Ξεθωριασμένες εικόνες, σχεδόν ψεύτικες, ανασύρονται εδώ, για να μένουν κάποια ίχνη από παλιές λειτουργικές αξίες της ζωής. Μουσαφίρης στο σπίτι! Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του κοινωνικού μας πολιτισμού τού προηγούμενου αιώνα όπως τον γνωρίσαμε.
Μουσαφίρης! Πρόσωπο ιερό. Με τους οικοδεσπότες να δίνουν ρέστα ανθρωπιάς σε μια εποχή αμόλυντη, ανυπόκριτη, χωρίς συμβατότητες. Μουσαφίρης ίσον φιλοξενούμενος. Τον βρίσκουμε στην Ομηρική εποχή, αλλά και στους λαούς όλου του κόσμου. Κάτι σαν μακρινό παραμύθι φτάνει στο σήμερα. Βαριά σύννεφα στις ζωές των ανθρώπων τότε: Φτώχια, έλλειψη μεταφορικών μέσων και δρόμων, αποκομμένοι από γνωστούς, φίλους και συγγενείς. Η μετακίνηση από τα χωριά για τα αστικά κέντρα ήταν μια πραγματική δοκιμασία. Κατά την διαδρομή ή στον προορισμό, ο μετακινούμενος κάπου έπρεπε να βρει κατάλυμα για να διανυκτερεύσει. Η εύκολη λύση του ξενοδοχείου ή του ενοικιαζόμενου δωματίου έλειπε, γιατί απλά δεν υπήρχαν. Οπότε έπρεπε να χτυπήσει καμιά πόρτα μακρινού συγγενή, κουμπάρου, φίλου, πατριώτη ή απλά γνωστού. Μήτε σωτήρες, μήτε επαίτες κι έτσι πορεύονταν.
Απρόσκλητος κόπιαζε -συνήθως για μια βραδιά- και γινόταν δεκτός με κατανόηση και συμπόνια. Δεν έδειχναν να βαρυγκωμούν οι μανάδες μας που επωμίζονταν όλο το βάρος της εξυπηρέτησης. Ήταν μια πράξη υψηλής ηθικής που υπηρετούσε έναν βαθύ πολιτισμό. Οι καλοί τρόποι και η εθιμοτυπία κατά κανόνα λειτουργούσαν στην εντέλεια. Ο ξένος έπρεπε να τύχει της καλύτερης φιλοξενίας, έτσι ώστε φεύγοντας να μην έχει κακό λόγο να μολογήσει. Το δείπνο φτωχικό και στη μοιρασιά έπρεπε να πάρει την πιο χορταστική μερίδα κι ας στραβοκοίταζαν τα παιδιά για τη μεροληψία… Το κρασί απαραίτητο για να τσουγκρίσουν τα ποτήρια για υγεία και προκοπή.
Η βραδιά έπρεπε να «γράψει» και στις ψυχές τους. Κοιτάζονταν στα μάτια και άπλωναν μέσα σε ατελείωτο κουβεντολόι τις χαρές τους, τα όνειρα, τις προσδοκίες, τις αγωνίες, τους πόνους, χωρίς τη συνοδεία της τηλεοπτικής οθόνης. Τίποτε δεν ενοχλούσε τον μουσαφίρη, τίποτε δεν του ξίνιζε, δεν του μύριζε κι ούτε τον απασχολούσε η ανύπαρκτη θέρμανση.
Συνοδοιπόροι στον ίδιο κόσμο διασταυρώνονται μεταξύ τους οι άνθρωποι κάποια στιγμή στις μικρές ή τις μεγάλες τους διαδρομές. Όσο για τον ύπνο; Κάπου θα βολεύονταν. Ακόμη και πάνω στο καπάκι του αμπαριού ή στρωματσάδα στο ξύλινο πάτωμα με μια κουβέρτα για στρώμα. Κι όταν τα χαράματα θα τους αποχαιρετούσε, εγκάρδιες χειραψίες θα σφράγιζαν το αντάμωμα της μιας βραδιάς. Θα ερχόταν η ώρα που ο ίδιος θα ξεχρέωνε με κάποιο τρόπο την ευγνωμοσύνη του. Κανείς έξω από το σπίτι δεν θα μάθαινε τίποτε περί φιλοξενίας και τα καθέκαστα, εκτός από την κουτσομπόλα γειτόνισσα… Πόσος Θεός μπορούσε να χωρέσει σ’ ένα τόσο δα μικρούλικο σπιτάκι! Τι λαμπερός ήλιος ανέτειλε μέσα τους!
Όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τις νέες γενιές, γιατί μοιάζουν σαν μεταφυσική αυταπάτη. Όσο τα υλικά αγαθά γίνονται περισσότερα, τα σπίτια μεγαλύτερα, πιο ευρύχωρα, με κάμαρες πολλές και με κα-λές… μονώσεις, τόσο κλείνεται απέξω το πνεύμα της φιλοξενίας. Έγιναν και περιφράξεις ψηλές με άγρια σκυλιά για φύλακες. Κι έρχεται μοιραία η απομόνωση και η γενική αποξένωση.
Είναι ίσως άλλα, σοβαρότερα, τα θέματα που απασχολούν σήμερα τον σύγχρονο πολίτη. Είναι το φαινόμενο της κατάθλιψης, η ανεργία, το χρήμα. Ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα έγιναν καταφύγια θλίψης και όχι χώροι χαράς, κοινωνικής επαφής, προσωπικής και οικογενειακής γαλήνης. Οι ξενώνες έγιναν τουριστικό προϊόν υψηλής αισθητικής και χρέωσης. Όταν κάποιος δικός μας άνθρωπος έρχεται από μακριά να μας επισκεφτεί, θα σπεύσουμε να του κλείσουμε δωμάτιο στο κοντινότερο ξενοδοχείο.
Εξευρωπαϊστήκαμε τόσο πολύ που ούτε ο δικός μας νεκρός δεν χωρά, έστω για μια βραδιά αποχαιρετισμού και μοιρολογιού, στο σπίτι που έζησε. Απεναντίας, εκτοπίζεται στο παγωμένο νεκροτομείο. Παρήγορο είναι το γεγονός ότι κάποια μοναστήρια στην πατρίδα μας διατηρούν ακόμη το πατροπαράδοτο έθιμο της φιλοξενίας. Έκλεισαν οριστικά οι πόρτες και άλλαξε η κοινωνική μας οργάνωση. Δεν είμαστε πλέον για μουσαφίρηδες και η πανδημία είναι ένα καλό άλλοθι.