«Χρωστούμε σ’ αυτούς που ήρθαν, πέρασαν, θα ‘ρθούνε, θα περάσουν…» είναι οι πρώτες λέξεις στο βιβλίο τού Λάμπρου Θ. Ζιώβα «Καλαμιά Άρτας, Ένας τόπος, μια πατρίδα, ένα ταξίδι».
Αυτοί οι στίχοι του Κωστή Παλαμά στην αρχή, και οι τελευταίες λέξεις τού συγγραφέα στο οπισθόφυλλο τού βιβλίου «…παραδίδω το βιβλίο μου στις νεότερες γενιές, ώστε να ψάξουν να βρουν μέσα σ’ αυτό τις ρίζες τους» εκφράζουν με τρόπο συγκινητικό το βαθύ κίνητρο που τον οδήγησε να αναμετρηθεί με την επίπονη προσπάθεια συγγραφής ενός βιβλίου για το γενέθλιο τόπο του.
Μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου πάλλεται μια αγάπη που μου θύμισε τα λόγια τού Νίκου Καζαντζάκη: «Η ψυχή γνωρίζει καλά, κι ας κάνει πολλές φορές πως το ξεχνάει, πως έχει να δώσει λόγο στα πατρικά χώματα. Δεν λέω πατρίδα, λέω πατρικά χώματα. Τα πατρικά χώματα είναι κάτι βαθύτερο, πιο σεμνό και λιγομίλητο, καμωμένο από τριμμένα παμπάλαια κόκαλα».
Ο Λάμπρος Θ. Ζιώβας προσεγγίζει αυτό «το βαθύτερο» του χωριού του με τρόπο σεμνό και λιγομίλητο. Διεισδύει με φυσικό τρόπο στην ιδιοσυστασία της Καλαμιάς με χαμόγελο, μεγαλοψυχία, ανεκτικότητα και κατανόηση. Με τρόπο σεβαστικό απέναντι στους συγχωριανούς του και στην ιστορία, ερευνά, αναζητεί, γεωγραφεί, ηθογραφεί και εξιστορεί, στηριζόμενος σε αξιόλογες πηγές και δίνοντας πνευματική υπόσταση στην πατρίδα του, «τη γήινη και ματαία». Οι καλαμιώτικες πινελιές του, εκτός από τις μαύρες σελίδες με τις εκτελέσεις των Ναζί, όλες οι άλλες είναι ζεστές, χαρούμενες και φωτεινές σαν τις «τζαμάλες» ή τις αισιόδοξες μορφές τού μπάρμπα Θωμά, του Αποστόλη, και του Ντη με τον θησαυρό του.
Ο συγγραφέας μοιάζει να χαιδεύει στα μαλλιά τούς συγχωριανούς του με μια αγάπη που ή έχει χαθεί ή δεν εκδηλώνεται πια με ψυχή και ευθύνη. Και ζωντανεύει έτσι μια εποχή που την ξεχάσαμε εύκολα και γρήγορα. Το βιβλίο μάς θυμίζει αυτή την εποχή και μας αποκαλύπτει πόσο άλλαξαν τα χωριά μας κι εμείς οι ίδιοι μέσα σε λίγες δεκαετίες. Αυτές οι αλλαγές ήταν και προς το καλύτερο και προς το χειρότερο. Είναι θετική, αναμφισβήτητα, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου και η τεχνολογική εξέλιξη.
Ωστόσο τα καλυβάκια που περιγράφει ο συγγραφέας πολλές φορές έχουν να πουν περισσότερες και πιο νόστιμες ιστορίες από τα σημερινά σύγχρονα μεγάλα σπίτια. Ιστορίες που λένε πως η ζωή αγαπάει όσους τη ζουν. Πως οι δύσκολες εποχές βγάζουν και πιο δυνατούς ανθρώπους. Και πως, όταν οι καρδιές παραδίδονται στον καπιταλισμό των συναισθημάτων, η ψυχή δεν μπορεί να ανασάνει.
Οι παλιοί χωμάτινοι δρόμοι που στο παρελθόν έφερναν στα σπίτια και στα απλά καφενεία όπου χτυπούσε η καρδιά της Καλαμιάς, ασφαλτοστρώθηκαν. Σήμερα, κατά κανόνα, οδηγούν σε καφετέριες με ξενικά ονόματα. Οι ρίζες κόβονται μέσα στον υπερφυσικό ορυμαγδό της διασύνδεσης που μας εμποδίζει να συνυπάρξουμε, να κοιταχτούμε στα μάτια και να αναρωτηθούμε πού πήγαν οι δικές μας ιστορίες, πώς αποδομήθηκε η γλώσσα μας, πώς χάσαμε τα πανηγύρια μας και τις δικές μας χαρές. Πώς χάσαμε τις ζωές μας.
Είναι πολλές οι δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει κάποιος που επιχειρεί να γράψει ένα βιβλίο για το χωριό του. Για τον τόπο που γεννήθηκε, μεγάλωσε, έζησε και ζει. Έχει να αναμετρηθεί με την ιστορική αλήθεια, με το προσωπικό στοιχείο, με συμπάθειες ή αντιπάθειες, με εγωισμούς και δυσπιστίες, έχει να αναμετρηθεί, με άνισους συχνά όρους, με το υποκειμενικό και το αντικειμενικό. Ο Λάμπρος Θ. Ζιώβας τόλμησε να τινάξει τη σκόνη του χρόνου και να αφουγκρασθεί παραμύθια, αινίγματα, παιδικά παιχνίδια, παλιές αληθινές φιλίες, τραύματα και πληγές, έθιμα που σφυρηλατούσαν συλλογικότητες, και σημάδια μεγάλων ονείρων και μεγάλων αδυσώπητων φόβων.
Ο συμμαθητής μου Λάμπρος Θ. Ζιώβας τόλμησε να κάνει αυτό το ταξίδι στον τόπο του, στη Μικρή του Πατρίδα. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Η ανάγκη του να μοιραστεί και να μοιράζεται τη ζωή του με τους συγχωριανούς του, ήταν και είναι υπαρκτική: «Έζησα με τους συγχωριανούς μου από τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Μαζί τους ζυμώθηκα, έκλαψα και τραγούδησα, έπαιξα και γέλασα. Ζω ακόμα μαζί τους και μοιράζομαι κάθε χαρά και λύπη».