Επιμέλεια: Ρένια Τριχιά – Μανακανάτα
Ήταν γνώριμοι μεταξύ τους
Τούρκοι και Έλληνες συνήθιζαν, την ώρα της μάχης, να συνομιλούν. «Πού πας, πασά;» φώναξε ο Ίσκος, από τη θέση του μετά την ανωτέρω αντίσταση, «θα χαθείς, όλο τόΚάρλελι έπιασε τ’ άρματα». «Αλήθεια, καπετάν Ανδρέα;» τον ρώτησε ο πασάς, «αλήθεια, πασά», αποκρίθηκε ο Ίσκος, «στην πίστη σου;» «στην πίστη μου».
Ο Ισμαήλης πίστεψε τους αληθινούς λόγους του Ίσκου και δεν έκρινε πρέπον να ριψοκινδυνεύσει εισβάλλοντας στα ενδότερα, ακόμη και αν διάβαινε και τα στενά του Μακρυνόρους, γι’ αυτό οπισθοδρόμησε με όλο το στρατό αυθημερόν και στρατοπέδευσε στο Κομπότι σκοπεύοντας να εισβάλει μετά από αυτά με πολλή δύναμη. Αφού αναχώρησαν οι Τούρκοι, μετέβη και ο Ίσκος στη Λαγκάδα, όπου ήλθαν ύστερα από λίγο ο Καραϊσκάκης και ο Γώγος Μπακόλας. Συνήλθαν εκεί και άλλοι από αλλού.
Το Μακρυνόρος
της λαμπρής μάχης
Ο τουρκικός στρατός εκείνες τις ημέρες έστησε στρατόπεδο στο Κομπότι και, αφού συμπλήρωσε δύναμη τεσσάρων χιλιάδων υπό τον Ισμαήλ πασά Πλιάσα, τον Αχμέτ πασά Βρυώνη, τον Χασάμπεη, τον ΜπεκήραγαΤσογαδόρο και τον αρχιταμία του Χουρσίτ, εκστράτευσε την 17 Ιουνίου προς τα στενά του Μακρυνόρους.
Οι Έλληνες, αφού έλαβαν θάρρος από τα προηγούμενα κατορθώματα και ενισχύθηκαν και με αρκετά πολεμοφόδια που τους έστειλαν από το Μεσολόγγι με τον Γεωγάκη Βαλτινό, ετοιμάσθηκαν για αντίσταση. Δύο ήταν τότε οι αρχηγοί των Ελλήνων στο Μακρυνόρος, ο Γώγος και ο Ίσκος. Αυτοί δεν ήξεραν καταρχάς αν οι Τούρκοι σκόπευαν να εισβάλουν διαμέσου της Παληοκούλιας ή της Λαγκάδας. Αλλά αφού είδαν αυτούς να βαδίζουν προς την Παληοκούλια, τοποθέτησαν τους περισσότερους από τους στρατιώτες εκεί και τους υπόλοιπους στη Λαγκάδα.
Οι Τούρκοι, αφού προχώρησαν προς την Παληοκούλια, στράφηκαν ξαφνικά στο άλλον στενό, και η προφυλακή έπεσε εναντίον των Ελλήνων που δεν ήταν περισσότεροι από εκατό υπό τον Γώγον στη θέση αγία Παρασκευή. Η θέση αυτή είναι πολύ στενή, και δεν ήτο δυνατόν πολλοί Τούρκοι να πολεμήσουν με τη μια. Ο Γώγος, όταν άρχισε η μάχη, φάνηκε άξιος της πολεμικής του φήμης, γι’ αυτό ενέπνευσε στους οπαδούς του θάρρος ως πρόμαχος. Ενώ διαρκούσε η μάχη και οι Τούρκοι που προχωρούσαν ο ένας μετά τον άλλον έπεφταν από το πυρ των Ελλήνων, έπεσε αφού πληγώθηκε θανάσιμα και ο αρχηγός της τουρκικής προφυλακής.
Οι Τούρκοι, όταν τον είδαν να πέφτει και ψυχομαχεί, έτρεξαν να τον σηκώσουν, και πολλοί από αυτούς θανατώθηκαν. Εκείνη την ώρα ακούσθηκαν τουφεκισμοί από μακριά. Αυτοί που τουφέκιζαν ήταν οι Έλληνες που κατείχαν τις άλλες θέσεις, οι οποίοι βλέποντας ότι όλοι οι Τούρκοι έπεσαν σ’ εκείνο το μέρος, έτρεξαν και αυτοί προς τα εκεί. Οι Τούρκοι έχασαν το θάρρος τους εξαιτίας της φθοράς που έπαθαν και επειδή υπέθεσαν λόγω του πολλού τουφεκισμού ότι ερχόταν εναντίον τους μεγάλη δύναμη.
