Αμφιβολίες το μυαλό μου βασανίζουνε πολλές, αμφιβολίες τρελές.


Το ξέρεις ήδη. Αυτές οι 24 σελίδες που κρατάς αυτή τη στιγμή στα χέρια σου, ονομάζεται εφημερίδα. Και εκτός από την δική της ιστορία ως «Ταχυδρόμος της Άρτας», συνεχίζει και την ιστορία του έντυπου Τύπου, που για την χώρα μας ξεκινά το 1784 στην Βιέννη, με την έκδοση της πρώτης Ελληνικής εφημερίδας. Τον Ιούλιο του ίδιου κιόλας έτους έπαυσε η έκδοσή της, λόγω Τουρκικών πιέσεων προς τις Αυστριακές Αρχές. Ως γνωστόν «κάθε αρχή και δύσκολη».
Χρειάστηκε να περάσουν 151 ολόκληρα χρόνια για να έρθει στις ζωές μας και το ραδιόφωνο. Τον Νοέμβριο του 1935 με το νόμο 19/20.11.1935, που εξέδωσε η δικτατορία Κονδύλη, δημιουργείται μία «Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών», που όπως είναι προφανές λογοκρίνονταν έντονα.
Ευτυχώς αυτή τη φορά χρειάστηκαν λιγότερα από 151 χρόνια για να περάσουμε στην τηλεόραση. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και αργότερα τον Εμφύλιο, το πολιτικό κλίμα αλλά και η κακή οικονομική κατάσταση, εμπόδισαν την ανάπτυξη της τηλεόρασης, την οποία οι πολιτικοί (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) δεν ήθελαν για δικούς τους λόγους. Ακόμη, τα νοικοκυριά δεν μπορούσαν να αντέξουν το κόστος αγοράς των συσκευών, ενώ δεν την έβλεπαν θετικά ούτε οι εκδότες, ούτε και οι κινηματογραφικές επιχειρήσεις. Παρ’ όλα αυτά, το 1951 ψηφίζεται ο νόμος 1663/1951, που προβλέπει την ίδρυση και λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού από τις Ένοπλες Δυνάμεις.
Τέλος, το διαδίκτυο έκανε την εμφάνισή του στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και αρχικά περιοριζόταν σε χρήστες που είχαν πρόσβαση μέσω ερευνητικών και ακαδημαϊκών κέντρων (Δημόκριτος, ΙΤΕ) για να κάνουν στην συνέχεια την εμφάνισή τους οι πρώτοι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης (ISPs) όπως ήταν η Hellas On Line, η Forthnet και άλλα.
Η δική μου εμπλοκή σ’ όλη αυτή την ιστορία ξεκινά το μακρινό 1982. Τότε ήταν που «γνώρισα» για πρώτη φορά τον Άρη Μαρτέλη, πρωταγωνιστή δημοσιογράφο στα 13 επεισόδια των «Αξιόπιστων». Ο ήρωάς μου συνέχισε την αδέσμευτη δημοσιογραφία του και στους «Ιερόσυλους» το 1983 και στην «Βεντέτα» το 1987. Μετά από τις πολλές περιπέτειές του και τους κινδύνους που περνούσε, αποφάσισα ότι ήταν πολύ δύσκολο για μένα να γίνω δημοσιογράφος. Κι άλλαξα μονοπάτι.
Ωστόσο, πάντα πίστευα ότι ήταν αλήθεια αυτό που είπε κάποτε ο Έντμοντ Μπεργκ, όταν χαρακτήρισε τον Τύπο «Τέταρτη Εξουσία», θέλοντας να καταδείξει την μεγάλη του σημασία στον έλεγχο των άλλων τριών εξουσιών: Νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική και με τη λογική ότι όλες τους υπάρχουν για τον ίδιο σκοπό, την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
Στις μέρες μας όμως – δυστυχώς – γινόμαστε μάρτυρες πληθώρας μελετών/ ερευνών, σύμφωνα με τις οποίες τα Ελληνικά ΜΜΕ δεν είναι ουδέτερα, μεταφέρουν περισσότερο απόψεις παρά ειδήσεις και εξυπηρετούν συμφέροντα.
