Οσοι αγαπάνε αληθινά την πατρίδα τους και τους συγκινούν τα μαρτύρια και τα πάθη της, βλέπουν πολύ μακριά. Και βλέπουν απέναντι. Στην άλλη πλευρά. Και αναγνωρίζουν το δικαίωμα και των άλλων ν’ αγαπούν αληθινά κι αυτοί την πατρίδα τους και να συγκινούνται το ίδιο απ’ τα μαρτύρια και τα πάθη της.
Κι όσοι σέβονται αληθινά την ιστορία, τη σέβονται γι’ αυτό που είναι κι όχι γι’ αυτό που θα ’θελαν οι ίδιοι να είναι. Αν κάποιοι επιμένουν να τη φαντάζονται ωσάν καμιά δική τους θεραπαινίδα, που της φορούν φανταχτερά στολίδια, για να τη φτιάξουν κατά τα γούστα τους και να χορεύει κατά τα παραγγέλματά τους, προφανώς δε συλλογίζονται πως το ίδιο δικαίωμα έχουν και οι άλλοι. Κι όταν ανοίγει ο φαύλος αυτός κύκλος και φτιάχνει ο καθένας την ιστορία που θέλει, αλλού σβήνοντας κι αλλού προσθέτοντας πάνω στις μορφές και τα κείμενα, τότε τα πράγματα θολώνουν πολύ και γίνονται παραμύθια.
Αλλά το δραματικό είναι πως τούτα τα παραμύθια με το πολύ αίμα και τις μεγάλες σφαγές, με την περιγραφή της ωμής βίας και της απίστευτης βαρβαρότητας, διαιρούν τους ανθρώπους και τους κάνουν εχθρούς, γιατί σπέρνουν στην ψυχή τους το μίσος και εμποδίζουν τα μάτια τους να δουν την αλήθεια.
Η ιστορία ενώνει τους ανθρώπους. Και το παραμύθι ενώνει τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε ούτε απ’ την ιστορία ούτε απ’ το παραμύθι. Αντίθετα μπορούν να βλέπουν και τη μια και το άλλο με πολλή καλοσύνη και να διδάσκονται απ’ τα θέματά τους για να γίνονται πάντα καλύτεροι. Αρκεί να ξέρουν πως αυτό είναι ιστορία και τ’ άλλο είναι παραμύθι. Ο φόβος αναδύεται μέσα απ’ την ιστορία που γίνεται παραμύθι ή μέσα απ’ το παραμύθι που γίνεται ιστορία.
Στο Θούριό του, σ’ αυτό το φλογερό εγερτήριο σάλπισμα, ο Ρήγας Φεραίος καλεί να εξεγερθούν κατά της σουλτανικής τυραννίας όχι μόνο οι Έλληνες και οι χριστιανικοί λαοί της βαλκανικής, αλλά και οι Τούρκοι. Αν αναμερίσει κανείς λίγο μονάχα το φύλλο συκής, θα καταλάβει αμέσως πως μοιάζει με μεγάλη αφέλεια να πιστεύει πως οι Έλληνες ή οι χριστιανοί ήταν τότε σκλάβοι και οι Τούρκοι ή οι μουσουλμάνοι ήταν ελεύθεροι. Κάτω απ’ τον ίδιοι ζυγό στέναζαν όλοι. Και χριστιανοί και τούρκοι. Κι απ’ αυτόν το ζυγό είχαν όφελος ορισμένοι μονάχα. Κι αυτοί οι ορισμένοι δεν ήταν μόνο Τούρκοι και μουσουλμάνοι. Ήταν και Έλληνες και χριστιανοί, που τους ονόμαζαν οι ραγιάδες Τουρκοχριστιανούς. Και περνούσαν οι λίγοι αυτοί καλά και δεν ήθελαν να περάσουν και οι άλλοι καλύτερα. Γιατί τα συμφέροντα ίδια παντού είναι και μια χαρά συνεργάζονται. Και δεν έχουν ούτε θρησκεία ούτε πατρίδα ούτε έθνος.
