«Τί; Ποιός πέθανε! Πολύ ώρα βάραγε η καμπάνα το πρωί…».
Τώρα εδώ που τα λέμε εγώ ήξερα αλλά δεν μ’ αφήνει ο διάολος ν’ αγιάσω. Στη μαρίδα απευθυνόμουνα που μαζεύετε κάθε μέρα στο βόρειο χαγιάτι της εκκλησίας και δυτικό γωνία. Θου Κύριε τω στόματί μου (προς πάσα πονηρή γωνία). Εκεί ο παπάς… «Ποιός παπάς;». Εδώ ο παπάς ο δικός μας, έκανε το γραφείο του.
Έβαλε και πως το λένε, δεν ξέρω να το πω στα ελληνικά, ρούτερ μου τόπανε τ’ αλάνια, και με κάποιο τρόπο που αυτά ξέρουν κλέβουν της εκκλησίας το σήμα! Στουμπάνε μέσα – μέσα και κάνα τσιγαράκι στο καμπαναριό κι όλα καλά κι… άγια.
«… Και πού είναι ο παπάς;». «Ε, ξέρω γω; Μάλλον μακαρίζει το… πνεύμα των πιστών». «Σκοτώθηκε ο τράπερ ο…». Κάπως μου τον είπαν (δεν ξέρω να το γράψω). Ήξερα, όμως, από τον εγγονό μου τον Γιώργο ότι πρόκειται για τον «κότερα κι ελικόπτερα». «Και τί… βαράει η καμπάνα στο χωριό μας λυπητερά γι’ αυτόν τον… πως τον λένε τέλος πάντων;» είπα γουρλώνοντας τα μάτια τάχα από έκπληξη.
«Όχι παππού…» πετάχτηκαν δυο τρεις. «Πέθανε η γιαγιά η Δημητρούλα, η χοντρή, πούναι στο μαχαλά σας. Και ο Δήμας ο τζομπάνος του Μπαλατσούκα». Τον ήξερα τον Δήμα. Ήταν ένα από εκείνα τα δυστυχισμένα πλάσματα που την δεκαετία του πενήντα και του εξήντα η ζωή, η μοίρα, μα πάνω απ’ όλα οι αποφάσεις των γονιών τους, στα βλάχικα κονάκια, τους έκανε εφ’ όρου ζωής τζομπαναραίους. Ήξερα και την Δημητρούλα, την ΕΠΟΝίτισσα στην εφηβεία της, την αντιστασιακή στην ωριμότητά της, την αντάρτισσα της Βούρπιανης, της Πυρσόγιαννης, του Κλέφτη, του Σμόλιγκα και της Αετομηλίτσας.
Την ήξερα την αγωνίστρια που δεν σκοτώθηκε στο ύψωμα 2.520 του Γράμμου! Έτσι για να πεθάνει ως η Δημητρούλα η χοντρή. Δεν ήξερα, όμως, πως στο μέλλον οι νέοι μας θα συνθέτουν μελωδίες που θ’ αγγίζουν τις καρδιές, μα και το νου της ανθρωπότητας ολόκληρης.
Μ’ αυτές τις σκέψεις μέσα μου και τις λανθασμένες πολλές φορές βεβαιότητες της ηλικίας μου γύρισα να φύγω. Ωστόσο κοντοστάθηκα μεσοδρομίς ακούγοντας μια γλυκιά κοριτσίστικη φωνούλα: «Πέθανε κι ο Θεοδωράκης σήμερα… του Επιταφίου και της Ρωμιοσύνης».