Είναι, ίσως, μια ειρωνεία της τύχης το γεγονός ότι η ημέρα διεξαγωγής των γερμανικών εκλογών (Κυριακή, 26 Σεπτεμβρίου 2021) συνέπεσε με τον εορτασμό της Ευρωπαϊκής ημέρας Γλωσσών. Για να εξηγούμεθα: η 26η Σεπτεμβρίου καθιερώθηκε ως Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών το 2001, με πρωτοβουλία του Συμβουλίου της Ευρώπης, με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην Ευρώπη, σήμερα, ομιλούνται 200 γλώσσες και διάλεκτοι.
Η πιο διαδεδομένη γλώσσα μεταξύ των Ευρωπαίων είναι τα Aγγλικά, καθώς το 34% των ευρωπαίων πολιτών τα χρησιμοποιεί ως δεύτερη γλώσσα. Ακολουθούν τα Γερμανικά (12%) και τα Γαλλικά (11%). Ένας στους δύο Έλληνες (49%) είναι ικανός να συνεννοηθεί σε τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα, ποσοστό το οποίο συμπίπτει με τον κοινοτικό μέσο όρο. Το 44% των Ελλήνων έχει ως δεύτερη γλώσσα, μετά τη μητρική, τα Αγγλικά, το 8% τα Γαλλικά και τα Γερμανικά και το 3% συνεννοείται καλύτερα στα Ιταλικά.
Τα στατιστικά αυτά είναι ενδεικτικά, αφενός μεν της διαχρονικής προσκόλλησης του Ελληνικού κράτους και των Ελλήνων στην Αγγλική (αρχικά) και την Αμερικανική (μεταπολεμικά) πολιτική, αφετέρου δε της κυριαρχίας της αμερικανοεγγλέζικης κουλτούρας, αν όχι στην ολότητα του παγκόσμιου γίγνεσθαι, οπωσδήποτε στο μεγαλύτερο μέρος του.
Κι αν για το δεύτερο, δε φαίνεται να μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα ως αντίσταση, πέρα από την ενίσχυση του δικού μας πολιτιστικού υπόβαθρου (διαχρονικά οι ισχυρότερες οικονομίες επέβαλαν σε μεγάλο βαθμό τον πολιτισμό τους στις ασθενέστερες), για το πρώτο μπορεί να ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση, πολύ περισσότερο που η χώρα μας βρίσκεται σε μια κρίσιμη ιστορικά συγκυρία να «πατάει σε δύο βάρκες», όσον αφορά τις γεωπολιτικές της επιλογές.
Διαχρονικά οι έλληνες πολιτικοί αναζητούσαν την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική προστασία στις μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις, για να καταλήξουν να «δεθούν στο άρμα» της Αγγλίας. Αυτό είχε κατοχυρωθεί και στη διάσκεψη της Γιάλτας, με βάση το περίφημο σημείωμα των ποσοστών που φέρονται να είχαν συμφωνήσει ο Τσώρτσιλ και ο Στάλιν σε συνάντησή τους καιρό πριν.
Μετά τη λήξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, και στην προσπάθειά τους να εδραιώσουν την παρουσία του βασιλιά εκριζώνοντας (όσο ήταν δυνατόν) κάθε κομμουνιστική επίδραση (σε μια «θερμή» πρόβα του «ψυχρού» πολέμου), οι Άγγλοι ζήτησαν τη βοήθεια των Αμερικανών (αεροπορία, βόμβες ναπάλμ, στρατιωτικοί αναλυτές κ.λπ.), παραδίδοντάς τους έτσι τα ηνία της εξάρτησης της χώρας μας. Η αμερικανική παρέμβαση, από τότε, ήταν συνεχώς εμφανής και όχι πάντοτε διακριτική. Αυτή η παντοδυναμία κράτησε μέχρι την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ και τη μετεξέλιξη της τελευταίας σε Ευρωπαϊκή Ένωση. Από το σημείο αυτό η Ελλάδα φαίνεται να προσδένεται και σε ένα ακόμα άρμα επιρροής, αυτό της Γερμανίας.
Όσοι έχουν αμφιβολία ως προς αυτό, ας αναρωτηθούν, όπως ο Γιώργος Σκαφιδάς σε άρθρο του, αν «θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί κατά τρόπο διαφορετικό οι μεγάλες ευρωπαϊκές κρίσεις των τελευταίων ετών ή ακόμη και κάποιες από τις διμερείς συμφωνίες του πρόσφατου παρελθόντος, εάν βρισκόταν στο τιμόνι της Γερμανίας κάποιος άλλος και όχι η Άνγκελα Μέρκελ».
