Η Βάγκιω. Η Βάγκιω Πλακιά. Η γυναίκα του συγχωρεμένου προ 30ετίας και πλέον Νάσου Πλακιά. Διανύει τη δέκατη δεκαετία της ζωής της. Μα αειθαλής και ακμαία. Ριζωμένη στην Κόπραινα για 70 ολόκληρα χρόνια. Η κυρά και αρχόντισσα του μικρού καφενέ. Πέρασε εκεί μπόρες, καταιγίδες και καύσωνες. Αποθήκη αναμνήσεων η ψυχή της.
Ο καφενές των ψαράδων. Χωρίς ηλεκτρικό, νερό και τηλέφωνο. Και με το δρόμο άφτιαχτο και κάποτε αδιάβατο. Και με τον Νάσο Πλακιά να κουβαλά πάνω στη φλορέτα του ζορισμένος κολόνες πάγου απ’ το Κομπότι και τενεκέδες νερό απ’ τις Συκιές. Σκληρές κάθε μέρα οι διαδρομές, άλλοτε μες στη λάσπη κι άλλοτε μες στη σκόνη.
«Εμείς ήμασταν αλλιώς», εξομολογείται η Βάγκιω. «Σεβαστικές και υπάκουες. Ό,τι έλεγε ο άντρας. Αυτός διάταζε. Δεν κάναμε καλά. Να το πω κι αλλιώς; καλά κάνουν σήμερα και χωρίζουν οι γυναίκες. Δεν ήταν ζωή εκείνη η δική μας. Δουλειά και τίποτε άλλο. Μπαίναμε τα μεσάνυχτα στην καρότσα του τρακτέρ για να πάμε μεροκάματο απ’ το Κομπότι προς τα χωριά της Ανέζας. Μαζεύαμε φασόλια. Τη νύχτα είναι μαλακά. Με τον ήλιο αγρεύουν και δεν πιάνονται με το χέρι. Μόλις ανέβαινε ο ήλιος, ανεβαίναμε κι εμείς ξανά στην καρότσα και γυρίζαμε πίσω. Άφηνα μόνα τους τα παιδιά σπίτι γι’ αυτό το έρμο το μεροκάματο».
Μετά πιάστηκε ο Νάσος Πλακιάς με το καφενείο της Κόπραινας. Θα ήταν αρχές του ’50. Ένα μικρό τσαρδάκι με τα κτήρια γύρω τού παλιού λιμανιού. Το σπίτι των ανέμων. Μια σταλιά τόπος. Πέντε επί πέντε.
«Έμεναν οικογένειες τότε εδώ», συνεχίζει την εξιστόρηση η Βάγκιω. «Μια μικρή γειτονιά. Κι έρχονταν την αυγή κι οι ψαράδες. Γεμάτος ο παράδεισος ξενυχτισμένο κόσμο. Έφτιαχνα καφέδες το πρωί, αλλά προς το μεσημέρι έπιναν ούζα. Το περισσότερο το έπινε ο άντρας μου. Ήταν πολύ κοινωνικός και του άρεσε η παρέα. Αλλά είχε ελαττώματα. Δε μου έδινε λογαριασμό. Δάνειζε λεφτά χωρίς να λέει σε μένα τίποτα. Δανεικά κι αγύριστα. Εγώ τα μάθαινα καμιά φορά απ’ τους άλλους. Αλλά δεν κόταγα να του πω. Αυτός έκανε κουμάντο. Εγώ τα μάζευα, αυτός τα σκόρπαγε στον έναν και στον άλλον… Έπρεπε όμως να ανοίξω τα στραβά μου κι εγώ. Έφτιαξαν σπίτια κι έκαναν περιουσίες οι άλλοι απ’ τα δικά μας λεφτά…».
Την πιάνει το παράπονο καμιά φορά εκεί στο υπόστεγο του καφενείου την ώρα που γέρνει προς τη δύση του ο ήλιος. Και ανοίγει τις παλιές και φθαρμένες σελίδες τού βιβλίου της. Αλλά η Βάγκιω είναι ένας ζωντανός άνθρωπος που, παρά τα 91 χρόνια της, κρατάει στα χέρια της το μαγαζί. Όρθια κι άγρυπνη. Δεμένη μ’ αυτό.
«Έρχονται εδώ πολλοί ξένοι με καΐκια. Και θέλουν να κάτσουν να φάνε, να πιούνε, να ξεκουραστούν. Με άλλους συνεννοούμαι, με άλλους όχι. Μου κάνουν νοήματα, δεν καταλαβαίνω, τους φωνάζω στην κουζίνα και τους δείχνω τις σαρδέλες, το γάβρο, τις σουπιές, ό,τι έχω μες στο ψυγείο… Αυτοί ψοφάνε για σαλάτα: ντομάτα, πιπεριά, κρεμμύδι, φέτα, ελιές… Τους γεμίζω ένα βαθύ πιάτο, ρίχνω και μπόλικο λάδι, και γλείφουν και τον πάτο. Πίνουν νερά, μπίρες, κρασί… Τώρα που έφτιαξαν το λιμάνι, θ’ αρχίσει να ’ρχεται πολύς κόσμος από άλλα μέρη».
Παίρνει το μπάνιο της κάθε μέρα. Θαρρείς πως το σώμα της είναι πλασμένο από νερό κι απ’ αλάτι.
«Πάω για μπάνιο πριν το μεσημέρι. Όταν δεν έχει στο μαγαζί κόσμο. Μπαίνω απ’ τα ρηχά, ξέρω μπάνιο, αλλά δεν αμολιέμαι στα βαθιά, φοβάμαι, δεν είμαι και μικρή, πάω ως εκεί που πατάω… Προχτές πήγα βαθιά, κάνω να πατήσω, τίποτα… Γραμμή για την άκρη αμέσως. Είναι ζεστή η δική μας θάλασσα, είναι ήσυχη».
Ενημερωμένη περί όλων των θεμάτων η Βάγκιω. Έχει ένα μικρό πρόβλημα με την ακοή της, αλλά παρακολουθεί τηλεόραση, μιλά με τους ψαράδες, τους επισκέπτες, γνωστούς, άγνωστους, έκανε και τα δύο της εμβόλια, ενημερώνεται για τα κρούσματα του κορονοϊού, ανησυχεί για τα παιδιά και τα εγγόνια της, ανησυχεί για όλο τον κόσμο…
«Θέλω να ’χω κι εγώ πέντε δεκάρες στην άκρη», κλείνει προσωρινά την κουβέντα. «Αν φύγω στα ποδάρια μου, ν’ αφήσω κάτι στα εγγόνια μου. Έχω καλά εγγόνια και μ’ αγαπάνε. Αλλά δεν παντρεύονται τώρα τελευταία τα παιδιά. Φοβούνται, λένε. Και δίκιο έχουν. Δε βλέπεις πόσα ζευγάρια είναι χωρισμένα; Κάποια έχουν και εγγόνια…».
Είναι ένας άνθρωπος που ζει μ’ ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής της η Βάγκιω. Αξίζει να τη γνωρίσει κανείς και να πιάσει μαζί της κουβέντα. Έστω και μετά δυσκολίας…
Vladhmhr