Οι Αλβανοί, αφού απέτυχαν να ταπεινώσουν τους δύο ανώτερους αξιωματικούς της Γαλλίας, La Salsette και Hiott, αναγκάζοντας κι αυτούς, όπως και ανάγκασαν και τους στρατιώτες, να κρατούν κατά την πορεία προς την Άρτα στα χέρια τους κεφάλια των νεκρών συμπατριωτών τους, επινόησαν για ευχαρίστησή τους άλλη βαρβαρική ελαφρότητα.
Μεταξύ των Γάλλων αιχμαλώτων υπήρχε και ένας Πρεβεζάνος με το όνομα Καραβέλας, τον άτυχο αυτόν άντρα τον έδεσαν οι Αλβανοί από τον αυχένα στην ουρά ενός αλόγου, το οποίο ο αναβάτης του το ανάγκαζε να τρέχει δυνατά. Ο άθλιος Καραβέλας, κυλιόμενος πάνω στις πέτρες και συρόμενος μέσα στη λάσπη, παρείχε ευχάριστο θέαμα στους αποκτηνωμένους Αλβανούς, οι οποίοι για να παρατείνουν όσο μπορούσαν το θέαμα, όταν τον έβλεπαν έτοιμο να παραδώσει την ψυχή του, διέκοπταν για λίγο ώσπου να το πάρει επάνω του και ανανέωναν το μαρτύριό του.
Ύστερα από οχτάωρη οδυνηρή πορεία έφτασαν στην Άρτα, όπου οι αιχμάλωτοι έγιναν δεκτοί από τον όχλο με άγριους αλαλαγμούς και απειλητικούς πυροβολισμούς. Ο όχλος εκείνος επιθυμούσε να κατασπαράξει τους δεμένους αιχμαλώτους, ενώ οι γυναίκες, αληθινές μαινάδες, περισσότερο απ’ τους άντρες, ρίχνονταν με μανία επάνω τους, αλλά όλοι αυτοί εμποδίστηκαν με κόπο να εκτελέσουν την επιθυμία τους από τον Αλβανό αρχηγό που συνόδευε τους αιχμαλώτους, γιατί είχε εντολή να τους μεταφέρει σώους στα Γιάννενα.
Στην πορεία τους για τα Γιάννενα, μέσα από πετρώδεις και δύσβατους δρόμους, τα πόδια τους είχαν κατασχιστεί οικτρά και, εάν κάποιοι απαυδισμένοι από τους πόνους και την κούραση βράδυναν το βήμα τους, το γιαταγάνι των Αλβανών τους εξανάγκαζε να προχωρήσουν μπροστά. Και αν κάπου συναντούσαν στο δρόμο καθαρά και δροσερά νερά και τους θέριζε η δίψα, οι φύλακες τους απαγόρευαν να αγγίξουν τα χείλη τους στο πολύτιμο αυτό αγαθό, μόνον οσάκις έβρισκαν τίποτα σάπια και βρώμικα νερά ήταν ελεύθεροι, εφόσον μπορούσαν, να χορτάσουν τη δίψα που τους έκαιγε τα σπλάχνα.
Πλησιάζοντας προς τα Γιάννενα, αντίκριζαν από ψηλά τη δεντροφυτεμένη κοιλάδα και την κοιμώμενη λίμνη, μέσα στην οποία καθρεφτιζόταν φιλάρεσκα η γραφική κατοικία του Αλή. Κι ένιωθαν ανακούφιση απ’ τους κόπους οι δύστυχοι εκείνοι αιχμάλωτοι, καθώς χρυσές ελπίδες γεννιόνταν μέσα τους πως δεν ήταν δυνατό μέσα σ’ εκείνη τη θελκτική φύση να φωλιάζουν σκληρά και απάνθρωπα όντα.
Και μπαίνουν στα Γιάννενα οι άμοιροι! Και σβήνουν αμέσως οι χρυσές τους ελπίδες! Έρχεται να τους συναντήσει ο δευτερότοκος γιος του Αλή, Βελή πασάς, με συνοδεία Αλβανών ιππέων. Και τους έπεισε πως η χαμογελαστή εκείνη φύση ήταν ολοκληρωτικά αντίθετη με το χαρακτήρα εκείνων που νέμονταν τον πανέμορφο αυτόν τόπο! Μάταια ο στρατηγός La Salsette προσπάθησε να κινήσει τον οίκτο του υπέρ των πληγιασμένων. Του απάντησε με αγοραίες ύβρεις και βαρβαρικές απειλές. Η είσοδος στα Γιάννενα υπήρξε χειρότερη από εκείνη της Άρτας. Ο τουρκικός όχλος της πόλης τους έβριζε και τους λιθοβολούσε. Κι όταν οι αιχμάλωτοι, παρακολουθούμενοι από το σκυλολόι εκείνο, έφτασαν μπροστά στο σαράι του Αλή, είδαν με φρίκη αιμόφυρτα κεφάλια τοποθετημένα κατά σειρά στους πύργους του κτιρίου εκείνου.
Επιθυμία του Αλή ήταν να κρατήσει στα Γιάννενα τους Γάλλους αξιωματικούς, τους οποίους ο ίδιος είχε αιχμαλωτίσει, αλλά ταχυδρόμος σταλμένος από την Κωνσταντινούπολη έφερε διαταγή να σταλούν όλοι ανεξαιρέτως στην πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους. Ήθελαν φαίνεται και οι αρχές της Κωνσταντινούπολης να απολαύσουν τη θέα των Γάλλων αιχμαλώτων. Σύμφωνα με τη διαταγή εκείνη, αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώτες, σύνολο 147, έπαιρναν το μακρύ και επίπονο δρόμο για την Κωνσταντινούπολη και περπατούσαν διαμέσου της Βόρειας Ηπείρου και της Ρωμυλίας στην αρχή του χειμώνα, γυμνοί πλέον και οι περισσότεροι ξυπόλητοι, τρεφόμενοι κακώς και ανεπαρκώς. Καθοδόν πολλοί από αυτούς πέθαναν από τις κακουχίες παντός είδους και, αν κάποιος αδυνατούσε από την εξάντληση να προχωρήσει, τον έσερνε ένας Αλβανός κοντά σε έναν ανοιχτό βόθρο και εκεί τον αποκεφάλιζε.
Όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, ο στρατηγός La Salsette, ο υπασπιστής Rosse και ο αξιωματικός Hiott κλείστηκαν στο Επταπύργιο, όπου ο ατυχής Rosse πέθανε ύστερα από έναν χρόνο, ενώ οι λοιποί αξιωματικοί και στρατιώτες κλείστηκαν στα κάτεργα, όπου έμειναν ως τη σύναψη της ειρήνης.
(Σπ. Π. Αραβαντινού, Ιστορία του Αλή πασά του Τεπελενλή», τόμος Ι, σελ. 125 – 127)