Τα περιστατικά γυναικών που καταγγέλλουν ότι υπέστησαν κάποιου είδους παρενόχληση ή έγιναν θύματα βίαιης συμπεριφοράς (σεξουαλικής, λεκτικής, ψυχολογικής ή άλλης) αυξάνονται, με έμφαση στο χώρο του θεάματος. Αυτό δεν θα πρέπει να μας δημιουργήσει την εντύπωση ότι τέτοιες συμπεριφορές απαντώνται μόνο στο χώρο αυτόν και πουθενά αλλού.
Βία κατά των γυναικών εμφανίζεται συχνά και σε πολλούς χώρους, από τον εργασιακό μέχρι και τον οικογενειακό, σύμφωνα με τελευταίες έρευνες οι οποίες, μάλιστα, διαπιστώνουν αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας την περίοδο του αναγκαστικού εγκλεισμού με απαγόρευση κυκλοφορίας (νεοελληνιστί λοκντάουν) λόγω κορω-νοϊού. Σύμφωνα με τη δημοσιογράφο Μάχη Μαργαρίτη, «υπάρχει η άποψη ότι η βία κατά των γυναικών έχει τη ρίζα της στην ανθρώπινη φύση και τις βιολογικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Πράγματι, ο άντρας έχει μεγαλύτερη βιολογική δύναμη από τη γυναίκα.
Γεννιέται με αυτή. Γεννιέται και με κάποιο γονίδιο που του κληροδοτεί την προδιάθεση να ασκεί τη δύναμή του στη γυναίκα; Μάλλον όχι. […]Ανατέμνοντας την ιστορία της ανθρωπότητας, διαπιστώνει κανείς ότι, πολύ πιθανά, είναι η σχέση των δύο φύλων με την παραγωγή που, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, φέρνει την ανισότητα. Και η ανισότητα διαιωνίζεται. Και η βία εναντίον των γυναικών μοιάζει να αυξάνεται. […] Παράλληλα εκφράστηκε η άποψη ότι καταγράφεται αύξηση των περιστατικών έμφυλης βίας και στους χώρους εργασίας, όπου οι γυναίκες υπό τον φόβο της απόλυσης, είναι περισσότερο ευάλωτες στην εργασιακή εκμετάλλευση αλλά και τη σεξουαλική παρενόχληση».
Σε τέτοιες περιπτώσεις τα θύματα «υποχρεώνονται» να μη μιλήσουν, από μια κακώς νοούμενη αίσθηση έκθεσης στην κοινωνική κριτική, ή την αποδοκιμασία. Νιώθουν συχνά να έχουν το βάρος της ενοχής τα θύματα αντί να ντρέπονται οι θύτες! Αυτό πρέπει να σταματήσει. Η ίδια η κοινωνία (εμείς δηλαδή, όλοι μαζί αλλά και ο καθένας ξεχωριστά) θα πρέπει να δείξουμε έμπρακτα την αντίθεσή μας σε τέτοιες πρακτικές που εξευτελίζουν το ανθρώπινο είδος και υποβαθμίζουν τον πολιτισμό του. Θα πρέπει επίσης να καταρρίψουμε κι έναν ακόμα μύθο.
Αυτόν του «αδύναμου φύλου». Οι γυναίκες δεν είναι καθόλου αδύναμες και το αποδεικνύουν κάθε μέρα, στηρίζοντας οικογένειες, επιχειρήσεις, σχέσεις, κοινωνικές επαφές. Άλλωστε έχει καταδειχθεί ότι η βία που υφίστανται οι γυναίκες δεν οφείλεται στην «αδύναμη» φύση τους ή στο ότι οι άνδρες γενικά είναι γεννημένοι «βίαιοι». Δεν υπάρχει ένας αποκλειστικός παράγοντας που να ευθύνεται για την συνεχιζόμενη βία κατά των γυναικών μια και η βία αυτού του είδους είναι αποτέλεσμα περίπλοκων και αλληλοσυνδεόμενων, οικονομικών, πολιτικών, θεσμικών και πολιτισμικών παραγόντων οι οποίοι αποτελούν εκδηλώσεις των ιστορικά ανισότιμων σχέσεων εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Οι σχέσεις εξουσίας, πρωτίστως, χαρακτηρίζουν εν πολλοίς σχεδόν τις περισσότερες από τις καταγγελίες που βλέπουν τελευταία το φως της δημοσιότητας. Σε όλες αυτές γίνεται, εκ μέρους των ανδρών (αν και θα είχε ενδιαφέρον να διερευνηθεί και το κατά πόσον ασκείται ανάλογη βία σε περίπτωση που βρίσκονται γυναίκες σε θέση ισχύος και εξουσίας), κατάχρηση εξουσίας και εκβιαστική άσκηση της δύναμης που τους δίνεται όχι από τη φύση, αλλά από την κοινωνία μέσω των ρόλων που έχουν στον επαγγελματικό στίβο (παράγοντας ομοσπονδίας, θιασάρχης, σκηνοθέτης, δάσκαλος κλπ). Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογία ή ως ελαφρυντικό η επίκληση των συναισθημάτων που προκαλούνται μεταξύ δύο ανθρώπων (ετέρου ή και ιδίου φύλου).