Να χωρίζεις τους ανθρώπους του κοινού μόχθου και του ίδιου ζυγού είναι εύκολο. Το δύσκολο είναι να ενώνεις τους ανθρώπους και να τους κάνεις ν’ αγαπούν ο ένας τον άλλον, χωρίς να λογαριάζουν τι γλώσσα μιλάνε και ποιους θεούς προσκυνάνε. Η παιδεία, με πρώτη και καλύτερη την ιστορία, είναι ωραίο να ενώνει τους ανθρώπους και να λυτρώνει την ψυχή τους από το βάρος των ψυχώσεων και των φοβικών συνδρόμων του παρελθόντος.
Αν διαβάσει κανείς όρθια τα γράμματα των κειμένων της εποχής και μπει πιο βαθιά στο πνεύμα της, θα εξεγερθεί πολλές φορές όχι εναντίον του ξένου και του διαφορετικού, αλλά εναντίον του δικού του και του ίδιου μ’ αυτόν στο θρήσκευμα, στη γλώσσα και στην εθνικότητα. Γιατί θα δει πως καμιά φορά το μεγάλο κακό δεν έρχεται από μακριά, μα έρχεται από δίπλα μας. Κι ο εχθρός μας δεν είναι ο άλλος, μα είμαστε εμείς. Τον περισσότερο καιρό τον περνούσαν οι Έλληνες για να λύνουν τις διαφορές μεταξύ τους κι έκαναν εμφύλιους πολέμους και σκότωναν ο ένας τον άλλον, όχι ασφαλώς γιατί αυτό τους καλούσε η πατρίδα να κάνουν ούτε και γιατί αυτό είναι το μικρόβιο της φυλής μας, όπως μας αρέσει να λέμε, αλλά γιατί έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Ο πόλεμος κι η εξέγερση ανοίγουν πολλούς κι άγνωστους δρόμους. Και δύσκολα μπορεί κανείς να μαντέψει πού μπορεί να τον βγάλουν. Η εξουσία και η νομή της ήταν το μέγα ζητούμενο. Η διάδοχη κατάσταση. Τον Ανδρούτσο τον δολοφόνησε το πρωτοπαλίκαρό του ο Γκούρας, για να ’χουν το κεφάλι τους ήσυχο οι πρόκριτοι. Και ο Καραϊσκάκης έπεσε από βόλι Ελλήνων, για να ’χει ο Μαυροκορδάτος τα χέρια του ελεύθερα.
Να ’χεις τα μάτια σου ανοιχτά πάντα και να θεωρείς εθνικό ό,τι είναι αληθινό, συμβουλεύει ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Γιατί τότε έχεις λόγο και μπορείς να καταλάβεις πως η ιστορία έχει πόνο. Κι αυτός δεν είναι ο πόνος του δεσπότη, μα είναι ο πόνος του παπά. Δεν είναι ο πόνος του πρίγκιπα και του εκλαμπρότατου, μα είναι ο πόνος του ιερολοχίτη και του ταπεινού και καταφρονεμένου. Δεν είναι ο πόνος του καλαμαρά, μα είναι ο πόνος του αγωνιστή. Δεν είναι ο πόνος του Παλαιών Πατρών Γερμανού, μα είναι ο πόνος του Παπαφλέσσα. Δεν είναι ο πόνος του χρυσοπληρωμένου στρατηγού, μα είναι ο πόνος του αγνώστου και ρακένδυτου στρατιώτη.
Μ’ αυτόν τον πόνο φτιάχτηκε και ζυμώθηκε η ιστορία του ’21. Του ανωνύμου και του μικρού. Που τον τυραννούσαν πολλοί και τον τυραννούσαν πολύ. Και δεν τον άφησαν σε ησυχία και δεν του ’δωσαν ποτέ τίποτε από εκείνα που έδωσε αυτός για να ζήσει ο τόπος του λεύτερος. Το αίμα το δικό του το ’καναν τίτλους και στέμματα και βασιλιάδες και μέγαρα. Κι έπλασαν ύστερα ωραία παραμύθια. Κι είπαν και στα παιδιά του το πιο μεγάλο και πιο ωραίο αυτό παραμύθι: ένα θαύμα ήταν η επανάσταση και από μιαν υπογραφή έφεξε εδώ η λευτεριά. Απ’ την υπογραφή του θεού!