Έτσι εγκατέλειψαν τον ετοιμοθάνατο αρχηγό και τα δύο κανόνια και οπισθοδρόμησαν τόσοι πολλοί μπροστά σε τόσους λίγους. Οι Έλληνες αφαίρεσαν τα όπλα των σκοτωμένων και πήραν πάμπολλα φορτηγά ζώα που μετέφεραν τροφές προς χρήση του εχθρού. Οι Τούρκοι, απ’ την άλλη, αφού τράπηκαν σε φυγή και επέστρεψαν στο στρατόπεδό τους, τόσο φόβο διέσπειραν ως προς το πέρασμα του Μακρυνόρους, ώστε σε όλο το διάστημα των δεκαπέντε μηνών που ακολούθησαν να μην τολμήσει Τούρκος ούτε καν να φανεί προς το όρος εκείνο.
Το τέχνασμα των Ελλήνων
Είπαμε ότι οι Έλληνες πριν την επανάσταση, θέλοντας να αποκοιμίζουν τους Τούρκους για όσα επαναστατικά κινήματα μελετούσαν, διέδιδαν επιτηδείως ότι ο αποστάτης Αλής υποκινούσε τις ταραχές για τα συμφέροντά του. Τον λόγο αυτό, αν και ψεύτικος, τον πίστευαν εν γένει και κυρίως όσοι Αλβανοί πολεμούσαν στην Ήπειρο υπέρ του Αλή, και ακόμη περισσότερο αφότου οι Σουλιώτες πολεμούσαν αναφανδόν υπέρ αυτού.
Τόσον πολύ τον πίστευαν, ώστε άμα έμαθαν οι προύχοντες τα ανδραγαθήματα των Αιτωλών και Αρκαρνάνων, έδωσαν συγχαρητήρια στους Σουλιώτες. Μόνος ο Αλής, εν γνώσει των υπευθύνων της Εταιρίας, ήξερε τον αληθινό χαρακτήρα των ελληνικών κινημάτων. Αλλά δεν έκρινε πρέπον να τον ανακαλύψει, με αποτέλεσμα οι Αλβανοί που υπηρετούσαν τον Αλή να μένουν εξαπατημένοι, θεωρώντας ως συμμάχους τους τους Έλληνες που πολεμούσαν υπέρ της ελευθερίας της ίδιας τους της πατρίδας.
Μετά τη λαμπρή μάχη του Μακρυνόρους, 200 Έλληνες υπό τον Φλώρο Γρίβα και τον Τραγουδάρα κατέλαβαν το χωριό του Πέτα. Αλλά όταν κινήθηκαν εναντίον τους οι Τούρκοι της Άρτας, δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν τη θέση τους, την οποία δε φρόντισαν ούτε καν να οχυρώσουν, και κατέφυγαν σε κακά χάλια στο Μακρυνόρος. Σκοτώθηκαν και κάποιοι από αυτούς, μεταξύ των οποίων και ο Τραγουδάρας που πολέμησε με γενναιότητα.
Όπου Γώγος, εκεί και η νίκη
Λίγες μέρες μετά ο Γώγος τοποθετήθηκε με 250 στο ίδιο αυτό χωριό, το Πέτα. Την 16 Ιουλίου εκστράτευσαν πάρα πολλοί εχθροί απ’ την Άρτα και έκαναν κατ’ επανάληψη επιθέσεις εναντίον του, καθώς κατείχαν ψηλή θέση ακριβώς μπροστά απ’ το χωριό, αλλά απέτυχαν σε όλες.
Η τόλμη του οπλαρχηγού αυτού την ημέρα εκείνη θάμπωσε και τους ίδιους τους εχθρούς του, τους οποίους, παρότι εφταπλάσιους, τους έτρεψε σε φυγή προπορευόμενος με το ξίφος. Και εξαιτίας των τόσο λαμπρών ανδραγαθημάτων του, έλεγαν από τότε και φίλοι και εχθροί ότι όπου ο Γώγος, εκεί και η νίκη.
Στην Ακρόπολη
Δεξιά της λεωφόρου από Πειραιά προς την πόλη των Αθηνών, όχι μακριά απ’ τη θάλασσα, ήταν τρία οχυρώματα εχθρικά. Το δυνατότερο αυτών, το και πλησιέστερο του Φαλήρου, ήταν μάνδρα σε τόπο πεδινό. Κάποιοι από τους Κρήτες που βρίσκονταν στο Φάληρο, αφού έφαγαν και ήπιαν, κίνησαν την 22 παρά τη δοθείσα διαταγή κατά των εχθρών που ήταν κλεισμένοι στη μάνδρα.
