Ο έρωτας Δάφνη και Χλόης οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Τα δοκίμασαν όλα, μα δεν έφταναν στην πηγή. Ήταν παιδιά και δεν ήξεραν πώς να φτάσουν στην ολοκλήρωση, για να αισθανθούν την κορύφωση αυτής της πολύτιμης και ανεκτίμητης πράξης. Ώσπου εμφανίστηκε ο από μηχανής θεός. Η Λυκαίνιο!
Ήτανε κάποιος γείτονας, ζευγολάτης δικού του χωραφιού, που τον λέγανε Χρώμη και περασμένος στα χρόνια. Αυτός είχε γυναικούλα φερμένη από την πολιτεία νέα κι όμορφη και πιο τρυφερή από χωριάτισσα, τη λέγανε Λυκαίνιο. Τούτη, βλέποντας τον Δάφνη κάθε μέρα να περνάει τα γίδια το πρωί για τη βοσκή, τη νύχτα για τη στάνη, επιθύμησε να τον κάνει αγαπητικό της, αφού τον ξεγελάσει με χαρίσματα, και κάποτε τον παραφύλαξε που τον είδε μονάχο και του χάρισε σουραύλι και κερήθρες και ταγάρι από ελαφοτόμαρο, μα δεν τολμούσε να του ειπεί τίποτα, επειδή μάντευε την αγάπη της Χλόης, γιατί τον έβλεπε πολύ προσκολλημένο στην κόρη.
Και πρωτύτερα απ’ τα γνεψίματα κι απ’ το γέλιο το κατάλαβε, μα τότε, αφού από το πρωί προφασίστηκε στον Χρώμη ότι θα πάει σε μια γειτόνισσά της ετοιμόγεννη, τους παρακολούθησε και, κρυμμένη σε κάποια χαμόκλαδα, άκουσε όλα όσα είπαν κι είδε όλα όσα κάμανε, μήτε της ξέφυγε ότι έκλαψε ο Δάφνης. Επειδή, λοιπόν, συμπόνεσε τους δύστυχους αυτούς και νόμισε ότι παρουσιαζόταν διπλή ευκαιρία και για τη σωτηρία εκείνων και για τη δική της πιθυμιά, έβαλε κάτω το θηλυκό της μυαλό.
Φτάνει χωρίς να κρύβεται στη βαλανιδιά όπου κάθονταν ο Δάφνης κι η Χλόη και σαν καμώθηκε απαράλλαχτα την ταραγμένη, ζήτησε από τον Δάφνη να την ακολουθήσει σε κάποια λαγκάδα, για να σώσει τις χήνες της απ’ τον αετό που ήδη της άρπαξε την καλύτερη. Κι αν σκοτώσει τον αετό, θα σώσει και τα δικά τους κοπάδια. Χωρίς να υποψιαστεί τίποτε ο Δάφνης και αφήνοντας τη Χλόη να φυλάει τα κοπάδια, την ακολούθησε σε μέρος μακρινό και δασό που τον πήγαινε εκείνη.
«Δε φτάνουν τα φιλήματα και τ’ αγκαλιάσματα κι όσα κάνουν τα κριάρια κι οι τράγοι, για να νιώσετε εκείνο που πρέπει και να το σώσετε», τον συμβούλεψε σαν σταθήκανε εκεί που είχε σχεδιάσει. «Άλλα πηδήματα είναι αυτά και πιο γλυκά από κείνα, επειδή έχουνε γλύκα για περισσότερο καιρό. Αν ίσως, λοιπόν, θέλεις να γλιτώσεις από τα βάσανα και να μάθεις τις χάρες που ζητάς, έλα παραδώσου σ’ εμένα σαν χαρούμενος μαθητής κι εγώ θα σε μάθω».
Τρελάθηκε ο Δάφνης κι έπεσε στα πόδια της παρακαλώντας την να τον μάθη όσο μπορούσε πιο γλήγορα τον τρόπο που να κάνει της Χλόης ό,τι θέλει. Και της έταζε και τυριά χλωρά από πρωτάρμεχτο γάλα και την κατσίκα την ίδια. Αφού, λοιπόν, η Λυκαίνιο βρήκε τόση αθωότητα που δεν την περίμενε, άρχισε να γυμνάζει τον Δάφνη με τούτο τον τρόπο. Τον πρόσταξε να καθίσει κοντά της και να της δίνει φιλιά όπως κι όσα συνήθιζε κι ενώ θα τη φιλούσε να την αγκαλιάζει μαζί και να πλαγιάζει χάμου, κι άμα εκάθησε και τη φίλησε και πλάγιασε και τον είδε γαυριασμένο, τον σηκώνει απ’ το πλάι της κι αφού ξαπλώθηκε από κάτω του, τον έφερε στο δρόμο που ζητούσε ως τότε, κι ύστερα δεν έκανε τίποτα ασυνήθιστο, επειδή η φύση η ίδια τον μάθαινε τα υπόλοιπα που ’πρεπε να κάνει.
Κι αφού τέλειωσε το ερωτικό μάθημα, σηκώθηκε να φύγει καρφί για τη Χλόη για να της κάνει αμέσως όσα είχε μάθει, σαν να φοβότανε μήπως αργώντας τα ξεχάσει, μα η Λυκαίνιο τον σταμάτησε και του είπε:
«Ακόμη και τούτα πρέπει να σε μάθω, Δάφνη. Εγώ σαν γυναίκα δεν έπαθα τώρα τίποτε, επειδή από καιρό αυτά άλλος άντρας μου τα ’μαθε, παίρνοντας την παρθενιά μου για πλερωμή. Μα η Χλόη, άμα παλέψει μαζί σου τον πόλεμο αυτό, θα φωνάξει και θα κλάψει και θα κείτεται με πολύ αίμα σαν σκοτωμένη, εσύ όμως μη φοβηθείς το αίμα, μόνο όταν την καταφέρεις να σου παραδοθεί φέρ’ την σε τούτο το μέρος για να μην την ακούσει κανένας όσο κι αν φωνάξει, κι αν δακρύσει να μη την ιδεί κανένας, κι αν ματώσει να πλυθεί στην πηγή. Και να θυμάσαι ότι εγώ πριν από τη Χλόη σ’ έχω κάνει άντρα».
Μα το αίμα έκανε τον Δάφνη να διστάζει από φόβο μην πάθει τίποτε η Χλόη. Και κάποτε που πλάγιασαν γυμνοί, σκεπασμένοι μ’ ένα τομάρι γίδας, κι εύκολα θα γινόταν η Χλόη γυναίκα, δεν την άφηνε να γυμνώνεται πολύ, ώσπου απορούσε η Χλόη, μα ντρεπότανε να ρωτήσει την αφορμή. Και θα ’πρεπε να καρδιοχτυπήσει πολύ μαθαίνοντας πως πολλά πλούσια παλικάρια ζήτησαν τη Χλόη σε γάμο, για να δυναμώσει ακόμα περισσότερο μέσα του ο πόθος και να βγει αυτός νικητής παίρνοντας τη Χλόη γυναίκα του, όπως του όρισε η φύση.
Και τότε πλάγιασαν γυμνοί κι αγκαλιάζονταν και γλυκοφιλιόντανε κι έμειναν άγρυπνοι όλη τη νύχτα. Και έκαμε ο Δάφνης της Χλόης κάτι από όσα τον είχε δασκαλέψει η Λυκαίνιο. Και την έκανε επιτέλους γυναίκα!
(Λόγγου, Δάφνις και Χλόη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