Η 28η Οκτωβρίου έχει καθιερωθεί να εορτάζεται κάθε χρόνο ως εθνική μας γιορτή κι αυτό διότι έχει ιδιαίτερη σημασία για το έθνος μας. Είναι, καταρχάς, εθνική γιορτή, μ’ άλλα λόγια γιορτή της πατρίδας, του συμβόλου δηλαδή που ενώνει όλους τους Έλληνες, σ’ όλον τον κόσμο, του συμβόλου εκείνου για το οποίο έδωσαν τη ζωή τους όλοι οι αγωνιστές, χάρη στους οποίους απολαμβάνουμε σήμερα τα αγαθά της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Είναι ακόμη επέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1940, της μέρας που αποτέλεσε ορόσημο στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Αναρωτιούνται οι ευρωπαίοι «φίλοι» μας γιατί εμείς οι Έλληνες επιλέξαμε να γιορτάζουμε την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και όχι τη λήξη του Β΄παγκόσμιου, όπως συμβαίνει σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου. Δεν κατανοούν όμως ότι με τον τρόπο αυτό δεν τιμάμε αυτό καθαυτό το γεγονός της έναρξης μιας πολεμικής αναμέτρησης, αλλά την απόφαση ενός ολόκληρου λαού να μην υποταχθεί, να μη σκύψει το κεφάλι μπροστά στο φόβητρο του αντιπάλου, αλλά να αντισταθεί και να διαφυλάξει και την εθνική του ακεραιότητα αλλά και την εθνική του αξιοπρέπεια.
Δεν μπορούμε να μην αναλογιστούμε τι ήταν αυτό που ώθησε έναν ολόκληρο λαό να ξεπεράσει τις διαφορές που τον χώριζαν, να υπερβεί τις αντικειμενικές δυσκολίες και την αριθμητική αλλά και τεχνολογική υπεροχή του αντιπάλου και να καταγάγει μια εποποιία, αντάξια της οποίας βρίσκει κανείς μόνο στο πολύ απώτερο παρελθόν. Σύμφωνα με τον καθηγητή Βασίλη Καραποστόλη (στο βιβλίο του Διχασμός και εξιλέωση από τις εκδόσεις Πατάκη), «με την πράξη του ο εισβολέας προκάλεσε τη σύσφιξη δεσμών που είχαν χαλαρώσει πολύ. Σε ποιον επιτίθεται ο Μουσολίνι; Σ’ εμάς. Αλλά πού βρισκόμαστε εμείς; Ποιοι είμαστε; Δια μιας η επίθεση των Ιταλών δημιούργησε για τους διασπασμένους γηγενείς ένα κέντρο, ένα σημείο στήριξης της άμυνας κι αυτό το κέντρο ήταν ένα βεβαιωμένο συναίσθημα.[…]Μέσα σε λίγες μέρες λέξεις, έννοιες και εικόνες που χρησιμοποιούνταν για να περιγράφουν και να αναπαριστούν την κοινωνία και την πολιτική, αποσύρονται, ξεθωριάζουν, για να ξαναεμφανιστεί στον ορίζοντα η μορφή μιας ταλαιπωρημένης πατρίδας».
Έχω την εντύπωση ότι αυτό που υπονοεί ο καθηγητής είναι ότι στην περίπτωση της ομόθυμης αντίδρασης των ελλήνων απέναντι στην ωμή πρόκληση των Ιταλών λειτούργησε το αντανακλαστικό του πατριωτισμού των απλών ανθρώπων του λαού. Είναι γεγονός ότι οι Έλληνες, γενικά, δεν φαίνεται να αγαπάμε τη χώρα μας, ούτε καν τους συμπατριώτες μας. Πολλές φορές βρισκόμαστε διχασμένοι, ακόμα και σε εμπόλεμη κατάσταση εμφυλιοπολεμική, όταν κάποιος εξωτερικός εχθρός θεωρεί ότι είναι αυτή η ιδανική στιγμή για να μας κατακτήσει.
Τότε βάζουμε τις διαφορές μας στην άκρη, ενωνόμαστε, αποκρούουμε τον εισβολέα, για να μπορέσουμε μετά να αλληλοφαγωθούμε με την ησυχία μας. Είναι ένα κατάλοιπο αυτό, νομίζω, από την αρχαία εποχή που μας κληροδότησαν σαν μια κρυφή κατάρα οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Να σκοτωνόμαστε, δηλαδή, μεταξύ μας, όπως έκαναν οι πόλεις-κράτη στην αρχαιότητα, ακόμα κι αν τώρα αποτελούμε ένα ενιαίο κράτος. ΚΙ όταν έρθει κάποιος εχθρός, μας πιάνει εκείνο το ιδιότυπο ελληνικό φιλότιμο, που είναι σαν να λέμε μεταξύ μας: «Τι θέλει αυτό ο ξένος και μπλέκεται στα πόδια μας; Θέλει να μας σκοτώσει και να μας καταστρέψει; Σιγά μην το αφήσουμε! Δεν ξέρουμε να σκοτωνόμαστε κι από μόνοι μας; Εμπρός να του δείξουμε τι αξίζουμε!!». Τότε είναι που αισθανόμαστε αληθινά πατριώτες.
