Η ζωή είναι η πιο σκληρή δασκάλα. Πρώτα σε εξετάζει και μετά σου παραδίδει μαθήματα. Το ξέρουν αυτό πολύ καλά οι τσακισμένες ψυχές.
Το ξέρει η αδύναμη δικαιοσύνη των ευάλωτων. Το ξέρουν εκείνα τα κρυμμένα παιδιά της Ελλάδας που, στα χρόνια και τα λόγια τα χαμένα, ευτυχώς επιβίωσαν και βρήκαν παρηγοριά σ’ ανοιχτές αγκαλιές, γεμάτες όμως με ένα «γιατί».
Το ξέρουν, όμως, κι εκείνοι που βλέπουν με τα μάτια της δικής τους ψυχής τη φρίκη να προχωράει στα σκοτεινά, τη φρίκη την τότε και την τωρινή, την προηγούμενη και τη μελλοντική, μιας ανθρωπότητας που πετάει σ’ έναν αιώνα προόδου, δημοκρατίας και ισότητας κι ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές, που κρύβει την ενοχή της στο «ροζ που κλαίμε» ή στις κρύπτες κάτω από τα εκτυφλωτικά φώτα της πόλης. Κι έρχονται εκείνοι οι άνθρωποι να αναπλάσουν με τη δική τους ηθική χροιά και να διαχειριστούν μια αναπόδοτη δικαιοσύνη, αυτή της δικής τους κρίσης, με λέξεις που για άλλους δεν κοστίζουν τίποτα, για άλλους όμως την ίδια τη ζωή.
Είναι οι άνθρωποι που αντέχουν. Οι άνθρωποι που τολμούν κι εκτίθενται. Οι άνθρωποι που μεγαλώνουν, ομορφαίνουν και γλυκαίνουν. Που νιώθουν τρυφερότητα για τον πόνο του διπλανού, που ακούν, ακούν κι αυτό που αποσιωπάται, κι ανιχνεύουν μέσα από τη ρωγμή αυτό που προσπερνιέται. Είναι οι άνθρωποι που συναισθάνονται και τιμούν. Αυτοί οι άνθρωποι όσο περνούν τα χρόνια φωτίζονται. Όμως, το πιο ακριβό, το πιο ανεκτίμητο είναι ότι μοιράζονται το φως τους με τους άλλους.
Η συγγραφέας Κατερίνα Σχισμένου μοιράζεται το φως της όπως μοιράζεται εκείνες τις άσπρες παντόφλες της με την ξυπόλητη άγνωστη κοπέλα που προσπαθεί πυρετικά να ξεφύγει από τα νύχια της νύχτας αναζητώντας έναν χρησμό ζωής. Με την πλαστικότητα, τη λεπτότητα και την υποβλητικότητα της γραφής της, με το λυγμό και την ενόραση της ποιητικής της ψυχής, πλέκει δεκαοκτώ ιστορίες του «κλειστού» τόπου μας με βαθιά βυθισμένες αλήθειες, δομημένες στο «αγγελικό και μαύρο φως» του Γιώργου Σεφέρη, στα σκοτεινά λόγια του Ηράκλειτου και στο ηθικό διάγραμμα της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, ιστορίες – «παραμύθια» για της μοίρας μας το τραύμα το βαθύ, σ’ αυτή την άπειρη χώρα τη δύσκολη και σκοτεινή. Δεκαοκτώ ιστορίες για τη γυναίκα, τον άνδρα, τον άνθρωπο που υπομένει τη μοίρα αλλά μάχεται για το όνειρο, που αναζητεί την ταυτότητα αλλά αντιλαμβάνεται και αποδέχεται το έξω από αυτόν, το έξω από την καντιανή και αριστοτελική λογική που μεσουρανεί στους γαλάζιους ουρανούς του σύγχρονου κόσμου. Δεκαοκτώ ύμνοι, δεκαοκτώ καταγγελίες, δεκαοκτώ κραυγές ζωής :
«Γιατί η ζωή κάνει κύκλους και μας βρίσκει εκεί που χρωστά- με ή μας χρωστά. Πόσο μάλλον, όταν πρόκειται για μια αδικία που ποτέ δεν αποκαταστάθηκε κοσμικά. Είναι απαράβατος κανόνας και δεν γλυτώνει κανείς. Τόσες κατεστραμμένες γυναίκες σε τόσα δέντρα, κρεμασμένες, γκρεμισμένες, θαμμένες χωρίς τύμβο ή μνήμα. Μόνο σιωπή.»
Όμως, μέσα σ’ αυτή τη σιωπή, που ενυπάρχει βαθιά στον πυρήνα του κύκλου της ζωής, σαν το «σχήμα του κύκλου» που φτιάχνει αριστουργηματικά η συγγραφέας ανάμεσα στην πρώτη και στην τελευταία ιστορία (!!!), είναι καλά κρυμμένο ένα φυλαχτό, Ένα φυλαχτό, που, σιωπηλά σαφές, σα μια δύναμη χθόνια και μαγική, φυλάει της Ηπείρου το στοιχειωμένο τόπο μας στο πέρασμα του χρόνου. Ένα φυλαχτό ανάμεσα στις τύχες των καθημερινών ανθρώπων, συνοδοιπόρος, προστάτης και κριτής, όπως είναι ο άνθρωπος για τον άνθρωπο στα όνειρα, στη ζωή και στο θάνατο.
Οι «μικρές» ιστορίες που έχουν κατακαθίσει βαριά και ατελείωτα σαν την πάχνη στα αετόμορφα βουνά της πολυπόταμης Ηπείρου μας, μας αποκαλύπτουν πως η ζωή χρωστάει το βάθος της, κι ένα μεγάλο μέρος του νοήματός της, στις αναρίθμητες πτυχές και τις μικρές ασήμαντες ραφές τής ανύποπτης, ή φοβισμένης, ή εγωιστικής, ή συμβιβασμένης, ή υποκριτικής καθημερινότητάς μας, που κρύβονται σαν τους κόκκους της άμμου μέσα στα μαργαριτάρια για να μας θυμίζουν πως, πίσω από κάθε δημιουργία, κρύβεται ένα τραύμα. Χωρίς αυτές τις μαργαριταρένιες δημιουργίες, ωστόσο, τίποτα δεν θα έφτανε ως εμάς, τίποτα δεν θα ήταν σαν εμάς.