«Γεια σας. Ήρθα να σας δείξω ο ίδιος την οδό ονείρων. Δεν ξεχωρίζει. Είναι ένας δρόμος σαν όλους τους άλλους δρόμους, είναι ας πούμε ο δρόμος που κατοικούμε. Μικρός, ασήμαντος, λυπημένος, τυραννικός μα κι απέραντα ευγενικός. Έχει πολύ χώμα, πολλά παιδιά, πολλές μητέρες, πολλές ελπίδες και πολλή σιωπή. Κι όλα σκεπασμένα από ένα τρυφερό μα κι αβάσταχτο ουρανό. Εδώ σ’ αυτόν το δρόμο γεννιούνται και πεθαίνουν τα όνειρα τόσων παιδιών ίσα με τη στιγμή που η αναπνοή τους θα ενωθεί με το ανοιξιάτικο αεράκι του Επιταφίου και θα χαθεί. Όμως, τη νύχτα δεν τους πιάνει ο ύπνος. Κι όταν δεν ονειρεύονται τραγουδούν.»
Έτσι προλογίζει ο Μάνος Χατζηδάκις την «Οδό Ονείρων» του. Κι είναι ανώφελο να προσθέσει κανείς κάτι παραπάνω σ’ αυτά τα ποιητικά λόγια του. Συμβολικά, όμως, θα έλεγα πως η δική μας οδός ονείρων είναι η οδός «Σκουφά». Είναι η οδός που φέρει το όνομα του πρωτεργάτη της Φιλικής Εταιρίας. Είναι ο δρόμος που αγαπώ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Και δεν είναι μόνο οι τόσες εικόνες, οι αναμνήσεις, τα βιώματα, οι ατέλειωτες βόλτες πάνω κάτω που κάναμε ως έφηβοι για μια κλεμμένη ματιά, αλλά και οι ζωντανοί χτύποι μιας καρδιάς που σήμερα, σε καιρούς αποξένωσης αναζητάει το συμπολίτη, το συνάδελφο, το φίλο. Είναι «το πρόσωπο» αυτού του δρόμου, τα απλά, ζεστά κι εμβληματικά κτίρια σαν τους πίνακες του Τάκη Βαφιά, του Απόστολου Τσιρογιάννη, του Γιάννη Βαγενά, οι ισορροπημένοι όγκοι και οι λεπτές αρχιτεκτονικές γραμμές που διαμορφώνουν ένα σύνολο αρμονικό, συμμετρικό, ανθρώπινο.
Είναι και οι πλανόδιοι μουσικοί, φοιτητές οι περισσότεροι υποθέτω, που ομορφαίνουν και ανυψώνουν το δρόμο των ονείρων μας με τη νιότη τους και τις νότες τους. Χρωστάει πολλά και ανεκτίμητα η πόλη μας σ’ αυτά τα νέα παιδιά, που εισπράττουν κατά καιρούς επαινετικά λόγια πολύ καλύτερα από τα δικά μου.
Όμως, ας μου επιτραπεί να πω και μια άλλη γνώμη με όλη τη μετριοπάθεια του ανθρώπου που δεν έχει σπουδάσει Μουσική. Μου προκαλεί εντύπωση που όλα τα τραγούδια αυτών των νέων ανήκουν σ’ ένα συγκεκριμένο μουσικό είδος, το βαρύ λαικό ή το Ρεμπέτικο, αν τα κατατάσσω καλά. Ας πούμε, ένα αισιόδοξο πρωινό του περασμένου Ιουνίου, η μία κομπανία έπαιζε το «Είναι βαριά η φυλακή» και η άλλη λίγο πιο πάνω το «Μάγισσες φέρτε βότανα». Καλοκαιρινό πρωινό και νέα παιδιά με το εικοσάχρονο φως τους τραγουδούν για βαριές φυλακές και για ναργιλέδες! Αποδέχομαι, με κάποιες επιφυλάξεις ίσως, την καταξιωμένη θέση του συγκεκριμένου μουσικού είδους στην πολιτισμική μας ιστορία, αλλά θα ήθελα να θυμηθούμε πως υπάρχουν κι άλλα είδη μουσικής και μεγάλοι συνθέτες που έχουν ξεχαστεί – πολύ το φοβάμαι, μέσα στο γενικότερο διωγμό που υφίσταται η ελληνική Μουσική, ειδικά στις καφετέριες.
Αξίζει να θυμηθούμε πως η πιο όμορφη περίοδος της νεοελληνικής μουσικής ήταν οι μπουάτ. Μέσα σ’ αυτούς τους μικρούς μαγικούς χώρους αναγεννήθηκε η μουσική, αναγεννήθηκαν οι συλλογικότητες, αναγεννήθηκε ο δημοκρατικός νεοελληνικός πολιτισμός. Αυτό το θαύμα που συντελέστηκε εκεί, δυστυχώς, δεν προβλήθηκε όσο έπρεπε και δεν υπερασπίστηκε από τους σπουδαγμένους της μουσικής. Όλο και πιο σπάνια ακούμε τραγούδια πια του Μάνου Χατζηδάκι, του Μάνου Λοίζου, του Μίμη Πλέσσα, του Γιάννη Σπανού, του Δήμου Μούτση, τον οποίο τον έχουν εξαφανίσει εντελώς, και τόσων άλλων!
Το θέμα της Μουσικής δεν είναι τόσο επουσιώδες όσο νομίζουμε. Αποτελεί το πιο ζωντανό κομμάτι της ιδιοσυγκρασίας μας, της ψυχοσύνθεσής μας, του πολιτισμού μας και της ταυτότητάς μας. Παρ’ όλα αυτά, αυτό το κομμάτι δεν το προσέχουμε και δεν το σεβόμαστε. Η κοινωνία μας, που έχασε τη χαρά της αυτά τα γκρίζα χρόνια, έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη από εκείνη τη μουσική που αναπτερώνει τις ελπίδες και αναστηλώνει την πεσμένη δυναμική της.
Γιατί η Μουσική είναι το σπίτι της ψυχής. Ένα σπίτι, όμως, όχι με χρώματα απονεκρωμένα κι ανεδαφικά, αλλά ένα σπίτι ανοιχτό και ευήλιο στο σήμερα και στο μέλλον, όπως είναι το «Μουσικό Σπίτι» του Νίκου Πορτοκάλογλου και της Ρένας Μόρφη.