Για του λόγου το αληθές, ας θυμηθούμε συνοπτικά τα γεγονότα που οδήγησαν στην αλησμόνητη αυτή μέρα. Είναι η περίοδος κατά την οποία, υπό το κράτος μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ο φασισμός έχει κυριεύσει την Ευρώπη. Η ναζιστική Γερμανία έχει εξαπολύσει την επίθεση στην Πολωνία, που έμελλε να αρχίσει τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ισπανία έχει κυριαρχήσει ο δικτάτορας Φράνκο και η φασιστική Ιταλία επιχειρεί να εδραιώσει την κυριαρχία της στην Ανατολική Μεσόγειο, μετά την κατάληψη των Δωδεκανήσων το 1912. Ο Μουσολίνι θεωρεί ότι η Ελλάδα θα είναι εύκολος αντίπαλος. Διασπασμένη από τον πολυετή Εθνικό Διχασμό τα τελευταία είκοσι χρόνια (1920-1940), με κυβέρνηση υπό τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, φιλικά προσκείμενη στη φασιστική ιδεολογία και με ελλιπή πολεμική προετοιμασία, η Ελλάδα μοιάζει καταδικασμένη. Το τελεσίγραφο των Ιταλών τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, μοιάζει να είναι η χαριστική βολή και ο Ντούτσε ονειρεύεται μέσα σε μία εβδομάδα να πίνει τον καφέ του στην Αθήνα.
Όμως τα πράγματα δεν ακολούθησαν το δρόμο που όριζε η ψυχρή λογική. Ο Μεταξάς, προς μεγάλη έκπληξη των Ιταλών, λέει το όχι και τόσο γνωστό «Λοιπόν έχουμε πόλεμο» που έμεινε στην Ιστορία ως «ΟΧΙ» και τον εξιλέωσε στα μάτια της Ιστορίας και ο ελληνικός λαός, μπροστά στον εχθρικό κίνδυνο, παραμέριζε όσα τον χώριζαν και με μια ψυχή, ομόθυμα, προέβαλε σθεναρή αντίσταση στον πολυαριθμότερο ιταλικό στρατό.
Στα βουνά της Πίνδου το ελληνικό φιλότιμο βρήκε την ιδανικότερη έκφρασή του, καθώς όλοι, γυναίκες, γέροι και παιδιά συνέδραμαν τους πολεμιστές, καλύπτοντας τις ανεπάρκειες του ανέτοιμου για τέτοιας έκτασης αναμέτρηση ελληνικού κράτους. Εκείνο που έλαμψε όμως ήταν το αίσθημα της φιλοπατρίας και η συναίσθηση του καθήκοντος, που οδήγησαν τους πολεμιστές του 40 σε κατορθώματα που έμειναν αθάνατα στην Ιστορία. Βέβαια το έπος του 40 δεν είχε ιδανικό τέλος, όπως τα παραμύθια, καθώς το 1941 οι Γερμανοί προσέτρεξαν σε βοήθεια των συμμάχων τους Ιταλών και η χώρα βρέθηκε, το Μάιο το 1941, με την κατάληψη της Κρήτης, να στενάζει κάτω από τη μπότα του Άξονα. Ανέδειξε όμως το μέτρο των δυνατοτήτων του ελληνικού λαού όταν αποφασίζει να δράσει ενωμένος για το κοινό καλό.
Το σπινθηροβόλο βλέμμα των ανθρώπων που βλέπουν με ανακούφιση, ίσως, τον πόλεμο να έρχεται, στις φωτογραφίες εκείνης της εποχής δεν είναι βλέμμα ανέμελης χαράς ή ευθυμίας χωρίς έγνοιες, αλλά βλέμμα στοχευμένο ώστε να δείξει την αποφασιστικότητά τους να υπερασπιστούν πάση θυσία τις αξίες και τα ιδανικά τους.
Ήταν βλέμμα ενθουσιασμού που, επιτέλους σταματούσε το «κρυφτούλι» με τις δυνάμεις του «Άξονα», που θα δινόταν η ευκαιρία στους Έλληνες να αποδείξουν ότι σε δύσκολες συνθήκες μπορούν και θα πρέπει να αντιστέκονται σε επικίνδυνες επιβουλές, με τη βοήθεια των συμμάχων τους. Πόσον αλήθεια από τον πατριωτισμό των νέων εκείνων θα συναντήσουμε μεταξύ των συγχρόνων μας σήμερα; Ποια κινητήριος δύναμη μπορεί να κινητοποιήσει τη σημερινή νέα γενιά (αλλά και όλους μας) ώστε να αγωνιστούμε για τη σωτηρία της πατρίδας μας, παραμερίζοντας οποιαδήποτε διαφορά μπορεί να μας χωρίζει; Οι απαντήσεις, φοβάμαι πως δεν είναι καθόλου αυτονόητες.