Για να συνεχίσει: «από την – μάλλον θετική – απάντηση στο ερώτημα, ανακύπτει και το συμπέρασμα: Ό,τι συμβαίνει πολιτικά στο Βερολίνο δεν μένει στο Βερολίνο». Διότι η γερμανική πολιτική σκηνή λειτουργεί παράλληλα και ως σημείο αναφοράς για τις τάσεις και τις εξελίξεις διεθνώς. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο λοιπόν, αντιλαμβάνεται κανείς πως από τις πολιτικές της όποιας επόμενης γερμανικής κυβέρνησης πρόκειται να κριθούν πολλά και στη διεθνή σκηνή: Η στάση της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία (μια στάση «υποχωρητικότητας» για την οποία πολλοί θεωρούν υπεύθυνο το Βερολίνο), η στάση της ΕΕ στο μέτωπο του προσφυγικού/μεταναστευτικού, η πορεία της ευρωπαϊκής ανάκαμψης στη σκιά της πανδημίας, η στάση της ΕΕ απέναντι στην Κίνα, αλλά και το μέλλον του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Στο μέτωπο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης αναμένονται νέες ενδοευρωπαϊκές «μάχες» το προσεχές διάστημα. Τι σημαίνει πρακτικά για την Ελλάδα Σύμφωνο Σταθερότητας; Δημοσιονομικοί στόχοι. Όχι μόνο βραχυπρόθεσμου αλλά και μακροπρόθεσμου χαρακτήρα. Η χώρα, είναι δεσμευμένη με τη συμφωνία που υπέγραψε το 2018 για να βγει από τα μνημόνια, να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα «στην περιοχή του 2%» και μετά το 2022 που λήγει η μεταμνημονιακή εποπτεία και οι αυστηροί δημοσιονομικοί στόχοι.
Μπορεί να το… ξεχάσαμε με την πανδημία, αλλά για όλη την περίοδο από το 2020 μέχρι και το 2022, θα έπρεπε κανονικά να παράγουμε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% κάτι που δεν συνέβη για έναν και μόνο λόγο: την πανδημία. Για την Ελλάδα, η μεταμνημονιακή εποπτεία ολοκληρώνεται στα μέσα του 2022. Ο προϋπολογισμός του 2023, θα συνταχθεί επομένως με βάση τον στόχο που θα οριστεί στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας. Θα είναι ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος μικρότερος από το 2%; Σε αυτή την περίπτωση η Ελλάδα θα έχει δημοσιονομικό χώρο για να χρηματοδοτήσει μέτρα μόνιμου χαρακτήρα.
Το ζητούμενο θα είναι να υλοποιούνται οι δεσμεύσεις και ό,τι περισσεύει να επιστρέφει στην κοινωνία. Αν ο στόχος είναι μεγαλύτερος, τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Με δεδομένη την κυριαρχία της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιλαμβανόμαστε το λόγο που οι γερμανικές εκλογές θεωρούνται κρίσιμες.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της Ε.Ε. με την Κίνα, ας μη νομίζουμε ότι είναι κάτι που δε μας αφορά. Η υπογραφή της επενδυτικής συμφωνίας Ε.Ε. – Κίνας, λίγο πριν την ανάληψη της αμερικανικής προεδρίας από τον Τζο Μπάιντεν, έφερε ως απάντηση τη σύσταση της AUKUS, της κοινής αμυντικής συμφωνίας μεταξύ Αυστραλίας, Αγγλίας και Ηνωμένων Πολιτειών, μια συμφωνία που επέφερε αρνητικές αντιδράσεις τόσο από την πλευρά της Γαλλίας (που φαίνεται να θίγεται άμεσα), όσο και από αυτή της Γερμανίας.
Το αγγλοαμερικανικό τόξο (γλώσσα, οικονομία, πολιτισμός) συσπειρώνεται και η Ελλάδα προσπαθεί να βρει το βηματισμό της. Είναι κάτι που θα πρέπει να κάνει σύντομα. Γιατί, όπως έλεγε και ο Αίσωπος, όταν τα βουβάλια τσακώνονται στο βάλτο, αυτοί που την πληρώνουν στο τέλος είναι τα βατράχια.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