«Μωρέ ήξερα ότι σ’ έχει βαρεμένο, δεν ήξερα όμως ότι σ’ έχει τόσο πολύ…».
Ύστερα, άφησε να σχηματιστεί στο πρόσωπό της εκείνο το πικρόγελο της αγαπησιάρικης ειρωνείας και σήκωσε αργά τόνα της χέρι σε ένδειξη διαμαρτυρίας. «Τί πράμα, ποιό χέρι;…». Το ζέρβιο, βέβαια, με το δέξιο συμπάει πάντα τα κούτσουρα στο τζάκι φροντίζοντας να μη σβήσει η φωτιά, και συνέχισε: «… Γι’ αυτό δεν σου κλείστηκε το μάτι απόψε! Σ’ έπιασε η κάκητα και βόγγαγες σαν τα γουρούνια στο κουμάσι. Κι εγώ που νόμιζα πως είναι απ’ τα κοψίδια…».
Χαμογέλασα πειραχτικά, έκανα τάχα πως με σούγλισε το γόνα, καλαφατιάζοντας αρκετά νομίζω την στάση μου και της έδειξα το χαράτσι που μας έστειλε ο δήμαρχος για τους τάφους των προγόνων μας. Επισημαίνοντας, βέβαια, την βαρύτητα της ανταπόδοσης, μέρες πούναι, ως χαιρετισμό στην αγαστή συνεργασία, μεταξύ εκείνων των ολίγων και των… ταπεινωμένων όλης της χώρας. Πετάχτηκε η κυρά Σήφαινα κι αναφώνησε ως ο καπετάνιος της Σκουληκαριάς: «Και τα δικά μας χαιρετίσματα… να παν στο διάολο όλοι τους για να μην πω το άλλο…».
Άρπαξε ξαφνικά και την κουμπούρα (συγνώμη παρασύρθηκα. Την μυγοσκοτώστρα ήθελα να πω) κι άρχισε να πλησιάζει επιφυλακτικά τον εχθρό που διακόσια χρόνια τώρα, κάνει την εμφάνισή του στο παράθυρό μας.
«Α! Δεν είναι μύγα», είπε και οπισθοχώρησε, αφήνοντάς με μόνο στο πεδίο της… μάχης. Ανήρτησα ό,τι απέμεινε πλέον από τον πεπαλαιωμένο οπλισμό μου, έκανα και μια γρήγορη αναγνώριση του εχθρού και της είπα: «Μέλισσα είναι. Ήρθε να… ρουφήξει απ’ τη γλύκα σου». Επαναλαμβάνοντας τα λόγια, τα ίδια σχεδόν λόγια, εδώ και χρόνια για να την τουμπάρω.