Το νέο νομοσχέδιο που κατατέθηκε πρόσφατα στη Βουλή και αφορά την εκπαίδευση, επαίρεται ότι εισάγει καινοτομίες που θα βοηθήσουν την ελληνική εκπαίδευση να ξεφύγει από το τέλμα στο οποίο βρίσκεται τα τελευταία χρόνια.
Αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι και αυτή η πολιτική ηγεσία δεν είχε την τόλμη να επεξεργαστεί ένα σχέδιο αλλαγής του τρόπου εισαγωγής στα ΑΕΙ, καταργώντας τις πανελλαδικές εξετάσεις (οι οποίες οριοθετούν και το σύστημα μάθησης, δυστυχώς, με την αποστήθιση και την παπαγαλία), θα προσπαθήσω να επικεντρωθώ σε αυτά που διαφημίζονται ως καινοτομίες.
Η εκπαιδευτική καινοτομία εστιάζει σε πράξεις που προωθούν νέες ιδέες στην εκπαίδευση κυρίως σε τρεις βασικούς τομείς: α) στην αλλαγή αντιλήψεων και αρχών, β) στην υιοθέτηση νέων διδακτικών προσεγγίσεων και γ) στη χρησιμοποίηση νέων μέσων για την εκμάθηση των γνωστικών αντικειμένων.
Οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί τελευταία ή που ήδη βρίσκονται στο στάδιο της υλοποίησης εμπεριέχουν στοιχεία καινοτομίας. Η ψηφιοποίηση της διοίκησης της σχολικής μονάδας οδηγεί σε αλλαγή αντιλήψεων ως προς τη λειτουργία της μονάδας, η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στη διδασκαλία συμβάλλει στην υιοθέτηση νέων διδακτικών προσεγγίσεων και στη χρησιμοποίηση νέων μέσων για την εκμάθηση των γνωστικών αντικειμένων, τα εργαστήρια δεξιοτήτων προωθούν νέες αρχές ως προς τη διδακτική πρακτική.
Εκτιμώ, όμως, ότι δύο αλλαγές εμπεριέχουν τη δυνατότητα προώθησης νέων ιδεών στο σύνολο των τριών τομέων που αναφέρθηκαν. Η αντικατάσταση των συμβατικών εγχειριδίων από το «πολλαπλό βιβλίο» μπορεί να οδηγήσει σε απαλλαγή από την υποχρέωση της αποστήθισης και την εξέταση με συμβατικά διαγωνίσματα ενώ ταυτόχρονα μπορεί να συμβάλει στην κριτική μελέτη και την έρευνα. Αλλάζουν, έτσι, οι αντιλήψεις για τη διδασκαλία και τη μάθηση, υιοθετούνται νέες προσεγγίσεις και χρησιμοποιούνται νέα μέσα εκμάθησης. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, όμως, θα πρέπει να υιοθετηθούν καινοτόμες αντιλήψεις ως προς τη διδασκαλία και την αξιολόγηση των μαθημάτων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, με κατάργηση των προειδοποιημένων διαγωνισμάτων, αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, ανάθεση ερευνητικών εργασιών, ακόμα και σε ομάδες μαθητών και κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων, τουλάχιστον με τον τρόπο που διεξάγονται σήμερα.
Με ανάλογο τρόπο η αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας, σε συνδυασμό με την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού μπορεί να δώσει κίνητρα ανανέωσης και προόδου, να προωθήσει επιμορφωτικές διαδικασίες, να συμβάλει στην αναθεώρηση παρωχημένων αντιλήψεων και πρακτικών, να κατοχυρώσει συνεργατικές δράσεις και να ανανεώσει το ενδιαφέρον της κοινότητας για τη σχολική μονάδα.
