Ενα Σαββατόβραδο του Νοέμβρη η τηλεόραση μας ετοίμασε μια ευχάριστη έκπληξη. Επί ένα πεντάωρο το κανάλι του Μέγα έφερε φως και χαρά σε καναπέδες και κάμαρες. Ήταν μια διακριτική υπενθύμιση, μέσω των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, ότι μπορεί το μαγικό κουτί να παράγει και πολιτισμό.


«Γράφει» η άτιμη όταν θέλει, και οι εκπομπές αυτές αποτελούν οάσεις που μας βοηθούν να ανεβούμε ένα επίπεδο πιο ψηλά από αυτό που μας καταδικάζουν με τα πρωινάδικα και τα κάθε μορφής ριάλιτι. Οι αιθέρες αγιάζονται τέτοιες στιγμές μέσα από τα τηλεοπτικά σήματα. Αναδεικνύεται η κοινωνική χρησιμότητα και η αξία της τηλεόρασης, η οποία στη συλλογική συνείδηση είναι αρκετά υποβαθμισμένη. Τα μάτια και τα αυτιά δεν ξεγελιούνται όπως οι τσέπες… Εστιάζουν στην ποιότητα!
Προβλήθηκε, λοιπόν, ένα πλούσιο μουσικό πρόγραμμα με αγαπημένα τραγούδια από καταξιωμένους ερμηνευτές και μουσικούς που καθήλωσε το τηλεοπτικό κοινό. Μια καλοκουρδισμένη ορχήστρα έπαιξε γνωστά και ξεχασμένα τραγούδια. Ένας μουσικός θησαυρός σαν θάλασσα απλώθηκε πλημμυρίζοντας τα σπίτια μας με μελωδικούς ήχους, νότες και συγκίνηση. Δε θέλει και πολύ ο άνθρωπος του πόνου ή της χαράς να μπει σε πανηγύρια αισθήσεων και να απλώσει τη ζωή του σε ζώνες περασμένες κι αγαπημένες. Ακούστηκαν τραγούδια ποιοτικά που δεν τα πήρε ποτέ ο άνεμος κι ο χρόνος. Τραγούδια που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στις καρδιές του Έλληνα.
«Μα ποιο είναι εκείνο το όνειρο. Έχω έναν καφενέ. Ξημέρωσε-ξημέρωσε. Όλα καλά κι όλα ωραία». Μερικά από τα ωραία τραγούδια που ακούστηκαν με τη ζεστή φωνή του Γιώργου Νταλάρα. Ενός καλλιτέχνη που καθηλώνει το κοινό με τη μουσική του προσωπικότητα πάνω από πενήντα χρόνια. Με υψηλό επαγγελματισμό, χειμαρρώδη λόγο, γλώσσα κοφτερή, ακραία τελειομανία, ο μεγάλος αυτόςερμηνευτήςδιαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό το μουσικό κλίμα της εποχής μας και όρισε με τις ερμηνείες του την πορεία του νεότερου ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Πατά γερά πάνω σε αυτό, το υπηρετεί με σεβασμό, αγαπήθηκε και αποτελεί εθνικό κεφάλαιο.
Μα πάνω από όλα, ο Γιώργος Νταλάρας έχει ψυχή και είναι ο τραγουδιστής που δένει τις γενιές με κοινά ακούσματα και λαϊκές μνήμες.
Κατέβασε ο Γιώργος, παρέα με άλλους εξαιρετικούς ερμηνευτές, επί ώρες όλη τη βιβλιοθήκη του καλού ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, σε βαθμό που το κάθε τραγούδι ήταν κι ένα μεγάλο προσωπικό ταξίδι στο παρελθόν και το μέλλον, στο όνειρο και τον έρωτα, στην προσμονή και την ελπίδα, στην αγάπη και τη βαθιά ανάγκη για ζωή.
Σαντούρι, κιθάρες, μπουζούκια, πιάνο, βιολί, ακορντεόν, κρουστά, βιόλα, φλάουτο, κλαρίνο, ερμηνευτές μένουν ως σκηνές της ιστορίας όπου όργανα και πρόσωπα έπαιξαν με ανοιχτούς όλους τους προβολείς. Κι εμείς σιγοτραγουδήσαμε, το ευχαριστηθήκαμε κι ας πήγε τρεις η ώρα. Ενώνει τους ανθρώπους η μουσική και τους δίνει δύναμη. Να μην ήταν κι αυτές οι… διαφημίσεις. Α, μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας! Ιδιωτικό κανάλι έπαιζε.
Στην περιπέτεια που περνάμε, τέτοια προγράμματα σταλμένα μέσα από γλυκά κύματα, είναι θεραπευτικά και καλοδεχούμενα. Τα καλά να λέγονται, μήπως και τα βλέπουμε πιο συχνά στο γυαλί.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