Ο τουφεκισμός που ακούστηκε τράβηξε πολλούς, με αποτέλεσμα ο ακροβολισμός να καταντήσει σχεδόν μάχη. Έτρεξαν σωρηδόν όσοι βρίσκονταν στο Φάληρο για υπεράσπιση των δικών τους και προσπάθησαν να κυριεύσουν με έφοδο την μάνδρα. Έτρεξαν εναντίον τους και πολλοί Τούρκοι ιππείς και πεζοί από όσους βρίσκονταν στο Δαφνί προς αντίκρουσή τους. Έτρεξαν και διάφοροι άλλοι οπλαρχηγοί Έλληνες με σκοπό να επαναφέρουν τους στρατιώτες στις θέσεις τους. Αλλά ο πόλεμος όχι μόνον δεν έπαυε, αλλά άναβε ακόμη περισσότερο.
Ο πάντοτε φιλάσθενος και πέραν του συνηθισμένου άρρωστος τότε Καραϊσκάκης, ο οποίος έτυχε να πιει την ημέρα εκείνη ιατρικό, κοιμόταν όση ώρα γινόταν η μάχη. Όταν ξύπνησε από την πολλή ταραχή και το σφοδρό τουφεκισμό, ανέβηκε στο άλογό του και έτρεξε προς το πεδίον της μάχης συνοδευόμενος από πολλούς έφιππους αξιωματικούς και το άτακτο ιππικό.
Ενώ όμως είχε σκοπό να σταματήσει τον πόλεμο και να επαναφέρει τους Έλληνες στις θέσεις τους, περιφερόταν έφιππος και διέταζε τους Έλληνας που πολεμούσαν να υποχωρήσουν και να ετοιμασθούν για την προσεχή νυκτερινή ανάβαση προς την ακρόπολη.
Αλλά, ενώ προχωρούσε προς τη μάνδρα, δέχτηκε βολή τουφεκιού και αισθάνθηκε ότι η βολή ήταν βαριά, αλλά συνέχισε να μένει έφιππος εωσότου, αφού επανήλθαν οι στρατιώτες στις θέσεις τους, επανήλθε και αυτός στη σκηνή του. Αρίστευσε την ημέρα εκείνην το ελληνικό ιππικό όταν συνάντησε μια ίλη του εχθρικού. 17 Έλληνες φονεύθηκαν και πληγώθηκαν, μεταξύ των οποίων και ο Νικήτας, ο Λεχουρίτης, ο Μπαϊρακτάρης και ο Άγγλος Βιτκόμπος, ενώ κόπηκε το δεξί χέρι του Παναγιώτη Χρυσανθόπουλου, του και Κακλαμάνου, υπασπιστή του Χατσή-Μιχάλη.
Το τέλος του Καραϊσκάκη
Αφού επανήλθε ο Καραϊσκάκης στη σκηνή του, τον κατέβασαν από το άλογο με τα χέρια οι φρουροί του. Τον ψηλάφισε ο χειρούργος και ηύρε ότι πληγώθηκε θανάσιμα στον βουβώνα. Τότε τον μετέφεραν στο πλοίο του αρχιστρατήγου που βρισκόταν στο Φάληρο και, αφού έστρωσαν τάπητα στο έδαφος του δωματίου, τον απέθεσαν εν μέσω των οικείων του. Ο Καραϊσκάκης, αν και ο χειρούργος του απέκρυψε την αλήθεια, κατάλαβε ότι όχι μόνο η πληγή του ήταν θανατηφόρος, αλλά ότι ολιγόωρη ήταν και η ζωή του.
Γι’ αυτό κάλεσε στο πλοίο αμέσως τον πνευματικό, εξομολογήθηκε, μετάλαβε, ζήτησε συγχώρηση από όλους που έστεκαν γύρω του και παρήγγειλε να τον θάψουν στην εκκλησία του αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα. Και αφού τέλεσε τα καθιερωμένα ως χριστιανός, μίλησε προς τους παρισταμένους και ως πατριώτης και ως πατέρας. Και ως πατριώτης μεν είπε να μη δειλιάζουν, να έχουν τις ελπίδες τους στην εξ Ύψους αντίληψη, να δοξάσουν και στο μέλλον την πατρίδα καθώς τη δόξασαν μέχρι τότε και να είναι βέβαιοι ότι η Ελλάδα, όσα και αν πάθει, θ’ αποτινάξει επιτέλους το ζυγό. Ως πατέρας παρήγγειλε να εμπιστευτούν εξ ονόματός του τα τέκνα του στην αγάπη και προστασία της κυβέρνησης.
