Η Πρέβεζα γνώρισε, ίσως όσο καμιά άλλη πόλη, τη φοβερή και αδυσώπητη βία του Αλή πασά και των Αλβανών που είχε υπό τη διοίκησή του. Ήταν η γεωγραφική της θέση αυτή που την κατέστησε μήλο της έριδος μεταξύ των ισχυρών δυνάμεων της εποχής εκείνης. Και η φιλοδοξία των αρχηγών να την κατακτήσουν και να την κάνουν μέρος της επικράτειάς τους πληρώθηκε με πολλή ερήμωση, πολύ αίμα και αβάσταχτο θανατικό μεταξύ των κατοίκων της.
Η Πρέβεζα αναφέρεται στην ιστορία για πρώτη φορά ως πόλη το έτος 1495, όταν την κατέλαβαν οι Οθωμανοί ως ένα ασήμαντο χωριό και κατασκεύασαν ναύσταθμο στο Βαθύ (Μαργαρώνα). Κάλεσαν ύστερα και την κατοίκησαν αρκετοί κάτοικοι από τις περιοχές της διπλανής Ακαρνανίας, ενώ ανύψωσαν και οχυρώματα. Ζούσαν οι Πρεβεζάνοι όχι μόνο με τη ναυτιλία και το εμπόριο, αλλά και με τους πλουσιότατους ελαιώνες. Ο πολιτισμός της πόλης φαίνεται από τα σχολεία που συντηρούσε κατά την ενετοκρατία και τη γαλλική κατοχή, ενώ ο πληθυσμός της ανερχόταν στις δεκαέξι περίπου χιλιάδες ψυχές.
Λόγω των πολλαπλών πλεονεκτημάτων της, η πόλη τράβηξε, όπως ήταν φυσικό, την προσοχή των Ενετών, οι οποίοι κατείχαν ήδη αρκετές οχυρές θέσεις στην Ηπειρωτική παραλία. Κατά τον πόλεμο με τους Οθωμανούς την κατέλαβαν το 1499 και την κράτησαν ως το 1530, όταν περιήλθε πάλι στους Οθωμανούς. Ύστερα από πολλές μεταβολές, την κατέλαβαν οι Ενετοί με τη συνθήκη του 1717 και τη διατήρησαν ως το 1797, όταν την κατέκτησαν οι Γάλλοι και κατέλυσαν την Ενετική Δημοκρατία. Η νεοπαγής γαλλική δημοκρατία δεν έδειχνε σοβαρό ενδιαφέρον για τις απομακρυσμένες κτήσεις της, γι’ αυτό και τα φρούρια και τα οχυρωματικά έργα της Ιόνιας Πολιτείας, πλην της Κέρκυρας, τα είχαν παραμελήσει. Κατά τη διάρκεια της γαλλικής κατοχής η πόλη περιέπεσε σε μια κατάσταση χαλαρής διοίκησης και φύλαξης, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί της να βρίσκουν προστασία προσφεύγοντας στους αρματολούς της Ηπείρου, της Ακαρνανίας και της Θεσσαλίας που διαχείμαζαν εκεί.
Γι’ αυτό κι ο πονηρός Αλή την έβαλε στο μάτι. Αφού απέτυχε η επίθεσή του εναντίον του Βουθρωτού, έστρεψε το ενδιαφέρον του στην Πρέβεζα, την οποία δεν ήθελε να καταλάβει με τα όπλα, αλλά με τη θέληση των κατοίκων της, προς τους οποίους απευθύνθηκε με υποσχέσεις και απειλές, προσπαθώντας να τους πείσει να εγκαταλείψουν τους Γάλλους. Απέτυχε, ωστόσο, και γι’ αυτό επιχείρησε να διαφθείρει με χρήματα κάποιους αρχηγούς της εθνοφυλακής, οι οποίοι δελεάστηκαν από το χρυσάφι και ψιθύριζαν στους συμπατριώτες τους ότι τα οχυρώματα των Γάλλων δεν ήταν ικανά να υπερασπίσουν την πόλη τους εναντίον των Τουρκαλβανών.
Μπροστά στις απειλές του Αλή, του οποίου γνώριζαν τη θηριωδία, οι πιο πλούσιοι από τους κατοίκους έχασαν το ηθικό τους και εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, καταφεύγοντας μαζί με τις οικογένειές τους στη γειτονική Λευκάδα ή στην Κέρκυρα, με αποτέλεσμα από τους 14 λόχους της εθνοφυλακής να μείνουν στην πόλη μόνο διακόσιοι περίπου φτωχοί και εργατικοί άντρες, οι οποίοι ενώθηκαν με τους Γάλλους στρατιώτες, ενώ ο Αλή ετοιμαζόταν να πέσει επάνω τους σαν γύπας από το χωριό Λούρο, όπου είχε συγκεντρώσει ισχυρά στρατιωτικά σώματα. Όταν ο στρατηγός La Salsette πληροφορήθηκε τις κινήσεις του, έσπευσε αμέσως από τη Λευκάδα, όπου είχε εγκαταστήσει το στρατηγείο του, στη Νικόπολη και επιτάχυνε τις εργασίες για την αποπεράτωση των προμαχώνων και των τάφρων.
Παρά τη γενναία τους άμυνα, Πρεβεζάνοι και Γάλλοι δεν άντεξαν τελικά μπροστά στη στρατιά των 4000 Τουρκαλβανών του Αλή, οι οποίοι υπό την ηγεσία του ίδιου του πασά και τη διοίκηση του πολεμοχαρούς γιου του Μουχτάρ έπεσαν πάνω τους με άγριους αλαλαγμούς και συνεχείς πυροβολισμούς. Δυστυχώς κάποιοι αρχηγοί των Πρεβεζάνων, καταπτοημένοι από τους αλαλαγμούς, τράπηκαν σε φυγή και συμπαρέσυραν πάρα πολλούς από τους άντρες τους. Ο Αλή επικράτησε και η μάχη εξελίχτηκε σε πάλη σώμα με σώμα. Ο στρατηγός La Salsette, θέλοντας να διασώσει τη ζωή των λίγων και κατακουρασμένων στρατιωτών του, σήκωσε λευκή σημαία και παραδόθηκε μαζί με τους στρατιώτες του. Ωστόσο, τρεις από αυτούς αρνήθηκαν να παραδοθούν και, αφού βρίστηκαν από τους Αλβανούς ως δειλοί, όρμησαν εναντίον τους και έπεσαν νεκροί. Δύο ακόμη πυροβολητές αντιστάθηκαν και κατακρεουργήθηκαν πάνω στα πυροβόλα τους.
Κι από εκεί αρχίζει το φοβερό μαρτύριο της αιχμαλωσίας. Εκατό περίπου Γάλλοι αιχμάλωτοι σύρονται αιμόφυρτοι μπροστά στον Αλή, ο οποίος καθώς τους υποδεχόταν νόμισε κατάλληλο να τους προσφέρει ως θέαμα τη σφαγή των συλληφθέντων Πρεβεζάνων και μερικών Σουλιωτών. Αφού οι αιχμάλωτοι Γάλλοι παραβρέθηκαν με φρίκη στον αποκεφαλισμό τόσων συστρατιωτών τους, στάλθηκαν στον Λούρο, στις βρώμικες και υγρές φυλακές του οποίου ρίχτηκαν χωρίς στρώμα και στερημένοι από όλα τα απαιτούμενα για τη θεραπεία των πληγών τους μέσα.
(Σπ. Π. Αραβαντινού, Ιστορία του Αλή πασά του Τεπελενλή», τόμος Ι, σελίδες108-117)