Ν’ αλλάξουμε, λέει, τον κόσμο./ Να φέρουμε, λέει, λευτεριά και δικαιοσύνη!/ Μα, πώς, μωρέ, θ’ αλλάξεις τον κόσμο, αν δεν αλλάξεις τον άνθρωπο; Την καρδιά του ανθρώπου;» Νίκος Καζαντζάκης

Η Εκπαίδευση είναι η ψυχή μιας κοινωνίας. Δεν είναι πρέπον να μιλάς με συνθήματα. Ωστόσο, το γνωρίζω πως ελάχιστοι θα αντέξουν να διαβάσουν το κείμενό μου ως το τέλος. Είμαστε μια χώρα που αδυνατούμε, πλέον, να διαβάζουμε. Επίσης, δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε, σύμφωνα με στατιστικές αξιόπιστων παγκόσμιων οργανισμών.
Έχουμε σοβαρά προβλήματα λειτουργικού αναλφαβητισμού. Αυτή είναι η τρίτη αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού μας συστήματος, την οποία θα έπρεπε να λάβουν σοβαρά υπόψη τους όλοι οι υπεύθυνοι και στο παρελθόν και σήμερα. Δεν την έλαβαν, δεν τη λαμβάνουν.
Η δεύτερη πικρή αξιολόγηση είναι ότι η ελληνική κοινωνία εμπιστεύεται, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, την προετοιμασία των παιδιών της στα ιδιωτικά φροντιστήρια. Η ιδιωτικοποίηση, δηλαδή, είναι πραγματικότητα. Μια ιδιωτικοποίηση που δεν ανέκοψαν ούτε οι σοσιαλιστικές, ούτε οι δεξιές, ούτε οι «πρώτη φορά» αριστερές κυβερνήσεις. Και αυτή την αξιολόγηση, δυστυχώς, οι υπεύθυνοι δε θέλουν να την δουν, βολεμένοι «στα ξόρκια, στ’ αγαθά, στις ρητορείες τους».
Παρά τις περισσότερες ώρες διδασκαλίας για τα αρχαία και τα νέα ελληνικά, συγκριτικά με όλα τα άλλα μαθήματα, κανείς δεν αισθάνεται περηφάνια και σεβασμό σήμερα για τη Γλώσσα μας. Για τη Γλώσσα μας των τριών και πλέον χιλιάδων ετών. Για τη Γλώσσα που έχει το ρυθμό και την αρμονία του Παρθενώνα. Για τη γλώσσα της Τραγωδίας και της Φιλοσοφίας. Για τη γλώσσα των μεγάλων Ποιητών μας. Κι αυτή είναι η πρώτη μεγάλη αξιολόγηση που αποκαλύπτει τη βαθιά παρακμή του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Είναι μια αξιολόγηση που δείχνει πως το εκπαιδευτικό μας σύστημα νοσεί πολύ βαθιά μέσα του. Και η νόσος αυτή είναι οι βαθιές του ελλείψεις στη διδακτική και παιδευτική του αποστολή.
Για τις περισσότερες παθογένειες του Εκ-παιδευτικού μας συστήματος -όπως είναι η δομή και η λειτουργία, τα αναλυτικά προγράμματα, η κακή έως κάκιστη ποιότητα των περισσοτέρων βιβλίων, το «ράβε ξήλωνε» του εξεταστικού συστήματος, η απαράδεκτη ομηρία των αναπληρωτών, οι ανεπαρκέστατες δαπάνες – τις μεγαλύτερες ευθύνες τις φέρουν οι πολιτικές ηγεσίες του αρμόδιου Υπουργείου (εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις) από τη μεταπολίτευση και μετά. Γι’ αυτό, το σωστό δεν είναι να λέμε η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών αλλά «η αξιολόγηση της Εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών».
Κατά καιρούς, γίνεται έντονη συζήτηση για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Είναι αυτονόητο ότι οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αξιολογούνται. Όμως, αυτή η αξιολόγηση απαιτεί δύο τουλάχιστον προυποθέσεις. Πρώτον, το αρμόδιο Υπουργείο να αξιολογήσει πρώτα τον εαυτό του, και δεύτερον η επιμόρφωση να προηγείται της όποιας αξιολόγησης των εκπαιδευτικών.
Φορείς του Υπουργείου διατείνονται πως επιμόρφωση υπάρχει. Όμως, αυτό το πράμα με τα ξενόφερτα προγράμματα που διακινούν εδώ και χρόνια οι γραφειοκράτες μιας μεταπρατικής πολιτικής, δεν είναι επιμόρφωση. Οι εκπαιδευτικοί σήμερα, έχουν ανάγκη από μια σταθερή επιμόρφωση αξιώσεων και όχι τυπικά ταχύρρυθμα σεμινάρια, και πρότζεκτ που μοιάζουν με τα κατεψυγμένα λαχανάκια Βρυξελλών.
Οι υπεύθυνοι του Υπουργείου μοιάζουν να μην έχουν ή να έχουν πολύ μικρή σχέση με τα ουσιαστικά προβλήματα που έχουν τα σχολεία. Οι λόγοι είναι πολλοί. Ένας από αυτούς, είναι οι κακές σχέσεις ανάμεσα στο Υπουργείο και την ΟΛΜΕ. Πάντα υπήρχε μια αγεφύρωτη διάσταση. Ο κύριος λόγος είναι η φανατική παραταξιοποίηση και ο κομματισμός που δέρνει την Πατρίδα μας σαν την πιο βαριά κατάρα. Και οι δυο πλευρές έχουν μεγάλες ευθύνες. Από τη μια το Υπουργείο δεν σεβάστηκε και δεν άκουγε τους εκπαιδευτικούς, από την άλλη οι περισσότεροι συνδικαλιστές δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ πραγματικά για τα βαθιά προβλήματα του Σχολείου. Απόδειξη, ότι σε κάθε απεργία, σχεδόν, τα θεσμικά αιτήματα αποτελούσαν ένα καλό πρόσχημα και μόνο.
