Του Γιάννη Κουτσούμπα *
Παραμονή Χριστουγέννων. Ξημέρωνε η αγία των Χριστουγέννων παραμονή. Χαρούμενη μέρα. Ξαστέρωνε η πλάση. Πρωί – πρωί οι ήχοι της καμπάνας χαρούμενο μάς έστελναν το μήνυμα της Πίστης: «Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη και εν ευφροσύνη, ανυμνήσατε λαοί ότι δεδόξασται».
Τα στόματα ξεστόμιζαν την γνώριμη ευχή «Χρόνια Πολλά και του Χρόνου με την ειρήνη του Χριστού» και τα παιδιά κατά ομάδες διάβαιναν τις γειτονιές και έλεγαν τα κάλαντα. Φωνές αθώες, χαρωπές, φωνές παιδικής χαράς και ευθυμίας.
Οι νοικοκυρές τούς έδιναν καρύδες, βλογούδια (μικρά πρόσφορα), τηγανίτες και καμιά δεκάρα. Αυτά τραγουδούσαν: «Καλήν εσπέρα άρχοντες,/ κι αν είναι ορισμός σας,/ Χριστού την θεία γέννηση/ να πω στ’ αρχοντικό σας…/ Χριστός γεννάται σήμερον/ εν Βηθλεέμ τη πόλει,/ οι ουρανοί αγάλλονται/ χαίρει η φύσις όλη!/ Εν τω σπηλαίωτίκτεται,/ εν φάτνη των αλόγων,/ ο Βασιλεύς των ουρανών/ και ποιητής των όλων».
Με το ξημέρωμα της παραμονής των Χριστουγέννων άρχιζε στα σπίτια η καθαριότητα όλων των χώρων. Άλλες τα καθαρά ρούχα της γιορτής ετοίμαζαν. Άλλες τ’ αλεύρι σταύρωναν στη σήτα, Χριστόψωμα χρειάζονταν, χρειάζονταν σταυρούδια, δώρα αγοριών, κουτσούνες για τα κορίτσια.
Την παραμονή, επίσης, οι άνδρες έσφαζαν τους χοίρους, οι παλιοί Αρτινοί έβαζαν πάνω στο σφαγμένο κρέας ένα μαχαίρι ή ένα πιρούνι για να μην το μαγαρίσουν τα παγανά. Ζύμωναν το χριστόψωμο, (γνήσιο χριστουγεννιάτικο έθιμο).
Στα ορεινά χωριά το κεντούσαν, το στόλιζαν με διάφορα κεντίσματα. Κάνανε έναν σταυρό με ζυμάρι, το βάζανε πάνω στο ζυμάρι που ήταν στο ταψί, στη μέση έβαζαν μια λειτουργιά, το αλείφανε με ένα αυγό και το πασπάλιζαν με σουσάμι. Επίσης, στα χωριά της Άρτας την νύχτα της παραμονής κλέβανε το νερό (αμίλητο νερό) με τον εξής τρόπο:Κορίτσια πήγαιναν στην βρύση κρυφά και άφηναν κοντά ένα κομμάτι ψωμί, ένα κομμάτι τυρί και λίγο βούτυρο. Ήταν προσφορά -λέγανε- στην βρυσούλα, ενώ στην πραγματικότητα ήταν για τους φτωχούς, με την ευχή «όπως τρέχει η βρυσούλα με το νερό να τρέχει το βιός μου». Στην συνέχεια γέμιζαν το δοχείο με νερό και γύριζαν στο σπίτι χωρίς να μιλήσουν στον δρόμο καθόλου. Με το αμίλητο νερό έπιναν και πλένονταν όλα τα μέλη της οικογένειας.
Επίσης, ένα άλλο έθιμο σ’ όλη την Άρτα, είναι το πάντρεμα της φωτιάς. Την νύχτα της παραμονής πάντρευαν την φωτιά «για να μην κρυώσει ο Χριστός». Έβαζαν στην φωτιά δύο κούτσουρα, ένα «αρσενικό» κι ένα «θηλυκό», δηλαδή ένα ξύλο από κυπαρίσσι κι ένα ξύλο από ελιά. Έτσι, το φώς δυνάμωνε στο σπίτι και έφεγγε από το παράθυρο ως πέρα. Τα άφηναν να καούν όλη την νύχτα και την στάχτη τους την έριχναν στα χωράφια, βοηθητικό για την βλάστηση. Το βράδυ στο τζάκι άναβε το καντήλι και θυμιάτιζε η νοικοκυρά τα εικονίσματα με ευχές καλές για την υγεία, την ζωή, το βιός.