Διατήρησε εν μέσω σφοδρών πόνων το μυαλό του υγιές καις το λόγο του ακραιφνή μέχρι ώρα 3 μετά το μεσονύκτιο. Λίγο μετά εξέπνευσε, και την επαύριον μετακομίσθηκε ο νεκρός στη Σαλαμίνα και θάφτηκε όπου παρήγγειλε. Οι πληρεξούσιοι που συνεδρίαζαν στην Τροιζήνα, όταν έμαθαν το μέγα δυστύχημα, κατέβηκαν όλοι μαζί στην παραλία αντικρύ του Πόρου, μετέβησαν εκεί και τα μέλη της αντικυβερνητικής επιτροπής, και τελέσθηκαν όσον δυνατόν μεγαλοπρεπή μνημόσυνα. Ένα τέτοιο περιστατικό άρπαξε μέσα από το στρατόπεδο τον Καραϊσκάκη, την ώρα που η πατρίδα τον είχε τόση ανάγκη.
Καραϊσκάκης:
Διάβολος και άγγελος
Είδαμε τον άνδρα αυτόν ως έναν από τους λαμπρούς προμάχους της πατρίδας, από την αρχή του αγώνα, αλλά τα στίγματα της δουλείας και οι κακές συνήθεις της νεαρής ηλικίας δεν εξαλείφονται σε μια ημέρα. Γι’ αυτό τον είδαμε ύστερα από λίγο να παρεκτρέπεται από το προς την πατρίδα καθήκον και να ορέγεται επαρχιακή Αρχή υπό τουρκική εξουσία. Και σε αυτά και σε άλλα ήταν επιλήψιμη η διαγωγή του, και επιλήψιμη την ομολόγησε με παρρησία και ο ίδιος.
Παρέτυχαν στον θαλασσόπυργο του Ναυπλίου, την ώρα που αναδείχθηκε γενικός αρχηγός, κάποια μέλη της επιτροπής της συνελεύσεως, μεταξύ των οποίων και ο τιμώμενος για την εμβρίθειά του και τον χαρακτήρα του Βασίλης Μπουντούρης. Αυτός αποτεινόμενος προς τον νεοχειροτόνητο αρχηγό «δεν έκαμες», του είπε, «έως ώρας το χρέος σου προς την πατρίδα, Καραϊσκάκη. Ο Θεός να σε φωτίσει να το κάμεις στο εξής». «Δεν το αρνούμαι», αποκρίθηκε με τον καλό λόγο ο Καραϊσκάκης, «όταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω γίνομαι διάβολος. Έχω απόφαση να γένω εις το εξής άγγελος».
Και όντως, από τη στιγμή που αναδείχτηκε γενικός αρχηγός, αισθάνθηκε διαμιάς όλο το μεγαλείο της υψηλής του αξίας, προσηλώθηκε αναπόσπαστα στην εθνική του δόξα, διακρίθηκε όπως κανείς άλλος, και εν μέσω δεινής απορίας τράβηξε κοντά του πλήθη ανθρώπων της πείνας και της γύμνιας και τους οδήγησε στη δόξα, όχι με καλοπιάσματα, αλλά βάζοντας χαλινάρι στις ορέξεις τους και απαγορεύοντας τις καταχρήσεις τους. Αναφαίνεται, άλλωστε, η αξία τού ανδρός ακόμη περισσότερο, όταν αναπολήσει κανείς ποια ήταν η κατάσταση στη στερεά Ελλάδα, την ημέρα που παρέλαβε την Αρχήν, και ποια την ημέρα που πέθανε. Έστησε στα πόδια του τον αγώνα που εξασθένησε και σήκωσε πάνω τη στερεά Ελλάδα που ήταν πεσμένη.
Κανείς μετά το θάνατό του δε φάνηκε άξιος διάδοχός του, και η στερεά Ελλάδα που σηκώθηκε με τον αγώνα του έπεσε ξανά στη δουλεία. Θαύμαζαν τον Καραϊσκάκη και οι ίδιοι οι εχθροί. «Ένα Ρεσίτη (τον Κιουταχή), έλεγαν, «έχουν οι Τούρκοι και ένα Καραϊσκάκη οι Έλληνες. Δύο λέοντες πολεμούν και άδηλο είναι ποιος θα νικήσει τον άλλον». Πολλοί οπλαρχηγοί διακρίθηκαν στον αγώνα στη στερεά Ελλάδα. Αλλά ο Καραϊσκάκης αναδείχθηκε ο πιο στρατηγικός από όλους και ο πιο άξιος αρχηγός.
Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τόμος Α΄ και Τόμος Δ΄.
Σημείωση: Τα κείμενα μεταφέρθηκαν από την καθαρεύουσα στην τρέχουσα ελληνική γλώσσα προκειμένου να είναι κατανοητά από τους αναγνώστες
*Η Ρένα Μανακανάτα είναι φιλόλογος