Τα χωριά της ανατολικής όχθης του Αράχθου έχουν την δική τους ιστορία, διάρκειας περίπου ενάμιση αιώνα. Μετά το 1881 γεννήθηκαν ξαφνικά όταν ο Άραχθος αποτέλεσε το νέο όριο του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους.
Οι νέοι οικιστές προερχόμενοι κυρίως από την απέναντι πλευρά του ποταμού που είχε μείνει υπό τον Οθωμανικό ζυγό, έκαναν τους οικισμούς καταρχήν με καλύβες, στη συνέχεια με τα πρώτα πέτρινα πρόχειρα σπίτια.
Παρακινήθηκα γι’ αυτό το σημείωμα από κάποια συγκινητική καταχώρηση στον «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ» του Δημήτρη Ντάλα «Λείψανα και θραύσματα» με φωτογραφία του σπιτιού του Γιορ Ντάλα, ενός από τα πρώτα του Διστράτου στην παρακμή του.
Τα παραδοσιακά σπίτια του χωριού
Η περιοχή του χωριού απελευθερώθηκε το 1881, όταν προσαρτήθηκε στο νέο Ελληνικό κράτος η Θεσσαλία και τμήμα της Ηπείρου, ανατολικά του Αράχθου. Έτσι, για περίπου 30 χρόνια, ο Άραχθος ήταν το όριο του Ελληνικού κράτους και η περιοχή του χωριού παραμεθόρια.
Κατά την απελευθέρωση, η έκταση που καλύπτει σήμερα το Δίστρατο ήταν βοσκότοποι, για τους κτηνοτρόφους κυρίως των Δυτικών Τζουμέρκων και ονομαζόταν Λυκούρες (είχε πολλούς λύκους). Οι πρώτοι οικιστές ήρθαν από την απέναντι του Αράχθου πλευρά για να αποφύγουν τον Τουρκικό ζυγό, είτε ήταν παραχειμάζοντες κτηνοτρόφοι, οι οποίοι σιγά – σιγά εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Στην αρχή και μέχρι περίπου το 1910 έμεναν όλοι σε καλύβες. Όταν έγινε νύφη μια νονά μου περί το 1907 κανένα πέτρινο σπίτι δεν υπήρχε στο χωριό.
Τα πρώτα σπίτια ήταν από ξερολιθιά ή χτιζόντουσαν με λάσπη, χρησιμοποιούσαν δηλαδή συνδετικό μέσο (τρόπος του λέγειν) την λάσπη, όπως σήμερα χρησιμοποιούμε τον ασβέστη ή το τσιμέντο. Συνήθως αποτελούνταν από ένα δωμάτιο χωρίς ταβάνι και με στρωμένο χώμα. Η στέγη στηρίζονταν σε ζευκτά από κορμούς δένδρων (γρεντιές). Το πάνω μέρος των γρεντιών «πετσωνόταν» με μικρότερους κορμούς ή σανίδες (πέταυρα) και τοποθετούνταν οι «πλάκες» (σχιστόπλακες από το πέτρωμα που αφθονεί στο χωριό).
Σε κάποια άκρη υπήρχε η «γωνιά» όπου άναβαν φωτιά για να θερμαίνονται τον χειμώνα και για να μαγειρεύουν. Ο καπνός έβγαινε μέσα από τα κενά που άφηναν οι πλάκες της σκεπής. Εξαιτίας του καπνού το εσωτερικό μέρος των τοίχων και της σκεπής ήταν κατάμαυρα. Συνήθως σ’ αυτό τον χώρο εκτός από την οικογένεια, η οποία κοιμόταν στη μια πλευρά στο μέρος που ήταν η γωνιά, έδεναν και τα ζώα (ή τμήμα των ζώων). Οι πόρτες ήταν πρόχειρα καμωμένες από σανίδια. Τα παράθυρα μικρά σαν πολεμίστρες, κι αυτά καμωμένα από σανίδια. Φυσικά δεν υπήρχαν τζάμια και όταν έκλειναν τα παράθυρα μέσα ήταν σκοτάδι.
