο δυτικό τμήμα, είναι ανοικτός, κιονοστήρικτος από την ίδια πέτρα και στη βορινή πλευρά του υπάρχει ένα μικρότερο κτίσμα αποτελούμενο από δύο χώρους.
Tο δάπεδο του καθολικού είναι επιστρωμένο με σχιστολιθικές πλάκες ορθογωνίου σχήματος και το Iερό Bήμα διαχωρίζεται με ξυλόγλυπτο τέμπλο.
Το καθολικό του Αγίου Γεωργίου αγιογραφήθηκε το 1869 και ο νάρθηκας το 1870. Οι Σαμαρινιώτες αγιογράφοι Αθανάσιος και Γεώργιος φρόντισαν να είναι περισσότερο πιο κοντά στη σκέψη του καιρού τους. Βασισμένοι και στη λαϊκή παράδοση ζωγράφισαν μορφές που βρίσκονται πιο μακριά απ’ αυτές της εκκλησίας της Παναγίας, με «χρώμα» περισσότερο γήινο. Και στο χρώμα κυριαρχεί το γαλάζιο, το βυσσινί, η ώχρα, το καφέ. Το εσωτερικό του ναού είναι στο σύνολό του αγιογραφημένο και είναι σε καλή κατάσταση, αν εξαιρέσει κανείς τη βορινή πλευρά όπου η υγρασία έκανε ανε- νόχλητη τη δουλειά της. Στη δυτική πλευρά η παρέμβαση της αρχαιολογίας έσωσε προς στιγμήν την καταστροφή δεν φαίνεται, όμως, να αποφεύγουν το μοιραίο, αφού προς την κατεύθυνση της συντήρησης δεν γίνεται τίποτε.
Κτήτορες του μοναστηριού
Κτήτορες του μοναστηριού στη μορφή που είναι σήμερα φέρονται ο π. Κοσμάς, ιερομόναχος στο ίδιο μοναστήρι από τα τέλη της δεκαετίας του 1770 και ίσως από το ίδιο το χωριό, ο π. Γαβριήλ και η Μακαρία μοναχή.
Στην τοιχογραφία του νάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, παριστάνεται ως κτήτορας του μοναστηριού μόνον ο ιερομόναχος π. Κοσμάς, να κρατάει στα χέρια του το μοναστήρι. Για τον πάτερ Γαβριήλ δεν έχουμε στοιχεία εκτός από μια αναφορά σε σημείωση για το θάνατό του ση Μεσούντα της Άρτας. Η Μακαρία μοναχή πιθανόν να είναι η κόρη του Γεωργίου Μπότσαρη από το Σούλι η οποία χώρισε τον άντρα της λόγω της αντιπατριωτικής συμπεριφοράς του και έγινε καλόγρια.
Ο π. Κοσμάς πέθανε το 1840, ο π. Γαβριήλ το 1867, αν είναι αυτός που σκοτώθηκε στη Μεσούντα και η Μακαρία μοναχή, αν είναι αυτή που σημειώσαμε πιο πάνω, το 1863. Με την πρωτοβουλία τους δηλαδή χτίστηκε το σημερινό καθολικό του Αγίου Γεωργίου με όλα τα κελιά, τους αποθηκευτικούς χώρους, τους χώρους υποδοχής και διαμονής, όπως σώθηκαν ως τη δεκαετία του ’60. Συμπεριέλαβαν δε στο κέντρο και την εκκλησία της Παναγίας με την εκκλησία των Ταξιαρχών, κτίσματα που προϋπήρχαν από τις προηγούμενες φάσεις της ζωής του μοναστηριού.
Μυροφυλλίτες λόγιοι
Πρέπει, όμως, στο σημείο αυτό να επισημάνουμε την αξιόλογη πνευματική δράση της Μονής στην πρώτη φάση της ιστορικής πορείας της, όπως αυτή καταδεικνύεται μέσα από τη σωζόμενη αλληλογραφία του κώδικα των Βρυξελλών ΙΙ 2406 του παπα-Νικολάου Μυροκοβίτη. Διαφαίνεται σ’ αυτόν πως με κέντρο τη Μονή Μυροκόβου, απ’ όπου έπαιρναν τα πρώτα γράμματα εξακτινώνονταν έπειτα οι λόγιοι στα κέντρα του Ελληνισμού και ανάλογα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για την πνευματική και εθνική δράση.