Ειδικότερα το 2018, λάβαμε ως χώρα μία καθόλου τιμητική παγκόσμια διάκριση για τα Ελληνικά συστημικά ΜΜΕ, καθώς σε έρευνα που διηνήργησε το κέντρο ερευνών Pew Research Center, η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία θέση μεταξύ 38 χωρών από διάφορες γεωγραφικές περιοχές. Οι κατηγορίες της έρευνας είναι τέσσερις και αφορούν σε: Αμεροληψία, κάλυψη μεγάλων ειδήσεων, κάλυψη ειδήσεων για ηγέτες και κυβερνητικούς αξιωματούχους, εγκυρότητα στην είδηση. Για την Ελλάδα η οποία βρίσκεται στην τελευταία θέση παγκοσμίως, μόνο το 18% των πολιτών θεωρεί πως τα πολιτικά ζητήματα μεταφέρονται με δίκαιο τρόπο. Το 25% (1 στους 4) συμφωνεί με τον τρόπο που καλύπτονται θέματα που αφορούν σε κυβερνητικούς αξιωματούχους, ενώ έγκυρες θεωρεί τις ειδήσεις που λαμβάνει, μόνο το 22%.
Έτσι, δυστυχώς, φαίνεται ότι ήδη περάσαμε από:Τον έλεγχο απέναντι στο κράτος και την παρακολούθηση της άσκησης των τριών εξουσιών, αποκαλύπτοντας τυχόν καταχρήσεις και εξασφαλίζοντας την διαφάνεια, να επιτελούν δηλαδή τον ρόλο “φύλακα”.
Την παροχή ενημέρωση σχετικά με δημόσια ζητήματα, σε ολοένα και περισσότερες ομάδες διευρύνοντας έτσι το πολιτικό έθνος, ενισχύοντας την δημοκρατικότητά του. Την «μεταφορά» της φωνής του λαού, ενοποιώντας όλες τις διαφορετικές απόψεις που έρχονται από την κοινωνία και αξίζει να ακουστούν μέσα από το κοινό πρίσμα, στο οποίο αυτές συγκλίνουν.
Στην άποψη ότι: Τα ΜΜΕ δεν είναι ουδέτερα εφόσον είναι μεγάλες επιχειρήσεις ή εξαρτώνται από επιχειρήσεις, υπόκεινται σε κάποιο ιδιοκτησιακό καθεστώς και μάλιστα πολλές φορές ολιγοπωλιακό, ακόμη και μονοπωλιακό. Αυτό εξ’ ορισμούτα κάνει φορείς ιδιωτικών (κυρίως) συμφερόντων και αλλοιώνει τον ρόλο του «φύλακα», αφού είναι μέρος αυτού που πρέπει να ελέγχουν. Τα ΜΜΕ, οι ιδιοκτήτες τους και οι δημοσιογράφοι που εργάζονται σ’ αυτά, είναι μέρος του κατεστημένου. Επιδιώκουν να έχουν σχέση και συνδιαλλαγή με την εκάστοτε κυβέρνηση, περιορίζοντας όσο μπορούν την ανεξάρτητη δημοσιογραφία.
Η λογοκρισία μπορεί να μην πραγματοποιείται πια από το κράτος, αλλά είναι εξίσου σκληρή. Αυτή τη φορά έρχεται από το σύστημα της ελεύθερης αγοράς και είναι με την μορφή της εξάρτησης από την διαφήμιση, του υψηλού κόστους εισαγωγής στην αγορά των περισσότερων ΜΜΕ, της συνεχούς αύξησης των ολιγοπωλίων. Έτσι, δεν ακούγονται όλες οι φωνές ίσα, αλλά αυτές που διαθέτουν το κεφάλαιο.
Η άποψη αυτή θεωρεί ότι τα ΜΜΕ μάλλον χειραγωγούν και παράγουν την πραγματικότητα, παρά λειτουργούν ως καθρέφτης της. Έτσι, μάλλον δεν υπάρχει Τέταρτη Εξουσία, η δύναμη του λαού «μέσω των μέσων», αλλά φανερώνεται η δύναμη των μέσων, σύμφωνα με την οικονομική και πολιτική ελίτ που είναι στην εξουσία, πάνω στον λαό. Ήδη πολλοί δημοσιογράφοι έχουν δηλώσει ότι όλο και περισσότεροι συνάδελφοί τους γίνονται αχθοφόροι της γραμμής του κόμματός τους ή του αφέντη, χωρίς να νοιάζονται για το τι λέει ο κόσμος κι αυτό ονομάζεται με μία λέξη «αφεντικογραφία».