Κάπως καλύτερα σπίτια άρχισαν να κτίζονται μετά το 1930. Τα έκτιζαν ειδικοί τεχνίτες, ή μαστόροι, που πολλές φορές έρχονταν από άλλα χωριά. Οι συνηθισμένες διαστάσεις ήταν 7Χ10 πήχες (5Χ7 μέτρα). Οι νοικοκυραίοι αναλάμβαναν να βγάλουν τις πέτρες και να τις κουβαλήσουν στο σπίτι. Για τη δουλειά αυτή – ιδιαίτερα το κουβάλημα που αναλαμβάνουν οι γυναίκες – υπήρχε εκ περιτροπής αλληλοβοήθεια απ’ όλο τον μαχαλά. Οι μαστόροι διέμεναν επιτόπου σ’ όλη τη διάρκεια του χτισίματος και τους έδιναν φαγητό οι νοικοκυραίοι. Το συνηθισμένο τίμημα για την δουλειά τους ήταν 150 οκάδες καλαμπόκι.
Το σπίτι, πλέον, αποτελούνταν από δύο δωμάτια. Από την είσοδο μπαίνουν στο καθημερινό, όπου ήταν η γωνιά, συνήθως όπως το περιγράψαμε παραπάνω. Μόνο που τώρα έβγαλαν τα ζώα έξω εκτός αν κανένα ήταν άρρωστο και ήθελε ζεστασιά και περιποίηση. Το άλλο ήταν το επίσημο για τους ξένους και για τις γιορτές. Επικοινωνούσε με πόρτα με το καθημερινό. Ήταν ταβανωμένο και πατωμένο και δεν υπήρχε τζάκι, επειδή λερωνόταν από τον καπνό.
Το σπίτι του Γιορ Ντάλα
Ένα από τα χαρακτηριστικά παλαιά σπίτια που έφτασε μέχρι τις ημέρες μας ήταν του προπάππου μου Γιορ (Γιώργου) Ντάλα στις Βάζες.
Βάζες είναι ένας μικρός συνοικισμός του Δι-στράτου κοντά στην Αγία Τριάδα, στο κέντρο. Η ονομασία του μάλλον προέρχεται από τα πολλά κοπάδια που έβοσκαν παλιά και τα κουδούνια τους «έβαζαν» (βούιζαν).
Το σπίτι, στις Βάζες, έγινε την δεκαετία του 1920. Τοίχοι από ξερολιθιά, στέγη με πλάκες, παράθυρα μικρά. Μονόχωρο με κάποιο τζάκι σε μια άκρη, δεν φαίνεται να είχε καμινάδα, ο καπνός έβγαινε από την στέγη. Κάτω μάλλον είχε χώμα. Δεν νομίζω να είχαν κάνει κάποιο πάτωμα με σανίδες. Σ’ αυτόν το χώρο η κουζίνα, η σοδειά της χρονιάς, τα όποια τρόφιμα, τα εννέα παιδιά, οι γονείς, οι γέροι. Μπορώ να τον φανταστώ στρωμένο με κουρελούδες και τραγότσολα (από τραγόμαλλο)και κάπου στις άκρες φλοκάτες για σκέπασμα.
Με την γυναίκα του Φροσύνη, σε μια εποχή μεγάλης παιδικής θνησιμότητας, έκαναν πάνω από δέκα παιδιά, εννιά από τα οποία έζησαν και μεγάλωσαν. Η Φροσύνη στην ερώτηση «πόσα παιδιά έχεις γιαγιά» δεν απαντούσε με έναν αριθμό αλλά τα μετρούσε με τα δάχτυλα και τα σχολίαζε. «Ο Δημητράκης που είναι στη Μαρκινιάδα ένα, η Φώτω που τη δώσαμε στο Θωμά Πάλλα δύο…». Δεν είχε λωλαθεί η γιαγιά να μην θυμάται πόσα παιδιά έχει. Απαντούσε έτσι επειδή ήθελε και ένα μικρό σχόλιο για κάθε ένα που έζησε ή όχι – τα παιδιά δεν ήταν ένας αριθμός.