Σ’ αυτό συνηγορούν και τα στοιχεία που προκύπτουν και από τους κώδικες που βρίσκονται στις βιβλιοθήκες των Μονών των Μετεώρων, της Εθνικής Βιβλιοθήκης και αλλού. Οι λόγιοι αυτοί διακρίθηκαν και ως αντιγραφείς – κωδικογράφοι διασώζοντας σημαντικά πνευματικά δημιουργήματα που βρίσκονται σε διάφορες βιβλιοθήκες.
Για την ιστορία σημειώνω μερικά ονόματα χωρίς να εξαντλείται ο κατάλογος: παπα-Νικόλαος Μυροκοβίτης, κωδικογράφος, παπα-Χριστόδουλος, Αθανάσιος Λιοντάρης, Αναστάσιος Κουρφαριώτης, Θεοδόσιος, κωδικογράφος, ο γέροντας Παΐσιος, και άλλα. Την ίδια δρασ- τηριότητα διατήρησε και ανέπτυξε και αργότερα στη δεύτερη φάση, όταν λειτούργησε περισσότερο ως κέντρο του εθνικού ξεσηκωμού.
Η ανατολή του εικοστού αιώνα το βρίσκει με λίγους μοναχούς να ζει τον απόηχο της περασμένης δόξας του και να συμμετέχει στην απελευθέρωση της Ηπείρου συνεννοούμενο με το άλλο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Βουργαρελίου Άρτας.
Από ό,τι μπορούμε να υποθέσουμε κυρίως από τα χειρόγραφα αυτά είναι πολύ πιθανόν στο μοναστήρι αυτό να λειτουργούσε κάποιο εργαστήριο αντιγραφέων. Ο κώδικας ΙΙ 2406 των Βρυξελλών του εκ Μυροκόβου ιερέα και λόγιου Νικολάου του 1682, μια συλλογή επιστολών των λογίων του 17ου αιώνα, μας δίνει πολλά στοιχεία για την περιοχή και μας επιτρέπει να εικάσουμε ακόμη περισσότερα.
Tο κυριότερο συμπέρασμα στο οποίο μπορεί να καταλήξει κανείς είναι ότι το μοναστήρι αυτό με όποια μορφή και αν υπήρξε ήταν ένα φυτώριο πνευματικών ανθρώπων στην προδρομική ακόμη φάση του Nεοελ-ληνικού Διαφωτισμού, οι οποίοι με τη σειρά τους ίδρυσαν σχολές, δίδαξαν σε πολλές απ’ αυτές και προ- ετοίμασαν την απελευθέρωση του Γένους.
Και όλη αυτή η δραστηριότητα πρέπει να ήταν αποτέλεσμα πολλών ετών πιο πριν, γιατί δεν γεννιέται απότομα μια τέτοια πνευματική κίνηση. Το τελευταίο μάς επιτρέπει να εικάσουμε μια αναπτυγμένη πνευματική δραστηριότητα στο χώρο αυτόν από τον προηγούμενο ακόμη αιώνα, τον 15ο και, ίσως, και παλαιότερα.
Το μοναστήρι και το 1821
Aυτό το παρελθόν και αυτή η πορεία του με τη σειρά τους, υποθέτω, έδωσαν στο μοναστήρι το «δικαίωμα» της ενεργούς και συνεχούς συμμετοχής στα πράγματα, γεγονός που, μάλλον, επιβεβαιώνει αυτή την προφορική, προς το παρόν, μαρτυρία, ότι το νεότερο μοναστήρι που άρχισε να χτίζεται στα 1815 έγινε με τη συνδρομή ή και εξολοκλήρου με έξοδα της Φιλικής Εταιρείας.
