Ένα χρόνο μετά την ενσωμάτωση της Άρτας στην ελληνική επικράτεια, οι Αρτινοί βρίσκονται στο έλεος του τσιφλικά Καραπάνου, ο οποίος είχε αγοράσει από τους Τούρκους όλη σχεδόν την έκταση του νομού ανατολικά του Αράχθου.
Ο Καραπάνος ξεπέρασε τους πασάδες, σημειώνει ο Γιάννης Κορδάτος. Ήταν ένας τυραννίσκος που οι παλιοί τούρκοι πασάδες δεν μπορούσαν να βγουν μπροστά του. Όλοι οι Αρτινοί ήταν σκλάβοι του. Και στα πρώτα χρόνια που έγινε Ρωμαίικο, πιο πολύ ακόμα τους τυραννούσε και τους καταπίεζε. Είχε μάλιστα και έναν δημοσιογράφο, πληρωμένο τομάρι, που εξυμνούσε «τας αρετάς του προστάτου και μεγάλου ανδρός Καραπάνου».
Και τον έτρεμαν όλοι. Έτρεμαν τον Καραπάνο, έτρεμαν και τον πληρωμένο κονδυλοφόρο του. Έτρεμαν τον εκμεταλλευτή που είχε πλούτη και μέσα μεγάλα. Έτρεμαν και τον μουντζουρωτή του χαρτιού και τον τσανακογλείφτη.
Πότε; Όταν «η γαλανόλευκος εκυμάτιζεν εις τα δημόσια κτίρια της Άρτης». Πότε; Στα 1882, ένα χρόνο ύστερα από την προσάρτηση. Και ο δημοσιογράφος αυτός έκανε και τις δικαστικές αρχές να του λένε «Συ κύριε». Αστυνόμοι και δικαστάδες εκτελούσαν ό,τι ήθελε και ό,τι διάταζε. Έτσι ο κύριος αυτός κανόνιζε πάντα τον ανακριτή και εισαγγελέα και έγραφε στην εφημερίδα του με το νι και με το σίγμα, από δυο μέρες πριν, ποιον θα ’πιανε ο εισαγγελέας και ποιον θα φυλάκιζε ο ανακριτής.
Αυτά στη μόλις ελεύθερη (;) ελληνική Άρτα. Είναι γνωστό βέβαια στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ πως η ελευθερία με όλες τις αποχρώσεις της δεν είναι εθνικό ζήτημα. Και δε χαρίζεται στους λαούς με τις ομιλίες σε συνέδρια και τις υπογραφές σε κείμενα συνθηκών. Είναι ζήτημα κοινωνικό, πολιτικό και, κυρίως, ταξικό. Γι’ αυτό και την κατακτούν οι λαοί όχι μόνο με τους εθνικούς τους, αλλά με τους κοινωνικούς τους αγώνες. Ο Καραπάνος της Άρτας -και κάθε Καραπάνος οποιαδήποτε Άρτας- μιλούσε και έγραφε την ελληνική γλώσσα, είχε ελληνική καταγωγή, χριστιανική θρησκεία, αλλά δεν ήταν Έλληνας όπως ήταν και η τεράστια πλειονότητα όσων μέσα στις νέες συνθήκες βρέθηκαν κολίγοι στα δικά του (;) χωράφια. Ήταν το νέο αφεντικό των Ελλήνων. Πιο σκληρό και από τους πασάδες.
Το θλιβερό και πνιγηρό μέσα σ’ αυτή την ανάγνωση είναι πως η ιστορία δε γίνεται, δυστυχώς, δίδαγμα. Για τους περισσότερους είναι σαν να μην υπάρχει. Ή σαν να μην υπάρχει στο βαθμό και στη γραμμή που της πρέπει και της αξίζει. Φιλοδόξησαν πολλοί, κυρίως ιστορικοί, να βοηθήσουν με το γραπτό τους λόγο να γίνει ο κόσμος καλύτερος. Φιλοδόξησε πρώτος ο μεγάλος Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης να καταστήσει το έργο του «κτήμα ες αεί» και να συνετίσει τους ανθρώπους του μέλλοντος ώστε να μελετούν με μεγάλη προσοχή τα γεγονότα του παρελθόντος, να σταθμίζουν με φρόνηση τα δεδομένα της εποχής τους και να φροντίζουν να μην επαναλαμβάνουν τα λάθη των προγόνων τους. «Τις περισσότερες φορές επικρατούσαν οι διανοητικά κατώτεροι. Φοβούνταν τη δική τους ανεπάρκεια και την ικανότητα των αντιπάλων τους. Κι έτσι, για να μη νικηθούν στη συζήτηση και για να μην πέσουν θύματα των όσων οι άλλοι θα επινοούσαν, δεν είχαν κανέναν δισταγμό να προχωρήσουν σε βίαιες πράξεις», σημειώνει χαρακτηριστικά στο τρίτο βιβλίο του, περιγράφοντας τους εμφύλιους πολέμους στην Ελλάδα κατά την περίοδο 431 – 404 πΧ.
Έχεις την αίσθηση πως τα τραγικά και αβάσταχτα αυτά γεγονότα χάραξαν πολλές φορές και πολλούς λαούς σε όλη τους την ιστορική διαδρομή ίσαμε σήμερα. Και καταλήγεις στο συμπέρασμα πως στους ανθρώπους δεν κυβερνά η λογική και η σύνεση. Κυβερνούν τα συμφέροντα. Όχι τα μικρά, τα μεγάλα. Τα συμφέροντα του Καραπάνου. Ο οποίος με τους φόρους που εισπράττει από τους ελεύθερους (;) πλέον συμπατριώτες του και… ψηφοφόρους του, πληρώνει τα όργανα τάξης και καταστολής, πληρώνει τις υπηρεσίες, πληρώνει τους κονδυλοφόρους, πληρώνει τους θεσμούς και τους διαφθείρει, πληρώνει όπου θεωρεί πως έτσι επιβάλλεται, γιατί έτσι συμμορφώνονται οι υπήκοοί του και μακροημερεύει ο ίδιος και η δυναστεία του.
Ο Καραπάνος είναι το νέο κράτος και ο νέος δυνάστης του λαού. Και ο αγώνας προς την ελευθερία συνεχίζεται. Οι Έλληνες βρίσκονται αντιμέτωποι τώρα με τα πάθη του εγωισμού και την αχαλίνωτη δίψα του χρήματος και της δόξας. Μόνο που η δόξα, όταν γίνεται αυτοσκοπός και μπλέκεται με την ασυδοσία και την επίδειξη, καταντά εφήμερη και βλάπτει, γι’ αυτό, σοβαρά την υστεροφημία εκείνων που την ενσαρκώνουν. Και είναι πλημμυρισμένη η ιστορία από ηγέτες και ομάδες που προκαλούν απέχθεια και σφυρηλατούν την καταγγελία της βίας, ανοίγοντας ταυτόχρονα το δρόμο της πάλης για την ανατροπή κάθε μηχανισμού που την παράγει με οποιονδήποτε τρόπο. Ας είμαστε προσεκτικοί. Γιατί η ιστορία δε συγχωρεί στο τέλος.
*Ο Δημήτρης Βλαχοπάνος είναι φιλόλογος, συγγραφέας και ποιητής