Κάτω από το σπίτι βρίσκονταν το παρεκκλήσι της Ευαγγελιστρίας, όπου στις 25 Μαρτίου γινόταν ένα μικρό πανηγύρι και η κοινή εθνική γιορτή των σχολείων του χωριού. Χτισμένο λίγο μετά τον πόλεμο στην θέση όπου τα παλιά χρόνια λέγεται ότι ήταν μοναστήρι, αναφέρεται και από τον Σεραφείμ Ξενόπουλο ως παλιομονάστηρο. Την ύπαρξη μοναστηριού μαρτυρούσε κάποιο παλιό εικόνισμα και τα πολλά σπασμένα κεραμικά. Θρυλείται ότι κοντά στην Ευαγγελίστρια υπήρχε τα παλαιά χρόνια ακμάζον χωριό, το οποίο, πιθανόν από κάποια επιδημία, όπως αυτές της πανούκλας τον μεσαίωνα, εξαφανίστηκε.
Ο Γιορ Ντάλας (όπως πολλοί στο χωριό), χαρτόπαιζε και συνήθως έχανε – κάποιες φορές όταν τέλειωναν τα λεφτά έπαιζε και τις γίδες. Όταν έχανε κι αυτές έπαιζε ένα μικρό θέατρο για να δικαιολογηθεί στη Φροσύνη, χούγιαζε κάποιο λύκο που δήθεν έφαγε την γίδα! Λίγο πιο κάτω από το σπίτι, στη σμίξη δύο μικρών ρευμάτων, υπήρχε ο μύλος του Γιορ Ντάλα. Αυτός ο μύλος κατέχει ένα ρεκόρ Γκίνες σαν ο μόνος νερόμυλος χωρίς… νερό.
Επειδή τα ρεύματα είχαν ελάχιστη παροδική ροή και ασήμαντη λεκάνη απορροής, για να κινηθεί ο μύλος που χρειάζεται πολύ νερό έπρεπε να βρέχει καταρρακτωδώς. Παλαιά στο χωριό έβρεχε πολύ, ακόμα θυμόμαστε κάτι βροχές 10, 20… 40 μέρες τους χειμώνες. Όταν ξεχνούσε να σταματήσει η βροχή και όλοι βρίζαν, ο Γιορ Ντάλας έλεγε «χαρά Θεού»! Διηγούνται και κάτι σαν ανέκδοτο, ότι το 1922 συνάντησαν έναν Τούρκο στη Μικρασία που τους ρώτησε «Στο Άρτα βρέχει ακόμη;»!
Αυτό το ταπεινό σπίτι του ενός δωματίου με ξερολιθιά του προπάππου μου με τη φτώχεια και τα εννιά παιδιά, για μια εποχή ήταν το «αρχοντόσπιτο» του χωριού. Καθαρό και περιποιημένο, στρωμένο με φλοκάτες, το θυμάμαι αμυδρά περί το 1950. Διηγιόταν ο Μίχος Κοντός, πρόεδρος του χωριού κάπου στον μεσοπόλεμο, ότι η Φροσύνη ήταν η πρώτη νοικοκυρά. Όταν έρχονταν κάποιος στο χωριό από τη Νομαρχία, το Δασαρχείο κτλ που έπρεπε να περιποιηθούν, ήταν το μόνο σπίτι για να τον πάνε. Πάμφτωχοι σαν όλοι, η Φροσύνη όμως είχε τον τρόπο της, σ’ ένα στρωμένο σπίτι με λίγο τυρί, κανένα αυγό, κάποιο κοτόπουλο να τρατάρει τον ξένο όπως θα έπρεπε.
* Ο Χρήστος Ντάλας είναι πολιτικός
και τοπογράφος μηχανικός