Θα ήταν πολύ γνωστός, ως φαίνεται ο χώρος αυτός στους κύκλους εκείνους που προετοίμαζαν την ιερή υπόθεση της απελευθέρωσης του έθνους και για το λόγο αυτό εμπιστεύτηκαν αυτόν και τους ενοίκους του, τους μοναχούς, και αργότερα στα απελευθερωτικά κινήματα. Αν και το παραπάνω, περί Φιλικής Εταιρείας δηλαδή, δεν επιβεβαιώνεται προς το παρόν από γραπτές μαρτυρίες, η αρχιτεκτονική αποτύπωση του μνημείου αλλά και τα απομεινάρια που βλέπει ο επισκέπτης το επιβεβαιώνουν χωρίς ιδιαίτερη βάσανο. Το οικοδομικό συγκρότημα παρουσιάζει μια οχυρωματική διάταξη φανερή και από τον υψηλό πύργο της εισόδου, τις πολλές πολεμίστρες, τις εξόδους κινδύνου, τις κρύπτες-καταφύγια και τις ιστορίες που διηγούνται οι άνθρωποι γύρω από το κτίσιμό του. Σ’ αυτό έβρισκαν καταφύγιο όχι μόνον οι οπλαρχηγοί αγωνιστές, αλλά και όλος ο λαός. Σ’ αυτό και πέριξ αυτού οι στρατιώτες και οι οπλαρχηγοί άφηναν τις οικογένειές τους και έφευγαν για τις μάχες.
Σ’ αυτό συνηγορούν και πολλά άλλα στοιχεία, όπως η μεγάλη περιουσία, αγροτική και κτηνοτροφική στο χωριό και την ευρύτερη περιοχή (ο Κασομούλης αναφέρει πως μαζί με τους κλεφτοαρματολούς διέθετε πέντε χιλιάδες πρόβατα), αστική στην Άρτα (ο φούρνος της Χαρωνούς που έθρεψε το στρατό το 1912-’13, σπίτια και ελαιοτόπια στο Πέτα, ελαιόμυλος και άλλα.), μύλους, μαντάνια και νεροτριβές στο χωριό και την ευρύτερη περιοχή (παρασκεύαζαν τις κάπες για τους αγωνιστές της επανάστασης), περιουσία η οποία και απαλλοτριώθηκε. Από αυτά μόνον λίγα χωράφια δικαιούται στο χωριό και το ελαιοτόπι στο Πέτα και το φούρνο με το σπίτι στην Άρτα.
Το μοναστήρι και η εκτροπή Αχελώου
Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου επηρεαζόταν άμεσα από τα νερά της εκτροπής του Αχελώου. Αρχικά προβλεπόταν για την κατάκλυσή του η κατασκευή ενός μουσειακού χώρου κάπου στην κοινότητα, γεγονός που ακυρώθηκε με τον πολύχρονο αγώνα του Συλλόγου Φίλων του Μοναστηριού και της Κοινότητας.
Το μοναστήρι είναι διατηρητέο μνημείο ως χαρακτηριστικό δείγμα της ύστερης βυζαντινής και μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής και ως εκ τούτου προστατεύεται από διάφορες διεθνείς συνθήκες.
Με την τελευταία απόφαση του ΣτΕ στο οποίο είχε προσφύγει και ο Σύλλογος με την Κοινότητα Μυροφύλλου ακυρώθηκε το 2014 το φράγμα και διεσώθη και το μοναστήρι από την κατάκλυση, αν και οι τελευταίες μειώσεις της στάθμης του νερού το έφερναν παραλίμνιο, αλλά μέσα, βέβαια, σε ένα νέο φυσικό περιβάλλον.
Οι ευεργέτες-δωρητές της Μονής
Με την ευγενική χορηγία της οικογένειας Ανδρούλας και Χριστοφόρου Παπαδοπούλου στη μνήμη του προσφιλούς γιου τους Μιλτιάδη ανακατασκευάστηκαν και συντηρήθηκαν οι δυο παλαιότερες εκκλησίες του μοναστηριού, της Γεννήσεως του Χριστού- αφιερωμένη τώρα και στον Άγιο Μιλτιάδη – και των Ταξιαρχών. Η σημαντική αυτή πρωτοβουλία της οικογένειας Παπαδοπούλου στη μνήμη του γιου τους Μιλτιάδη είναι θεάρεστη και εθνικής σημασίας πράξη, γιατί το μοναστήρι αυτό πέρα από τον θρησκευτικό του προορισμό είχε και άλλη αποστολή, καθώς ήταν συνδεδεμένο άμεσα με τον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας Ο μεγάλος χαμός του Μιλτιάδη στο άνθος της νεότητάς του άφησε στους γονείς του, στην αδερφή του, στο γαμπρό του, στα ανήψια του και στους πάμπολλους φίλους του ένα τεράστιο και αγεφύρωτο κενό, ένα χάσμα που αιωρείται ανάμεσά τους. Οι γονείς του ακολουθώντας τον τρόπο ζωής του Μιλτιάδη, στον οποίο μυήθηκε από τους ίδιους, όταν αυτοί άκουσαν από την κ. Μαρία Σπύρου, μέσω του οικογενειακού τους φίλου Δρ Ηλία Τασούλα, ιατρού καρδιολόγου από το Τετράκωμο Άρτας για το ιστορικό μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου, αποφάσισαν να στεγάσουν σε αυτό τη μνήμη του αγαπημένου γιου τους Μιλτιάδη, με την ευχή, το σπίτι του Μιλτιάδη να συνεχίσει να προσφέρει σε όλους ό,τι και η ανοιχτή και φιλόξενη καρδιά του αδικοχαμένου παλικαριού.
