Στην ιερή μνήμη του Γιώργου Ντάλα του πατέρα μου μαραγκού
Ξύλινες θαυμαστές πόρτες σε αμίλητα σπίτια. Σπίτια παραμερισμένα, λυπημένα, ορφανεμένα. Σπίτια που ζήσαμε, που αγαπήσαμε, που έγιναν κομμάτι της ζωής μας, που «έγραψαν» το κάποτε.
Οι πόρτες τους σφραγισμένες σαν μαυσωλεία φέρνουν στις προσόψεις τους κωδικούς του… κάτω κόσμου και δε νιώθουν καθόλου υπερήφανες για την τύχη τους. Μας κοιτάζουν με ντροπή και έχουν κατεβασμένα βλέμματα. Τις έδειραν αλύπητα οι νοτιάδες και κόμποι βροχής στάλαξαν ποτάμια πάνω τους.
Ελάχιστες απ’ αυτές έχουν απομείνει σήμερα. Ξύλινα μνημεία λαϊκής αρχιτεκτονικής. Δε γίνεται να περνάς μπροστά τους και να μην τις κοιτάξεις, να μη μιλήσεις μαζί τους, να μη σου ερεθίσουν τη φαντασία και να μην κάνεις ωραία ταξίδια σε πρότερους καιρούς. Σαν ηλιοτρόπια γερμένες στον πρώτο ήλιο, για να ζεστάνουν με φυσικό τρόπο το εσωτερικό του σπιτιού.
Οι περισσότερες είναι δίφυλλες με σκαλιστούς συμπαγείς ταμπλάδες. Στο πάνω μέρος τους έχουν κρύσταλλο, σιδερένια κιγκλιδώματα και κουρτινάκια με σχοινιά από πίσω. Χρηστικά χερούλια και ρόπτρα δίπλα στις χειροποίητες κλειδαριές με το βαρύ γύφτικο κλειδί. Από το δεξί φύλλο έμπαιναν οι ένοικοι και το αριστερό άνοιγε για να περνούν έπιπλα και προικιά…
Γι’ αυτές τις ζωγραφιές που στόλισαν πέτρινα κουκλόσπιτα συνεργάστηκαν τεχνίτες αρμονικά κι έφεραν αυτά τα αποτελέσματα. Δεινοί καλλιτέχνες ξυλουργοί και ιδιοκτήτες με γούστο και κάποια στοιχειώδη οικονομική επιφάνεια. Οι παλιοί μαραγκοί που απευθύνονταν στη φύση του τόπου τους για τα υλικά κατασκευής. Είχαν μεράκι, υψηλή αίσθηση της ομορφιάς, αστείρευτη έμπνευση, αγάπη για τη δουλειά τους, εμπειρία. Μα στέκονταν πάντα κοντά στις ανάγκες του αφεντικού. Με τα παραδοσιακά εργαλεία έκαναν αυτά τα θαύματα: τέλειες γωνίες, εφαρμογές και συμμετρίες. Ήταν οι πλάνες, τα σκαρπέλα, οι σιγάτσες, το ματεκόπι, ο σουραμάς, το νταβίδι και τόσα άλλα. Υπηρετούσαν με σοφία τη φυσική τάξη των πραγμάτων και τις επιθυμίες της οικογένειας. Ήξεραν καλά τα μυστικά του ξύλου και το πήγαιναν με τα «νερά του», για να μην πιτσικάρει.
Η κάθε πόρτα από μόνη της παίζει διαχρονικά κυρίαρχο ρόλο στην πολιτιστική μας παράδοση και τον ψυχισμό των ανθρώπων. Είναι το διαχωριστικό σημείο τού μέσα και του έξω κόσμου του σπιτιού. Θα περάσει το κατώφλι ο καλεσμένος και φυσιολογικά θα μείνει κλειστή στον ανεπιθύμητο. Είναι κι ένας συμβολικός διαχωρισμός ανάμεσα στο οικείο και το άγνωστο. Σαν έκλεινε κι έμπαινε το μάνταλο, το εσωτερικό πότε γινόταν φυλακή και πότε χαρά και ευτυχία. Πότε μοναξιά και πότε τρυφερή συνύπαρξη. Πόσα παιδιά και πόσες αγάπες γεννήθηκαν εκεί μέσα! Πόσες χιλιάδες βήματα άκουσε, πόσες συγκινήσεις ένιωσε και πόσα χαρμόσυνα χτυπήματα δέχθηκε! Λίγο ήταν να χτυπά την πόρτα ο ταχυδρόμος, για να αφήσει το γράμμα απ’ τον ξενιτεμένο;
Σκούρυνε το χρώμα τους από καπνούς αγώνων και θυσιών μάταιους. Κουράστηκαν να μένουν κλειστές, όσες απέμειναν απ’ του παλιατζή το γυρολόϊ, και δε χρειάζονται τώρα σύρτες από μέσα. Ακίνητες στο χρόνο καδράρουν την εγκατάλειψη. Η φθορά του χρόνου τις έκανε ασήμαντες και ξεπερασμένες στους μοντέρνους καιρούς μας, παρά τη συναισθηματική αξία που αποπνέουν. Δυστυχώς, μόνο στις φωτογραφίες θα υπάρχουν τα επόμενα χρόνια, εκτός από κάποιες τυχερές που θα αξιοποιηθούν ως διακοσμητικό υλικό σε βιτρίνες καταστημάτων ή σε εσωτερικούς τοίχους νέων κατοικιών.
Οι σημερινές μοδάτες με ηχομόνωση και θερμομόνωση πάνε με τα σχέδιά τους να τις μιμηθούν, αλλά μάταια. Μπορεί να γυαλίζουν, μπορεί να εντυπωσιάζουν, να έχουν πολλά ISO, αλλά τους λείπει η χάρη και το αυθεντικό τού μαραγκού. Με το οριστικό πέταμά τους χάνεται και η ψυχή του σπιτιού.