Μέσα στο κύμα της πανδημίας που πλήττει τον τόπο μας είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκουν το κουράγιο να επιχειρούν ιστορικές και λαογραφικές μελέτες με τις οποίες αναδεικνύουν τον τόπο τους, χωρίς εξωτερική βοήθεια ή κάποια άλλη αρωγή, βασισμένοι αποκλειστικά στην αγάπη τους για τη γενέθλια πατρίδα.
Μια τέτοια προσπάθεια, με αξιολογότατο αποτέλεσμα είναι η έκδοση του βιβλίου «Ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Κομμένου Άρτας: Ιστορία, Τέχνη Παράδοση», του Χρήστου Βασιλάκη από τις εκδόσεις Βιβλιογνωσία. Το βιβλίο, που αποτελεί καρπό της διπλωματικής εργασίας του συγγραφέα για την απόκτηση μεταπτυχιακού διπλώματος, αποτελείται από 211 σελίδες, με πρόλογο, εισαγωγή, κύριο μέρος διαρθρωμένο σε τέσσερα κεφάλαια, παράρτημα με δημοσίευση ανέκδοτου πρωτογενούς αρχειακού υλικού και περίληψη στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, καθώς και αναλυτική βιβλιογραφία.
Το βιβλίο αυτό έχει επιπλέον ιδιαίτερη αξία, δεδομένου ότι, όπως επισημαίνεται και στην εισαγωγή του, ο Ναός συσχετίζεται με το άγριο έγκλημα της σφαγής στο Κομμένο από τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, αντικατοπτρίζει την «έννοια του ψυχικού τραύματος που ορίζεται από την αδυναμία αντίληψης ενός τραγικού γεγονότος ενόσω συμβαίνει, καθώς η ένταση της εμπειρίας παρακωλύει την κατανόηση του συμβάντος». Υπό την έννοια αυτή το βιβλίο, μπορούμε να πούμε ότι, με την ίδια του την έκδοση, επιτυγχάνει τους βασικούς του στόχους όπως ορίζονται από το δημιουργό του στην αρχή της αφήγησης. Να αναδείξει, δηλαδή, και να προβάλει το χριστιανικό αυτό μνημείο, άρρηκτα συνδεδεμένο με την τοπική ιστορία και παράδοση καθώς αποτελεί διαχρονικό σημείο μνήμης της τραγικής σφαγής, και ταυτόχρονα να παρουσιάσει σύντομα την ιστορία του Κομμένου και να ενημερώσει τον ερευνητή για την ηπειρωτική ναοδομία, όπως αυτή εκφράζεται στη συγκεκριμένη περιοχή.
Το κύριο μέρος αποτελείται από τέσσερα περίπου ισομεγέθη κεφάλαια. Στο πρώτο, με τον τίτλο «Σύντομη ιστορική επισκόπηση», ο συγγραφέας προσπαθεί και καταφέρνει να αποδώσει μια σύντομη ιστορική παρουσίαση της περιοχής καθώς και την ανθρωπογεωγραφία του τόπου σε ένα περιληπτικό οδοιπορικό στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ταυτόχρονα προβαίνει σε μια καίρια, όσο και απαραίτητη για τη γνωριμία με το μνημείο, ιστορική καταγραφή του Ναού, περιγραφή της αρχιτεκτονικής του δομής και του εξωτερικού περιβάλλοντος χώρου. Η ιστορική επισκόπηση αυτή δεν αποτελεί κάτι απλό και αυτονόητο, όπως μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως στον αναγνώστη, δεδομένων των δυσχερειών στην ανεύρεση αρχειακού υλικού εξαιτίας της ανυπαρξίας ή ανεπάρκειας ιστορικών δεδομένων ή γραπτών μαρτυριών από τα τέλη του 19ου – αρχές του 20ου αιώνα.