Το πανηγύρι και το τραγούδι τ’ Άι-Γιώργη
Κάθε χρόνο στις 23 Απρίλη ή τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, αν αυτό γιορτάζεται μετά τις 23 του μήνα, πανηγυρίζει το μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου. Η Μυροφυλλίτικη ζωή είναι στενά δεμένη με τη θρησκευτική πίστη και λατρεία.
Την ημέρα αυτή συγκεντρώνεται πολύς κόσμος όχι μόνο από το χωριό και τη γύρω περιοχή αλλά και μακρύτερα, την Άρτα και την Αιτωλ/νία. Η συνήθεια αυτή, που εν πολλοίς διατηρείται ακόμη και σήμερα, είναι κατάληξη παλαιότερης συνήθειας, όταν το μοναστήρι ήταν κέντρο λατρείας της περιοχής για πολλά χρόνια. Και για να μολογούν έτσι για την παρουσία του, τη φιλοξενία του, φαίνεται πως στα χρόνια της δουλείας ήταν το καταφύγιο των κατατρεγμένων.
Εντυπωσιακός την ημέρα αυτή είναι ο παραδοσιακός χορός των γερόντων, πριν ξεκινήσει το ημερήσιο πανηγύρι στο χώρο του μοναστηριού. Είναι ένας αργόσυρτος στα τρία χορός και το τραγούδι μόνο φωνητικό από τους ίδιους.
Το τραγούδι που τραγουδούν έχει σχέση με τις ελληνικές παραδόσεις και παρουσιάζει τους χορευτές-τραγουδιστές να παρακαλούν το δράκο ν’ αφήσει το νερό, να πιει το πανηγύρι -ο κόσμος- που είναι πολύς, να πιουν οι μούλες της κυράς και τα θεριά τ’ αφέντη.
Tώρα είναι ο Mάης κι η άνοιξη, τώρα είναι το καλοκαίρι,/ Τώρα στολίζει ο θιος τη γη με εννιά λοϊών λουλούδια,/ στολίζει και μένα η μάνα μου, με εννιά λοϊών αρμάτες,/ με λούζει, με χτενίζει, με στέλνει στο πανηγύρι./ Tο πανηγύρι ήταν πουλύ κι ο τόπος ήταν λίγος,/ κρατεί κι ο δράκος το νερό, διψάει το πανηγύρι,/ διψάν κι οι μούλες της κυράς και τα θηριά τ’ αφέντη./ «Aπόλα, δράκε μ’, το νερό να πιει το πανεγύρι,. να πιουν κι οι μούλες της κυράς κι τα θηριά τ’ αφέντη».
Ο Σύλλογος Φίλων του Μοναστηριού
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 το ενδιαφέρον των κατοίκων για το παραπάνω μνημείο εκφράστηκε με την ίδρυση του Συλλόγου Φίλων του Μοναστηριού και προστασίας του περιβάλλοντος της παραπάνω περιοχής. Σκοπός του είναι η διάσωση, συντήρηση, αναστήλωση και αξιοποίηση του μοναστηριού και του μοναστηριακού χώρου προς όφελος του ανθρώπου. Με το πρόγραμμα Leader δια μέσου της Κοινότητας από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 αναστηλώθηκε η κεντρική είσοδος με μερικά κελιά και δεν κατέρρευσαν, έγινε αργότερα προσβάσιμο με ασφαλτοστρωμένο αυτοκινητόδρομο, συνδέθηκε τηλεφωνικά, υδροδοτήθηκε και ηλεκτροδοτήθηκε και γενικά είναι ένας χώρος επισκέψιμος.
* Ο Δημήτρης Ράπτης είναι εκπαιδευτικός