23 Ιουνίου 1881. Στις 8 το βράδυ οι Τούρκοι της Άρτας αρχίζουν να συγκεντρώνουν ό,τι υλικό είχε απομείνει, ακόμη και τα σύρματα με τα οποία ήταν περιφραγμένη η πόλη, και να το μεταφέρουν πέραν της γέφυρας. Πήραν μαζί τους ακόμη και τον ιστό του φρουρίου πάνω στον οποίο ήταν αναρτημένη η σημαία τους. Την νύχτα εκείνη οι Αρτινοί χριστιανοί έμειναν άγρυπνοι, όχι μόνο από το θόρυβο των τουρκικών αλόγων στα καλντερίμια και τις φωνές των στρατιωτών που αναχωρούσαν, αλλά και από τη συγκίνησή τους για το ξημέρωμα της μέρας που σήμαινε το τέλος των δεσμών τους.
Στις 3 το πρωί της 24η Ιουνίου ακούγονται στις ελληνικές δυνάμεις οι παιάνες των εγερτηρίων και της προετοιμασίας για τη γενική συγκέντρωση στα σύνορα του Αννίνου. Στις 8 το πρωί όλα τα τμήματα βρίσκονται παρατεταγμένα στον Άννινο και έτοιμα για την αναχώρηση. Γυναικόπαιδα από Κομπότι, Σελλάδας, Μεγάρχη και άλλα χωριά ήρθαν να χαιρετίσουν την ελληνική σημαία. Στη συνέχεια δόθηκε διαταγή εισόδου στο έδαφος της επαρχίας Άρτας. Δύο στρατιωτικές μπάντες, του 4ου και του 7ου τάγματος, συνόδευαν τον στρατό, με το επιτελείο του οποίου έμπαιναν στην πόλη ο δήμαρχος Αθηναίων Δημήτριος Σούτσος, ο γιατρός του βασιλιά καθηγητής Πρετεντέρης και ο γιος του υπουργού εσωτερικών, επίστρατος λοχίας, Δημοσθένης Παπαμιχαλόπουλος.
Στη 1.30 το μεσημέρι ο τουρκικός στρατός είχε εγκαταλείψει τελείως την πόλη, στην οποία παρέμενε για την παράδοσή της μόνο ο καϊμακάμης της Άρτας. Την ίδια ώρα η πόλη ερημώνεται, καθώς όλοι ανεξαίρετα οι κάτοικοί της, κάθε φύλου και ηλικίας, πεζοί ή έφιπποι, βγήκαν να προϋπαντήσουν το στρατό και κατέλαβαν το δρόμο σε αρκετά χιλιόμετρα, ενώ στα παράθυρα είχαν αναρτηθεί ελληνικές σημαίες και το πάνω μέρος των εισόδων είχαν στολιστεί με λουλούδια. Ο στρατηγός Σαπουντζάκης και οι Ευρωπαίοι της Διεθνούς Επιτροπής βγήκαν κι αυτοί αρκετά πέραν της πόλης για να προϋπαντήσουν το στρατό αλλά και για να απολαύσουν το πρωτοφανές παραλήρημα των κατοίκων.
Ο Μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος με όλο τον κλήρο και μπροστά το σταυρό, τα εξαπτέρυγα και τη χρυσοκέντητη σημαία, βγήκε νωρίς και κατέλαβε θέση στην είσοδο της πόλης, πίσω από το ναό των Αγίων Θεοδώρων, όπου είχε στηθεί μεγάλη αψίδα και βρισκόταν εκεί ο κύριος όγκος του πλήθους με επικεφαλής τον δήμαρχο Αντωνόπουλο.
2.30 το μεσημέρι μπήκε στην πόλη τμήμα στρατού υπό τον αξιωματικό Κωτάκη, προορισμένο κατά τη συμφωνία να παραλάβει το φρούριο, τους στρατώνες και τ’ άλλα δημόσια κτήρια. Τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς του τμήματος αυτού υποδέχτηκαν οι κάτοικοι με φρενίτιδες ζητωκραυγές και απερίγραπτο ενθουσιασμό. Οι γυναίκες κλαίγοντας αγκάλιαζαν τους στρατιώτες και τους έδειχναν στα παιδιά τους που έφεραν μαζί τους.
Στις 4 το απόγευμα έφτασε στο σημείο υποδοχής το προπορευόμενο τμήμα του στρατού, μία μπάντα και ο στρατηγός Σκαρλάτος Σούτσος με το επιτελείο του και τον στρατηγό Σαπουντζάκη, που βγήκε να τον προϋπαντήσει. Παραζάλη και ενθουσιασμός. Αγκαλιές, φιλιά και κλάματα. Οι ζητωκραυγές που έφταναν στον ουρανό, η τοπική μουσική των λαϊκών οργάνων της πόλης και ένα σύνολο διάφορων τόνων δεν άφηναν περιθώρια να διακρίνει κανείς τις ομιλίες πάνω στη συγκίνηση από αυτή τη συνάντηση των ελεύθερων και των υπόδουλων Ελλήνων.
Στις 4.30 το 4ο τάγμα πεζικού υπό τον συνταγματάρχη Δημ. Αντωνόπουλο και με τη μουσική να προπορεύεται παιανίζοντας, μαζί με χιλιάδες λαού, άρχισε με δυσκολία να κινείται προς την πόλη. Μαζί του έμπαιναν και οι άλλες μονάδες. Αφού πέρασαν όλη την κεντρική αγορά, κατευθύνθηκαν στην πλατεία προ του φρουρίου, όπου και στάθμευσαν. Κατά τη διέλευση του στρατού τα παράθυρα των σπιτιών ήταν γεμάτα λαό που έριχνε στους στρατιώτες λουλούδια και κουφέτα. Κατά μήκος της κεντρικής οδού είχαν στηθεί αψίδες με εικόνες των βασιλιάδων, που έγραφαν με χρυσά γράμματα: Ζήτω οι Βασιλείς, Ζήτω η Ένωσις, Ζήτω ο Στρατός.
Το ίδιο βράδυ ακολούθησε φωτοχυσία που διήρκεσε όλη τη νύχτα, με τους κατοίκους της πόλης να μένουν άγρυπνοι. Αργά τη νύχτα στην πλατεία Ωρολογίου (δίπλα στο φρούριο) ήταν ακόμη συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος του πλήθους χωρίς να αποφασίζει να διαλυθεί.
Για την επισφράγιση της ένωσης ο λαός προετοίμασε μεγάλη δοξολογία για την 28η Ιουνίου μέσα στο φρούριο, στην οποία έλαβαν μέρος όλοι οι χριστιανοί, οι ισραηλίτες και οι λίγοι Τούρκοι που είχαν μείνει στην πόλη. Ο μητροπολίτης Σεραφείμ ευλόγησε τις σημαίες των στρατιωτικών μονάδων, ενώ η παρουσία του στρατηγού Σκαρλάτου Σούτσου προσέδιδε μεγαλοπρεπή και αυστηρή επισημότητα στην τελετή. Μίλησε ο Ραβίνος και ο δήμαρχος Αντωνόπουλος, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του οποίου τοποθετήθηκε στον ιστό της η ελληνική σημαία. Η ανύψωση της σημαίας δε χαιρετίστηκε με κανονιοβολισμούς, ικανοποιώντας σχετική παράκληση του Τούρκου στρατηγού Χατζή Εμίν Πασά, πράγμα που δυσαρέστησε πολλούς κατοίκους και αξιωματικούς.
(Από Δημητρίου Φωτίου Καρατζένη, Η εκατονταετηρίς της Άρτης 1881 – 1981)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