Τότε έλεγαν οι μεγάλοι για τα παγανά, τα καλικαντζάρια και τις καλότυχες νεράιδες. «Οι καλικάτζαροι, έλεγαν, είναι στραβοί, κουτσοί, ασχημομούρηδες με γένια μεγάλα και μεγάλα μυτερά αυτιά! Ζουν στα λαγκάδια και στις σπηλιές». Πρόκειται για παράξενα δαιμονικά όντα δημιουργήματα της αχαλίνωτης Ελληνικής φαντασίας, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, εμφανίζονται επάνω στηνγη την παραμονή των Χριστουγέννων και οργιάζουν ολόκληρο το Δωδεκαήμερο μέχρι τον αγιασμό των υδάτων -τα Θεοφάνεια- ταλαιπωρώντας και βασανίζοντας τους ανθρώπους.
Ολόκληρη την χρονιά κρυμμένοι κάτω από την γη πριονίζουν το δένδρο που στηρίζει τον επάνω κόσμο. Με τον αγιασμό εξαφανίζονται, αλλά, όταν επιστρέφουν κάτω στην γη το δένδρο έχει θρέψει και αρχίζουν την προσπάθεια από την αρχή. Το ίδιο έργο αιώνες τώρα. Οι νεράιδες οι καλότυχες, είναι γυναίκες εξαιρετικής ομορφιάς. Ζουν στην θάλασσα, στα ποτάμια και στα βουνά. Τους ανθρώπους τούς συναντούν στον δρόμο ή κατεβαίνουν την νύχτα στο σπίτι από την καμινάδα. Οι καλότυχες στήνουν χορό τις φεγγαρόλουστες νύχτες στ΄ αλώνια ή και το μεσημέρι με τον ήλιο. Χορεύουν με μεταξωτά μαντήλια στα χέρια, κι αν κάποιος πάρει το μαντήλι νεράιδας, εκείνη χάνει την δύναμή της, τον ακολουθεί και γίνεται γυναίκα του.
Όλα αυτά τα δαιμόνια παρουσιάζονται με διαφορετικές μορφές, σαν τραγιά, σαν κουτσοί άνθρωποι με πρόσωπο ανθρώπου και κορμί τράγου, σαν Αράπηδες κάποτε ασπροφορεμένοι και κάποτε σαν γουρούνια. Ο γεροντότερος τα ξόρκιζε πετώντας στην φωτιά τρία κλωνιά αλάτι και τρία λιβανιού, των παγανών τρομάρα. Η γριά την σίτα και την σκούπα κρέμαγε στην πόρτα πίσω, κλωνιά και τρύπες να μετράν τα παγανά ώσπου να τσακιστούν, να πάνε με της αυγής το λάλημα του πετεινού.
Μέχρι την παραμονή των Φώτων, οι γυναίκες δεν έπλεναν, δεν έραβαν, δεν έγνεθαν, δεν έδιναν φωτιά για προσάναμμα και τα κορίτσια δεν έκαναν νυχτέρια για να φτιάξουν τα προικιά τους. «Μας παίρνουν την φωνή μας, μάς αφήνουν κουτσούς, μας κατουρούν την φωτιά, μολύνουν τα κουζινικά, μας παίρνουν τα ρούχα, πετούν πέτρες, γκρεμίζουν τα γρέκια των προβάτων», έλεγαν.
Οι νεράιδες παρουσιάζονταν να πλένουν στα πλυσταριά. Οι άνθρωποι για να αποφύγουν τις ενοχλήσεις, σε όλο το Δωδεκαήμερο έβαζαν στο τζάκι δώδεκα αδράχτια να τα βλέπουν οι καλικάντζαροι και να μην κατεβαίνουν από την καμινάδα, έριχναν στην φωτιά αλάτι ή ένα μάλλινο ύφασμα να καεί να γίνει σκρούμπος, ή έκαιγαν λιβάνι. Στους Σαββατογεννημένους δεν παρουσιάζονται τα παγανά. Για την καλοχρονιά οι γεωργοί λένε το εξής: «Να ‘ναι Χριστούγεννα στεγνά/ τα Φώτα χιονισμένα/ και τα λαμπρά βρεχούμενα/ αμπάρια γιομισμένα».
