Ο Νικόλαος Β. Βασιλείου γεννήθηκε και έζησε στη Γραμμενίτσα τής Άρτας, τα χρόνια εκείνα που ήταν πέτρα και κοκκινόχωμα. Η ανώτερη ανάγκη των ανθρώπων να δώσουν σχήμα στην ακαθόριστη πνευματικά ζωή τους, φάνταζε αδιανόητη μπροστά στον καθημερινό τους αγώνα να επιβιώσουν και να ημερέψουν τη φύση με τα χέρια και τις πλάτες τους μόνο.
Όμως, υπάρχουν λουλούδια που φυτρώνουν στου βράχου τη σχισμάδα. Ένα τέτοιο λουλούδι ήταν και είναι «Το τετράδιο ποιημάτων αγάπης – 63 ποιήματα με ομοιοκαταληξία» που συνέθεσε ο Νικόλαος Β. Βασιλείου, ένα τετράδιο που τυχαία ήρθε στα χέρια μου μετά από πολλά χρόνια, για να μου υπενθυμίσει πως δεν υπάρχει κανείς σοβαρός λόγος να μην πιστεύει κανείς στα θαύματα. Στα θαύματα που γεννιούνται και ξαναγεννιούνται μέσα μας.
Ο ποιητής μέσα σε σκληρές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες πλάθει με της φαντασίας του τα χρυσά φτερά έναν κόσμο με χωριά παραμυθένια, πρωτόγνωρα λουλούδια, ακρογιάλια μακρινά, καταρράχτες, νεράιδες, τραγούδια και κήπους του έρωτα, όπου οι άνθρωποι ερωτεύονται μόνο μία φορά στη ζωή τους με μία αγάπη που δεν είναι πόθος (ποτέ δεν έβλεπα τον πόθο στην αγάπη… (!!!), που είναι τίμια (δεν έχει η καρδιά μου να σου τάξει/κοσμήματα και ρούχα από μετάξι/ σου δίνω την αγάπη μου την τίμια…), μια αγάπη που είναι σεβασμός προς τη γυναίκα, πίστη, εμπιστοσύνη και ιδανικό: «…γιατί ποτέ κανείς δε θα το μάθει/την τόση μου αγάπη την αγνή/που ‘ναι βουβή σαν θάλασσας τα βάθη/αγνή όπως αυτοί οι ουρανοί/ σε αγαπώ, εμπνέομαι μου φτάνει/αυτός ο πόνος μοιάζει με χαρά/μη μου στερείς της πένας το βοτάνι/ της φαντασίας τα χρυσά φτερά…»
Τα ποιήματα αυτά ήταν «παράξενα χρυσαφένια πουλιά» που τον βοήθησαν να φτερουγίζει πάνω από τον βασανισμένο κόσμο του χωριού μας (ο αναγνώστης συναντάει 55 φο-ρές τη λέξη «πόνος» και τη λέξη «ευτυχία» μόνο μία φορά!) Στο ποίημά του με τον τίτλο «Ο πόνος» γράφει χαρακτηριστικά: «Κάψα τρανή λιοπύρια καλοκαίρια/ στο στήθος σταυρωμένα του τα χέρια/ γυμνός από τη μέση του και πάνω/ αντίκρισε τον πόνο τον σουλτάνο…», ενώ σε ένα άλλο ποίημά του αφιερωμένο στην αγροτιά γράφει χαρακτηριστικά: «όταν ακούτε αγροτιά/ νομίζετε ποιος ξέρει/πως έχει όλα τ’ αγαθά/μα η τύχη αν το φέρει/να δοκιμάσετε ψωμί/που τρων’ είναι φαρμάκι/ κι αν κοιμηθείτε μια βραδιά/ σ’ αγροτικό κονάκι/αν έχετε συναίσθηση/ θα κλάψετε σας λέω/ κανένας δε σε συμπονεί/ κανείς δεν σε λυπάται…»
«… μα το ‘χουμε παράπονο/ γι αυτούς που κυβερνάνε/τους ανεβάσαμε ψηλά/ κι αν θέλουνε μπορούνε/ να πάρουνε καλή τιμή/ καπνά και πορτοκάλια/ αυτό μονάχα θέλουμε/ με χίλια παρακάλια/ τα προιόντα γενικώς/ να πουληθούν εν γένει/ μ’ αυτό μονάχα η αγροτιά/ αμείβεται, χορταίνει!»
Η ποίηση του Νικόλαου Β. Βασιλείου είναι μια ποίηση γήινη. Είναι μια ποίηση που υποφέρει σε κάθε της λέξη και ταυτόχρονα διαμαρτύρεται, αγωνίζεται με τα δικά της «όπλα», και ονειρεύεται. Ονειρεύεται σ’ έναν κόσμο κλειστό, που δεν του έκλεψαν όμως τα όνειρα ούτε οι βασανιστικές αντιξοότητες της ζωής, ούτε οι λαμπερές οθόνες, όπως συμβαίνει με μας σήμερα. Και, ναι, η ποίησή του είναι μια απλή και λιτή μορφικά ποίηση. Είναι όμως και μια ποίηση που λάμπει γλυκύτητα, όπως γλυκό είναι το σκοτάδι στις εικόνες των προγόνων.
Ο Νικόλαος Β. Βασιλείου ήταν μια ξεχωριστή παρουσία στη μικρή μας κοινωνία. Από μικρός παρατηρούσα τη στοχαστική του θωριά και την ιδιαίτερη παρουσία του στη μικρή μας κοινωνία. Ήταν από τους ελάχιστους στη Μικρή μας Πατρίδα που προσπάθησε να δώσει πνευματική υπόσταση στην ύλη, που έπλαθε μόνος του «με τον σκληρό τον πηλό και το δάκρυ της γραφής/ φως και μετάξι», όπως γράφω σ’ ένα ποίημά μου αφιερωμένο σ’ αυτόν. Είναι εντυπωσιακό, πραγματικά, σε μια εποχή που οι άνθρωποι αγωνιζόντουσαν για την επιβίωσή τους, να υπάρχουν εκείνοι που ένιωθαν την ανάγκη της αυτομόρφωσης, που από το υστέρημά τους αγόραζαν βιβλία όχι για ντεκόρ αλλά για να τα διαβάσουν!
Τα ποιήματα του Νικόλαου Β. Βασιλείου έχουν ψυχή. Είναι πλάσματα ζωντανά, ευαίσθητα, τρυφερά και ειλικρινή. Γιατί η ποιητική φωνή του πηγάζει από μια αθώα καρδιά, κι αυτή η γοερή βαθιά ηχητική κατισχύει κά-θε γλωσσικής επιδεικτικής διαταραχής και κάθε άλλου φανταχτερού μοντέρνου αποσαρθρωμένου νοήματος, σαν και τόσα που κατακλύζουν την εποχή μας.
«Κι αν έφτασε στο πρώτο σκαλί, λίγο δεν είναι. Τόσο που έκαμε μεγάλη η δόξα», όπως μας διαβεβαιώνει ο μεγάλος Αλεξανδρινός. «Γιατί κι αυτό ακόμη το σκαλί, πολύ από τον κοινόν τον κόσμο απέχει. Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο/ πρέπει με το δικαίωμά σου να ‘σαι/ πολίτης εις των Ιδεών την πόλη.»
ΥΓ: Ο τίτλος του άρθρου είναι τίτλος ποιήματος του Ν. Β.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