Ήταν αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα όταν χρειάστηκε να πάω στην Αθήνα για σπουδές και εργασία. Οι πρώτες εικόνες που αντίκρισα ήταν συγκλονιστικές.
Αποπροσανατολίστηκα λόγω έλλειψης ορίζοντα, και στο οπτικό μου πεδίο υπήρχε μια απέραντη κινούμενη θάλασσα ανθρώπων και οχημάτων. Μια ατέλειωτη πομπή σε μια αχανή πόλη.
Το χρώμα που μου μαγνήτισε το βλέμμα ήταν το κίτρινο. Αυτό το χρώμα είχαν κάτι αυτοκίνητα-λεωφορεία που κινούνταν σε σειρά στις μεγάλες λεωφόρους. Τα ονόμαζαν τρόλεϊ, ήταν αθόρυβα και είχαν στην οροφή τους δυο κεραίες ψηλές που ακουμπούσαν σε κάτι γραμμές με ηλεκτροφόρα σύρματα. Περίεργος παρακολουθούσα την πορεία τους και απολάμβανα τους σπινθήρες που άφηναν πίσω τους.
Έμελλε στα χρόνια που έμεινα εκεί να γίνω τακτικός επιβάτης στη γραμμή με το νούμερο τρία: Νέα Φιλαδέλφεια – Άνω Πατήσια – Νέο Ψυχικό. Πότε μας καλημέριζε και πότε μας καληνύχτιζε. Συνεννοούταν μια χαρά μαζί μας και του εμπιστευόμασταν τα μυστικά, τους πόθους, τις αγωνίες, τις αλήθειες μας. Ελευθερώνονταν οι σκέψεις κατά τις μετακινήσεις μας, καλύτερα από τους τέσσερις λευκούς τοίχους του νοικιασμένου διαμερίσματος. Τα περισσότερα τα αποκαλούσαν Ρωσικά, και όταν έμαθα το λόγο, γέμισα από πατριωτική ικανοποίηση. Τα προμηθευόταν η χώρα μας με ανταλλαγή αγροτικών προϊόντων. Δηλαδή, δίναμε πορτοκάλια στους Ρώσους και μας έδιναν τρόλεϊ.
Ένα αυτοτελές έργο η κάθε επιβίβαση και ας ήταν η ίδια διαδρομή. Συνήθως, μια μεγάλη λίστα αναμονής στις στάσεις της Αθηναϊκής… Πολυνησίας. Αποκομμένοι από τον γενέθλιο τόπο στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι επαρχιώτες επιβάτες, με ρεφενέ τα συναισθήματα και με γλώσσα Ελληνική. Ήταν κι αυτές οι στιγμές μια πλευρά της ζωής που συνέδεε τους ανθρώπους μεταξύ τους. Κι αν ήταν ασφυκτικά γεμάτο με κόσμο το αγαπητό τρόλεϊ, έπρεπε στωικά να περιμένουμε το επόμενο.
Αθόρυβα πλησίαζαν στη στάση, ακινητοποιούνταν, και οι βαριές πόρτες άνοιγαν για να μπούμε. Για καλωσόρισμα ένα βίαιο ξεκίνημα σαν σε απογείωση. Οι όρθιοι πάντα σε θέση μάχης με όπλο τις χειρολαβές. Μεγάλη ευχαρίστηση για τους τυχερούς που εύρισκαν θέση στα ξύλινα ή τα μεταλλικά καθίσματα. Χόρευε το όχημα στις ανωμαλίες του δρόμου, κούτσουρο η ανάρτηση και οι επιβάτες έπρεπε να σέρνουν το χορό… Τα παράθυρα «έμπαζαν» και ο κλιματισμός ήταν άγνωστη λέξη. Ένα χάος παρανομίας στους δρόμους, και ο φουκαράς ο οδηγός πίσω από ένα μεγάλο τιμόνι ντυμένο με πλαστικά σχοινιά πάλευε με τα πεντάλ.
Μια συνοδοιπορία είναι η ζωή. Ανόμοιοι άνθρωποι, μα ταυτόχρονα ίδιοι οι επιβάτες. Θεατές και ακροατές. Υπάρξεις που μονολογούσαν, παραμιλούσαν, επικοινωνούσαν, ζούσαν. Μυρωδιές ελκυστικές ή δυσάρεστες. Κουρασμένα σώματα να αποκοιμιούνται όρθια, κατάκοπα στο γυρισμό από τα γιαπιά. Βλέμματα από βουβά και αμήχανα ανδρικά πρόσωπα γεμάτα πυρετό, χάιδευαν διακριτικά ή αδιάκριτα γυναικείες τρυφερές υπάρξεις. Αγόρια προικισμένα με σωματικά χαρίσματα και με ενεργοποιημένη την πρωτόγονη ανάγκη κοινωνικότητας, έμπαιναν στο ερωτικό παιγνίδι. Τα ίδια αυτά παιδιά παραχωρούσαν ευχαρίστως στους μεγαλύτερους τη θέση τους. Αγωγή και παιδεία μαζί για το κοινωνικό συμφέρον.
Μια σειρά ματιών σε παράταξη πίσω από τα χονδρά τζάμια. Κι έξω, φουριόζοι χιλιάδες άνθρωποι στα πεζοδρόμια σαν ψηφιδωτό μοντέρνας τέχνης. Σε διαρκή κίνηση χωρίς προορισμό ρυμουλκούσαν απλώς τα σώματά τους. Έπαιρνες το σήμα ότι κι εσύ είσαι ένας από αυτούς: διερχόμενος, μεταβατικός. Δεν μπορούσες, όσο κι αν ήθελες, να ξεχωρίσεις. Παρατηρούσες μαγαζιά με ωραίες ταμπέλες και βιτρίνες λαμπερές. Κομψά τα ρούχα τους, μοντέρνα, ελκυστικά, και σε κάποια από αυτά στεκόμασταν ερωτικά. Είχαν αυτό που ονειρευόμασταν και που στερούμασταν. Επενδύαμε στην καθυστέρηση της κίνησης και την αιχμαλωσία του φαναριού για να τα χαρούμε λίγο παραπάνω.
Ξαφνικά, όλα διακόπτονταν βίαια. Μια κεραία αποσυνδεόταν σε κάποιο κόμβο, το όχημα σταματούσε και ο οδηγός ήταν υποχρεωμένος να αναμετρηθεί με το χρόνο και τα σχοινιά για την αποκατάστασή της.
Τα γνωρίσαμε όλα αυτά τότε σαν μια σπουδαία τεχνολογική εξέλιξη. Καθόλου δε θα λέγαμε ότι τα νοσταλγούμε, ωστόσο μας άφησαν ένα θετικό πρόσημο στην πορεία του χρόνου. Σήμερα ο στόλος εκείνος αποσύρθηκε, εκσυγχρονίστηκε και το κίτρινο παραχώρησε τη θέση του σε άλλα φανταχτερά χρώματα γεμάτα διαφημίσεις καταναλωτικών προϊόντων και υπηρεσιών. Κάποια άλλα μεταφορικά μέσα έκλεψαν τη χρωματική χάρη τους.
Η κάθε εποχή μάς προσφέρει την ευκαιρία να απολαύσουμε πολλά τέτοια μικρά ταξίδια. Σήμερα, ακόμη και στο διάστημα μπορούμε να πάμε με κίτρινο πύραυλο πληρώνοντας το ανάλογο κόμιστρο, αλλά χωρίς «κεραίες».