Όλη τη νύχτα στο τζάκι δούλευε η φωτιά. Την άσπρη στάχτη, την καθαρή, την έπαιρνε η νοικοκυρά και πήγαινε να την σκορπίσει στα λάχανα, στα σιτηρά, ν’ αγιάσουν, μην την βρούν τα παγανά. Η γιορτή των Χριστουγέννων γιορταζόταν με ευλάβεια Χριστιανική. Νήστευαν όλη την Σαρακοστή για να μεταλάβουν. Τη μέρα της μεταλαβιάς δεν έπρεπε να φτύσουν, για να μην βγάλουν την μεταλαβιά. Οι τσελιγκάδες νήστευαν για να μην ψοφάνε τα πρόβατά τους. Πρωί – πρωί κίναγαν από τα βουνά για την εκκλησιά.
Με την απόλυση της εκκλησιάς όλοι γύριζαν στο σπίτι. Το πατροπαράδοτο τραπέζι με την πρεπούμενη τάξη, έτοιμο με όλα τα καλά επάνω, κοτόσουπα, χοιρινό με πράσο και σέλινο, γιαπράκια (τοπικό φαγητό συμβολίζει το φάσκιωμα του νεογέννητου Χριστού), πίττα μπουκουβάλα, κρεατόπιτα, μπομπάρια, τσιγαρίδες και στο τέλος το γλυκό των Χριστουγέννων, κουραμπιέδες, μελομακάρονα και κουλουράκια για τα παιδιά.
Έβαζαν το ευλογημένο ψωμί στη μέση του τραπεζιού -συμβολίζει την στήριξη στην ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειας- έκοβαν το Χριστόψωμο με το μαχαίρι σταυρωτά και ύστερα του καθενός μερίδιο και του σπιτιού και του Χριστού και εύχονταν «χρόνια πολλά!και του χρόνου!», «με την ειρήνη του Χριστού!».
Ο νοικοκύρης τοποθετούσε το Χριστόψωμο πάνω σ’ ένα ποτήρι κρασί και έπιαναν όλοι με το δεξί τους χέρι από ένα κομμάτι και το τραβούσαν, λέγοντας τις ευχές «χρόνια πολλά!», «και του χρόνου να είμαστε καλά!». Ο συμβολισμός αναφέρεται στη Θεία Κοινωνία που ο Χριστός έδωσε σ’ όλη την ανθρώπινη οικογένειά του. Τα τρίμματα από το Χριστόψωμο τα μάζευαν και τα πετούσαν στα χωράφια μαζί με αγίασμα των Φώτων.
Οι κτηνοτρόφοι προτιμούσαν, ο πρώτος που θα τουςεπισκεφθεί στο σπίτι να είναι θηλυκός άνθρωπος για να γεννήσουν τα ζώα τους θηλυκά. Εύχονταν «και του χρόνου, όλοι ευτυχισμένοι!». Σταυροκοπιόνταν στ’ όνομα της Παναγίας και του Χριστού και έτρωγαν χαρούμενοι με γέλιο. Δεν παρέλειπαν να τραγουδήσουν, να χορέψουν, να πουν ευχές, παινέματα.
Αργά το απόγευμα των Χριστουγέννων έκαναν επισκέψεις στους συγγενείς και φίλους, στις γιορτές των Χριστάδων που είχαν κουρμπάνι. Μια παλιά παράδοση λέει (το έθιμο του αναμμένου πουρναριού) ότι όποιος πάει για «χρόνια πολλά» πρέπει να κρατά ένα κλαρί από πουρνάρι. Όταν μπει στο σπίτι ρίχνει το κλαρί στην φωτιά και μόλις αρχίσει να τρίζει, λέει την ευχή «αρνιά, κατσίκια – νύφες και γαμπρούς». Λέγανε τα «χρόνια πολλά», τρώγανε το γλυκό, τις τηγανίτες μελωμένες και έπιναν το κρασί με γέλια και αστεία.
Κατά την διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων, τα παιδιά, μεγάλα και μικρά,έπαιζαν παραδοσιακά παιχνίδια: Οι μεγάλοι έπαιζαν το «στριφτό» (παιχνίδι με κέρματα). Οι μικροί, μετά τα κάλαντα, έτρεχαν να παίξουν τις δεκάρες, με το σπιρτόκουτο (παραλλαγή του «στριφτού»). Επίσης, Χριστουγεννιάτικα παιχνίδια είναι οι «βόλοι» και τα «καρύδια», όλα τους ομαδικά παιχνίδια.
*Ο Γιάννης Κουτσούμπας είναι καθηγητής φυσικής αγωγής, πρώην πρόεδρος του Μουσικοφιλολογικού Συλλόγου «ΣΚΟΥΦΑΣ»