Το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου (Γιάννης Ρίτσος, η σονάτα του σεληνόφωτος)
Η ελληνική επανάσταση του 1821 προετοιμάστηκε και οργανώθηκε από ανθρώπους και ομάδες που εκπροσωπούσαν τότε την ανερχόμενη αστική τάξη των Ελλήνων.
Φτάνει αυτό για να κατανοήσουμε πως η ελληνική αστική τάξη, όπως και η ευρωπαϊκή την ίδια εποχή, βγαίνει δυναμικά στο προσκήνιο και διεκδικεί την πολιτική της αυτονομία και, κατ’ επέκταση, την εξουσία. Το φεουδαρχικό σύστημα που αντιπροσώπευε το Οθωμανικό κράτος βρισκόταν ήδη σε παρακμή. Όλο το ενδιαφέρον του το απορροφά η είσπραξη των φόρων.
Οι έμποροι, οι βιοτέχνες, οι πλοιοκτήτες και όσοι κρατούσαν στα χέρια τους γενικότερα την οικονομική ζωή στον βαλκανικό χώρο αποτελούσαν τις νέες παραγωγικές δυνάμεις, οι οποίες δεν μπορούν να αναπτυχτούν μέσα στις παλαιές παραγωγικές σχέσεις, που ελέγχονται ασφυκτικά από το φεουδαρχικό κατεστημένο, κεντρικό της Κωνσταντινούπολης και περιφερειακό. Έπρεπε, νομοτελειακά, να ανατραπούν οι σχέσεις αυτές και να προκύψουν νέες, τέτοιες που να ανταποκρίνονται στις νέες παραγωγικές δυνάμεις και να επιτρέπουν -αν όχι να διευκολύνουν και να υπηρετούν- την ανάπτυξή τους.
Το κεφάλαιο είναι η νέα δύναμη που επηρεάζει την πολιτική ζωή. Από τη φύση του είναι στραμμένο στο κέρδος. Αυτό με τη σειρά του γίνεται επένδυση. Ο ιδιοκτήτης ενός πλοίου ή ενός ελαιοτριβείου ή ενός μύλου κλπ. ωθούνται αδιάκοπα στην απόκτηση ενός δεύτερου πλοίου, ελαιοτριβείου, μύλου κλπ. Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά με την άδεια του Σουλτάνου ή του τοπικού πασά. Εκείνοι όμως δε βλέπουν ποτέ με καλό μάτι ούτε τα κέρδη ούτε τον πλουτισμό των υπηκόων τους. Βρίσκονται σε διαμάχη και σε διαρκή σύγκρουση. Οι πασάδες διεκδικούν μέρος απ’ τα κέρδη. Και στη χειρότερη περίπτωση αναζητούν ευκαιρία και αφορμή να αρπάξουν περιουσίες ολόκληρες, κινητές και ακίνητες.
Μεταξύ του εμπόρου και του πασά παρεμβάλλονται διάφοροι υπηρεσιακοί παράγοντες, οι οποίοι διεκδικούν κι αυτοί μερίδιο απ’ τα κέρδη. Όσοι βάζουν χέρι στα κέρδη δεν τα επενδύουν, πρώτον γιατί δεν ξέρουν -δεν είναι της δουλειάς- και δεύτερον γιατί δεν τα απόκτησαν με την προσωπική τους εργασία.
Τα κάνουν χρυσό ή τα σπαταλούν σε ασυδοσίες για προσωπική τους ευχαρίστηση. Όσο συνεχίζεται όμως η κατάσταση αυτή, παραμένει στάσιμη η οικονομική ζωή και βαλτώνει. Αλλά αυτό φτάνει κάποτε στα όριά του. Ιδίως όταν στον οικονομικό περίγυρο της Ευρώπης τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά και σε προοδευτική κατεύθυνση. Άρα πρέπει να ανατραπεί το καθεστώς αυτό της απολυταρχίας και τυο δεσποτισμού, το οποίο καθυστερεί την ανάπτυξη. Οι νέοι κεφαλαιοκράτες πρέπει να φτιάξουν τη δική τους διοίκηση, το δικό τους κράτος, για να ενώσουν την οικονομική με την πολιτική ζωή. Δε γίνεται άλλοι να παράγουν πλούτο κι άλλοι να τον διευθύνουν.
Αυτή η δυσαρμονία, αυτό το χάσμα έπρεπε να γεφυρωθεί. Και το γεφύρωμα δεν μπορεί να γίνει με συμφωνίες και διαλόγους. Ήταν αδιανόητο το παλιό καθεστώς να παραιτηθεί από τα πανάρχαια προνόμιά του. Οι συνθήκες έχουν ωριμάσει για την έκρηξη της επανάστασης. Απαιτείται, ωστόσο, πρώτα η κατάλληλη γνώση. Οι έμποροι πρέπει να δημιουργήσουν μια κάστα μορφωμένων ανθρώπων και να τους θέσουν στην υπηρεσία τους. Χρηματοδοτούν, γι’ αυτό, τις επιστήμες που έχουν σχέση με την οικονομία, την παραγωγή και τη διαφώτιση των μαζών, οι οποίες και θα αποτελέσουν τη βάση ενός αναμενόμενου επαναστατικού κινήματος.
Παράλληλα φροντίζουν για την ιδεολογική προετοιμασία των υπόδουλων. Η αστική τάξη ενισχύει, για το λόγο αυτό, τη δημιουργία σχολείων και την πνευματική ζωή των Ελλήνων. Η αφύπνιση και η έξοδος απ’ το σκοτάδι της αμάθειας και των προλήψεων, αλλά και ο γενικότερος αγέρας της ανανέωσης προϋποθέτουν στήριξη των γραμμάτων. Πρέπει ο λαός να αποκτήσει συνείδηση και να αποτινάξει από πάνω του και από μέσα του τη δουλοπρέπεια και το φόβο. Η αστική τάξη ενσαρκώνει στη φάση αυτή την πρόοδο και προβάλλει τη δύναμη και την ανεξαρτησία του ατόμου.
Η αντίθεση που χαρακτηρίζει το παλιό κατεστημένο και τις νέες οικογένειες στον τομέα της οικονομίας, εκδηλώνεται και στο χώρο της παιδείας. Από τη μια οι προοδευτικοί λόγιοι που επηρεάζονται από τον γαλλικό, κατά κύριο λόγο, διαφωτισμό και στρέφουν το ενδιαφέρον στις θετικές επιστήμες και στην απλούστευση της ελληνικής γλώσσας. Και από την άλλη οι οπαδοί της συντήρησης, που αντιμάχονται τις φιλελεύθερες ιδέες και αποστρέφονται το πνεύμα του διαφωτισμού υποστηρίζοντας τη αρχαΐζουσα γλώσσα.
Η επανάσταση απλά άρχισε το 1821. Πώς εξελίχτηκε και πού κατέληξε είναι μια ιστορία βασανιστική, που θα παραμένει ανοιχτή για μακρό διάστημα. Το έθνος δεν έμαθε, δυστυχώς, παρά τα 200 χρόνια από τότε, να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό. Τουναντίον μάλιστα! Κάποιοι τα έχουν φθείρει κι αυτά και τα ’χουν αλλοιώσει. Και το εθνικό και το αληθινό!
*Ο Δημήτρης Βλαχοπάνος είναι φιλόλογος, συγγραφέας και λογοτέχνης