Στην τωρινή αξιολόγηση η ΟΛΜΕ έκανε αυτό που έκανε πάντα. Υποκριτικά ισχυρίζεται πως είναι υπέρ της αξιολόγησης αλλά όχι της συγκεκριμένης. Κατά καιρούς πολλοί συνάδελφοι πρότειναν σε υψηλά ιστάμενα συνδικαλιστικά στελέχη «να αναθέσει η ΟΛΜΕ σε μια ομάδα επιστημόνων να εκπονήσει ένα σχέδιο επιμόρφωσης και αξιολόγησης». Η στερεότυπη απάντηση ήταν «δεν είναι δικό μας θέμα αυτό, εμείς είμαστε εδώ για να προασπίζουμε τα συμφέροντα του κλάδου και να διεκδικούμε».
Και να λέμε πάντα όχι, θα συμπλήρωνα εγώ. Θα ήθελα, επίσης να συμπληρώσω πως στα χρόνια της παντοδυναμίας της ΟΛΜΕ και των ΕΛΜΕ υπήρχε αξιολόγηση. Για να γινόσουν Δντης σε Σχολική μονάδα, θα έπρεπε, κατά κανόνα, ή να είσαι συνδικαλιστής, ή να έχεις κομματική ταυτότητα, ή να έχεις δυνατή και θρασεία φωνή.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο πλευρές βρισκόντουσαν στο παρελθόν, βρίσκονται και σήμερα, πολλοί φωτισμένοι κι ευσυνείδητοι εκπαιδευτικοί. Εξαιρετικοί συνάδελφοι που είχαν, και έχουν, κάτι από την προσωπικότητα του δασκάλου, όπως την περιγράφουν ο Ιωάννης Κακριδής και ο Ευάγγελος Παπανούτσος. Αυτούς τους συναδέλφους τούς έχω κλείσει στην ψυχή μου, γιατί υπήρξαν, ίσως και χωρίς να το ξέρουν, μέντορές μου. Άνθρωποι με δυνατή σκέψη, γερά διαβασμένοι, με αδιαπραγμάτευτες ηθικές αξίες. Αληθινά πρότυπα ζωής, με ανεκτίμητη προσφορά στους μαθητές, στο Σχολείο, στην Πατρίδα. Κι έχω την αίσθηση πως τα λόγια μου είναι από τη δική τους οπτική.
Αυτοί οι δάσκαλοι πονούν βλέποντας και ζώντας την αλλοτρίωση του σχολείου. Που το σχολείο μετατράπηκε σε ένα πεδίο κερδών από πραματευτάδες, καταναλωτές και ψυχρούς επαγγελματίες. Που το Λύκειο, ιδιαιτέρως, απαξιώθηκε από τους μαθητές και την κοινωνία. Που, μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο του τεχνολογικού παροξυσμού και της παγκοσμιοποίησης των αγορών, αυτοί που αποφασίζουν μετατρέπουν σιγά σιγά το δημόσιο Σχολείο σε παιδική χαρά με σχιζοφρενική υπερεντατικοποίηση σε τέσσερα μαθήματα, αλλά και με τις γνωστές «δράσεις» και «άξονες» που απορρυθμίζουν την κριτική σκέψη, τη συναισθηματική νοημοσύνη, την ιστορική και φιλοσοφική γνώση, και την ανθρωπιστική Παιδεία. Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα του καταναλωτισμού και της αποθέωσης των υλικών αγαθών που οδήγησαν τον πλανήτη στην καταστροφή και τον άνθρωπο σε μια ζωή χωρίς νόημα, αυτοί οι συνάδελφοι πιστεύουν πως μόνο το Σχολείο μπορεί να αντισταθεί στις νέες μορφές δουλείας που σχεδιάζουν όσοι ψωμίζονται από την άγνοια και την αβουλία του ανθρώπου σε κάθε εποχή.
Έχουμε μια μεγάλη πνευματική κληρονομιά που μας κράτησε όρθιους μέσα στους αιώνες. Εάν έχουν μείνει κάποια ίχνη αυτής της Παιδείας στον τόπο μας, θα πρέπει όλοι μας να σεβαστούμε τουλάχιστον το δημόσιο Σχολείο και τα παιδιά μας! Εάν έχουν μένει κάποια ίχνη Παιδείας, μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο επικίνδυνο είναι για μια κοινωνία, για ένα κράτος, για ένα έθνος να μην έχει γερές βάσεις.
Και τις γερές βάσεις μόνο το Δημόσιο Σχολείο μπορεί να θεμελιώσει. «Κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέ-ντρα» γράφει ο Σεφέρης. Οι δάσκαλοι που αφιέρωσαν την ψυχή τους στο δημόσιο Σχολείο όλα αυτά τα χρόνια δεν έτυχαν ούτε μιας τυπικής ηθικής διάκρισης. Κλείνοντας το δικό τους κύκλο, έπαιρναν μαζί τους ως το μόνο έπαθλο τη σκόνη της κιμωλίας. Έφευγαν, μετά το τελευταίο τους μάθημα, δακρυσμένοι και μόνοι από τα σχολεία. Εξακολουθούν να ζουν μόνοι, γιατί η κοινωνία έχει τα μάτια της στραμμένα αλλού.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