Για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει η αξιολόγηση να μην έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, να έχουν διαμορφωθεί οι διαδικασίες επιμόρφωσης και εξέλιξης των εκπαιδευτικών, να τους έχουν εξασφαλιστεί ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας (πχ θέρμανση το χειμώνα, κλιματισμός το καλοκαίρι, ατομικό γραφείο εργασίας και εννοώ το έπιπλο, όχι το χώρο, πρόσβαση σε υπολογιστή και διαδίκτυο όχι μόνο από το εργαστήριο Η/Υ, ησυχία και δυνατότητα μελέτης, πρόσβαση στη βιβλιογραφία, υλικοτεχνική υποδομή κλπ). Με δεδομένο ότι κάθε καινοτομία θα πρέπει να εφαρμόζεται εκ των ένδον και όχι με εξωτερική επιβολή, για την υλοποίηση των καινοτομιών αυτών απαιτείται σωστός σχεδιασμός, ευέλικτος προγραμματισμός, πρόθυμοι υποστηρικτές.
Επομένως, για να μπορέσουν να εφαρμοστούν οι καινοτομίες αυτές με τρόπο που θα επιφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα στις σχολικές μονάδες, θα έπρεπε καταρχάς να είχε ολοκληρωθεί η φάση της υιοθέτησής τους. Για να συμβεί αυτό και να ξεπεραστούν οι αντιρρήσεις, κυρίως των εκπαιδευτικών, θα έπρεπε να υπάρξει μια σωστά οργανωμένη προσπάθεια διαλόγου που θα αναδείκνυε τα θετικά των καινοτομιών. Η εκστρατεία αυτή θα έπρεπε να συνδυάζεται με πρωτοβουλίες θεσμοθέτησης ενισχυτικών λειτουργιών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης (επιμόρφωση, νέες μέθοδοι εξέτασης, αναδιαμόρφωση του τρόπου εισαγωγής στα ΑΕΙ), ώστε να φαίνεται πως υπάρχει θετική προδιάθεση από την πλευρά της πολιτείας.
Δυστυχώς, η τακτική του προσχηματικού διαλόγου, σε ελάχιστο χρόνο, η κατάθεση του νομοσχεδίου στη Βουλή σε περίοδο που τα σχολεία είναι κλειστά και διάλογος επί της ουσίας δεν είναι εφικτός, η προσπάθεια θεσμοθέτησης καινοτομιών χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η υιοθέτησή τους από τη σχολική κοινότητα και χωρίς να έχουν διαμορφωθεί οι φορείς που θα μπορούσαν να τις υποστηρίξουν, δεν δίνουν την εντύπωση θετικής προδιάθεσης από την πλευρά της πολιτικής ηγεσίας, η οποία, για μια κόμη φορά (όπως και άλλοι/άλλες προκάτοχοί της στο παρελθόν) δείχνει να θεωρεί τους εκπαιδευτικούς ως αντίπαλο και ουσιαστικά πρόβλημα της εκπαίδευσης, ενώ θα έπρεπε να τους αντιμετωπίζει ως συνεργάτες και «όργανα» επίλυσης των προβλημάτων.
Απέναντι σε μια τέτοια στάση, τα συνδικαλιστικά όργανα των εκπαιδευτικών θα πρέπει να μην αναλωθούν μόνο σε παρωχημένες και απαξιωμένες από την κοινωνία αμυντικές τακτικές, αλλά να προσπαθήσουν για μια φορά, τουλάχιστον, να συνεργαστούν στην κατεύθυνση σχεδιασμού και υποβολής ολοκληρωμένης πρότασης καινοτομιών στην εκπαίδευση, υιοθετώντας το μοντέλο της αυτοαξιολόγησης και της παραμετροποιημένης αξιολόγησης των εκπαιδευτικών από πολλαπλούς αξιολογητές με αντικειμενικά κριτήρια. Έτσι, με ουσιαστικές προτάσεις, θα μπορούσαν να έχουν τον πρώτο λόγο στην εισαγωγή καινοτομιών, αλλά και την εκτίμηση της κοινωνίας.