Δε νοείται άνθρωπος που τρέφει αισθήματα ή έστω ερωτικό ενδιαφέρον για κάποια γυναίκα να θέλει και να τη βλάψει ή να την τρομοκρατήσει κατ’ αυτό τον τρόπο. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει γυναίκα που θα κατήγγειλε την ένδειξη ενδιαφέροντος, το φλερτ, όπως το ονομάζουμε στην καθομιλουμένη. Μπορεί, αν ο άνθρωπος που δείχνει το ενδιαφέρον του δεν της είναι αρεστός, να το αποκρούσει, και έχει κάθε τέτοιο δικαίωμα, αλλά δεν νομίζω ότι θα το κατήγγειλε καμία γυναίκα, εφόσον αυτό το ενδιαφέρον κινούνταν στα όρια της ευπρέπειας και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Εδώ μπαίνει ένας άλλος παράγοντας, ο οποίος αναδεικνύεται από δήλωση γνωστού (και ταλαντούχου) ηθοποιού (που έχει διατελέσει και υφυπουργός στο παρελθόν!). Ως «αρσενικό παλαιάς κοπής», λέει, δεν πτοήθηκε από την αρχική άρνηση της νεαρής κυρίας την οποία προσέγγιζε, ενόσω ήταν και μαθήτριά του σε δραματική σχολή.
Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι το ενδιαφέρον ήταν καλοπροαίρετο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η σχέση εξουσίας (δάσκαλος- μαθήτρια, αξιολογητής-αξιολογούμενη) δεν επιτρέπει τέτοια ενδιαφέροντα, ακόμη και μεταξύ ενηλίκων.
Και επιπλέον θα πρέπει να καταλάβουμε όλοι ότι το «Όχι» είναι «Όχι» και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως οτιδήποτε άλλο. Αν θέλεις να δείξεις τα αισθήματά σου, είτε περιμένεις να πάψει η σχέση εξουσίας είτε παραιτείσαι και τη λήγεις μόνος σου. Δείχνεις, έτσι, έμπρακτα το ενδιαφέρον σου.
Κι αν επιμείνεις θα πρέπει να γίνει αυτό με τρόπο που θα κάνει σαφές στο άλλο πρόσωπο ότι το εκτιμάς, το σέβεσαι ως άνθρωπο και δεν το προσβάλλεις. Σε περίπτωση που η άρνηση παραμένει πρέπει να κάνεις πίσω και να το αποδεχτείς. Όχι να ταλαιπωρείς τον άνθρωπο με το οποίο (υποτίθεται ότι) είσαι ερωτευμένος.
Η κοινωνία μας έχει αρχίσει να βυθίζεται όλο και περισσότερο στα σκοτεινά νερά της βίας κάθε είδους. Υπάρχουν περιπτώσεις (καρτέλ ναρκωτικών, πολεμικές συγκρούσεις, εμφύλιοι, θρησκευτικός φανατισμός κλπ) στις οποίες δεν μπορεί το άτομο ως μέλος της κοινωνίας να έχει αποτελεσματική παρέμβαση. Στη βία κατά των γυναικών, όμως, μπορούμε και πρέπει όλοι μας να πάρουμε θέση και να κάνουμε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να εξαλειφθεί.