Και δυστυχώς, όλα τα παραπάνω ενισχύει η θλιβερή πραγματικότητα ότι η δημοσιογραφική καριέρα παραμένει μια από τις σημαντικότερες οδούς προς την επαγγελματική πολιτική. Στις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 συμμετείχαν ως υποψήφιοι βουλευτές περισσότεροι από 50 δημοσιογράφοι. Ο αριθμός από μόνος του δημιουργεί ερωτήματα και προβληματισμούς. Πού βρίσκονται τα όρια στην σχέση των δημοσιογράφων, όχι βεβαίως με την πολιτική αλλά με τους πολιτικούς; Ποιος τα θέτει; Μας έλεγαν την αλήθεια πριν κατέβουν στον πολιτικό στίβο ή εξυπηρετούσαν κομματικές πρακτικές;
Κι αν ήταν μόνο αυτό ίσως μπορούσαμε να το ξεπεράσουμε. Αλλά στην δημοσιογραφία βλέπεις ότι πρώτευσαν και έγιναν βουλευτές δημοσιογράφοι που ήταν από τους πρώτους στα fakenews και στην διαστρέβλωση. Αυτό σημαίνει τρία πράγματα: Ότι ο άλλος είναι πνευματικά αγύρτης και δεν τον νοιάζει να διαδίδει παραποιημένες ειδήσεις, ότι στο κόμμα που τον διαλέγουν δεν τους νοιάζει,επίσης, να διακινούν παραποιημένες ειδήσεις και ότι κάποιοι τους ψηφίζουν, παρότι οι περισσότεροι ξέρουν ότι τους ταΐζουν κουτόχορτο. Αυτό είναι μια πολλαπλή αρρώστια. Ποιός είναι περισσότερο άρρωστος, ο δημοσιογράφος, το κόμμα ή το κομμάτι που τους ψηφίζει;
Βέβαια, για να μην τα ισοπεδώνουμε όλα κυκλοφορούν ανάμεσά μας χιλιάδες δημοσιογράφοι που υπηρετούν το πραγματικό λειτούργημα του δημοσιογράφου. Δεν είναι λίγες οι συζητήσεις που έγιναν για το «μαύρο» που έπεσε στην ΕΡΤ το 2013, κλείνοντας ουσιαστικά το σήμα της Δημόσιας τηλεόρασης. Δύσκολο να ξεχαστεί πως οι εργαζόμενοι συνέχισαν για όλους τους μήνες του «μαύρου» να εκπέμπουν μέσω διαδικτύου χωρίς να λαμβάνουν μισθό… Όπως ένα νόμισμα λοιπόν. Η Τέταρτη Εξουσία έχει δύο όψεις. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα πάντα και τους πάντες με τον ίδιο τρόπο.
Ωστόσο, για να μην καταλήξει η συντομογραφία ΜΜΕ, να σημαίνει Μέσα Μαζικής Εξημέρωσης, πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου την ρήση του Αλμπέρ Καμύ ότι «Ο ελεύθερος Τύπος μπορεί να είναι είτε καλός είτε κακός, αλλά χωρίς ελευθερία είναι απόλυτα βέβαιο ότι ο Τύπος δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο από κακός». Κι αν σήμερα, τριάντα δύο χρόνια μετά την γέννηση της ιδιωτικής ραδιοφωνίας/ τηλεόρασης ανακαλύψαμε – δυστυχώς – ότι τα κρατικά ΜΜΕ είναι λιγότερο μεροληπτικά, απ’ ότι τα ιδιωτικά, αυτό πρέπει να μας γεμίζει Αμφιβολίες πολλές, Αμφιβολίες τρελές. Καλά Χριστούγεννα σ’ όλους και όλες.
Αθώος, λόγω Αμφιβολιών

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