Ο συγγραφέας αξιοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τόσο τις δημοσιευμένες και αδημοσίευτες αρχειακές πηγές, όσο και τη βιβλιογραφία (γενικής αλλά και τοπικής ιστορίας), για να αντλήσει τις έγκυρες και αδιάβλητες εκείνες πληροφορίες που τον βοηθούν στη συγκρότηση μιας αντικειμενικά δομημένης ιστορικής αφήγησης, που δεν πελαγοδρομεί, αλλά πληροφορεί ουσιαστικά.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, με τον τίτλο «Εσωτερική περιγραφή», ο συγγραφέας επιχειρεί με επιτυχία και γλαφυρότητα την περιγραφή του εσωτερικού του Ναού, αναλύοντας ταυτόχρονα αισθητικά, αλλά και θεολογικά τον τοιχογραφικό διάκοσμο τόσο του κυρίως ναού, όσο και του ιερού Βήματος.
Τονίζεται ιδιαίτερα η επιρροή της χιονιαδίτικης αγιογραφικής παράδοσης (διάσπαρτης, κατά το συγγραφέα, σε όλη την Ήπειρο και ειδικότερα στην Άρτα), η οποία δίνει τη δυνατότητα να χρονολογηθεί και να ταυτοποιηθεί (κατά προσέγγιση, οπωσδήποτε, δεδομένου ότι η όλη προσπάθεια γίνεται κατ’ αντιπαραβολή με αντίστοιχες αγιογραφικές διακοσμήσεις όμορων Ναών), το αγιογραφικό σύνολο του ναού της Κοιμήσεως Θεοτόκου στο Κομμένο. Ο συγγραφέας, στο σημείο αυτό, αξιοποιεί όχι μόνο βιβλιογραφικά δεδομένα αλλά και αρχειακό υλικό τα οποία συνδέει με τρόπο τεκμηριωμένο ώστε να αποδείξει την επιστημονική του θέση.
Το τρίτο κεφάλαιο φέρει τον τίτλο «Ξυλόγλυπτο τέμπλο-Εικονογραφία-Ιερά σκεύη». Σ’ αυτό γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο, στις εικόνες του εικονοστασίου, στο δεσποτικό θρόνο και στις φορητές εικόνες του ναού. Μέσα από τις πληροφορίες που αντλούνται από τη σχετική βιβλιογραφία, τεκμαίρεται η παρουσία και δράση τεχνιτών από το Καπέσοβο Ζαγορίου που συνέβαλαν στη διακόσμηση του ναού. Ταυτόχρονα ο συγγραφέας αναλύει και αξιολογεί την τοπική παράδοση της ξυλογλυπτικής τέχνης των ηπειρώτικων συναφιών (συντεχνιών) στους ναούς της Άρτας.
Το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο του κύριου μέρους, με τίτλο «Το προσωπικό και τα αρχεία του Ναού» αποτελεί μια ενδελεχή έρευνα και αποτύπωση των αρχείων του ναού, με τους διακονήσαντες αυτόν ιερείς, αλλά και το λαϊκό προσωπικό του ναού στην ιστορική του πορεία μέσα στο χρόνο. Μέσα από τη δημοσίευση πρακτικών του εκκλησιαστικού συμβουλίου, ο συγγραφέας αποδίδει με αρχειακή τεκμηρίωση μια ιστορική αποτύπωση της παρουσίας του Ναού, όχι πια ως αρχιτεκτονήματος ή ως χώρου λατρείας, αλλά ως νομικού προσώπου με σημαντική παρέμβαση στα δρώμενα του τόπου. Το βιβλίο κλείνει με Παράρτημα όπου δημοσιεύεται μέρος από το πρωτότυπο αρχειακό υλικό, Βιβλιογραφία αρχειακών πηγών και εκδοθέντων βιβλίων και Περίληψη στην ελληνική και αγγλική γλώσσα. Πρόκειται για μια αξιόλογη, τεκμηριωμένη και έγκριτη προσπάθεια που αξίζει την προσοχή μας, αλλά και έπαινο!