Ο Αστυάγης, βασιλιάς των Μήδων, πάντρεψε την κόρη του Μανδάνη όχι με κάποιον Μήδο αλλά με τον Καμβύση, που ήταν Πέρσης και κατώτερος από τους Μήδους. Και τούτο από φόβο μήπως το παιδί που θα γεννηθεί από αυτή του πάρει το θρόνο.
Τον πρώτο χρόνο όμως του γάμου της είδε ένα κακό όνειρο: από τα κρυφά μέρη της κόρης του φύτρωσε αμπέλι που άπλωσε και σκέπασε ολόκληρη την Ασία. Οι μάγοι τού είπαν πως το παιδί που θα γεννήσει η έγκυος ήδη κόρη του θα του πάρει το θρόνο. Όταν η κόρη γέννησε τον Κύρο, ο Αστυάγης, για να προλάβει το πράγμα, κάλεσε το συγγενή του Άρπαγο, στον οποίο είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, και του είπε:
– Άρπαγε, θα σου αναθέσω κάτι. Μην το αμελήσεις και μη με προδώσεις εξυπηρετώντας συμφέροντα άλλων, γιατί τότε θα φας το κεφάλι σου. Πάρε το παιδί, πήγαινε σπίτι σου, σκότωσέ το και μετά θάψε το όπως νομίζεις εσύ.
Αν και πιστός στο βασιλιά του ο Άρπαγος, ταλαντεύτηκε πολύ, γιατί το παιδί ανήκε σε συγγενική του οικογένεια και ο Αστυάγης ήταν πια γέρος χωρίς αρσενικό παιδί. Ωστόσο δε βρήκε τη δύναμη να δείξει ανυπακοή. Απλά, αντί να το παραδώσει σε κάποιον δικό του υπηρέτη να το σκοτώσει, έστειλε και κάλεσε κάποιον από τους βοσκούς του Αστυάγη, τον Μιτραδάτη, που συζούσε με κάποια δούλη, τη Σπακώ, και βρισκόταν μακριά από την πρωτεύουσα, στα βοσκοτόπια κοντά στον Εύξεινο Πόντο.
– Ο Αστυάγης, του είπε, σε διατάζει να πάρεις αυτό το παιδί και να το αφήσεις στο πιο ερημικό βουνό, για να πεθάνει γρήγορα. Έχω διαταγή να σε παρακολουθήσω και να σου πω ότι, αν δεν το σκοτώσεις αλλά το περιποιηθείς και το σώσεις, θα σε θανατώσει με το χειρότερο τρόπο.
Όταν ο βοσκός γύρισε, ύστερα από μέρες, στην καλύβα του, βρήκε αναστατωμένη τη γυναίκα του, η οποία στο μεταξύ είχε γεννήσει μόνη της ένα αγοράκι. Εκείνη τον ρώτησε αμέσως για το σκοπό του ταξιδιού του στην πόλη. Ο Μιτριδάτης της εξήγησε σχετικά, αλλά πρόσθεσε κι αυτά που έμαθε μόνος του επιστρέφοντας.
– Εγώ, της είπε, πήρα το παιδί για να το φέρω, θαρρώντας πως είναι κανενός δούλου. Απόρησα όμως με τα φορέματα και το χρυσάφι που το είχαν στολισμένο, καθώς και με τους θρήνους που γέμιζαν το σπίτι του Άρπαγου. Ύστερα στο δρόμο έμαθα τα πάντα από τον υπηρέτη που ήρθε μαζί μου ως έξω από την πόλη για να μου παραδώσει το μωρό. Το παιδί είναι της Μανδάνης, της κόρης του Αστυάγη, που έχει πάρει τον Καμβύση του Κύρου, και ο Αστυάγης διέταξε να το σκοτώσουμε. Να το, εδώ είναι.
Εκείνη, μόλις το είδε μεγάλο και ωραίο, δάκρυσε, αγκάλιασε τον άντρα της από τα γόνατα και τον παρακαλούσε να μην το αφήσει με κανέναν τρόπο έκθετο. Ο άντρας της, όμως, σκεφτόταν τα λόγια του Άρπαγου και τα βασανιστήρια που τον περίμεναν.
– Αφού δεν μπορώ να σε πείσω, του είπε τέλος εκείνη, κάνε το εξής, αν είναι οπωσδήποτε ανάγκη να το δουν πεταμένο: εγώ γέννησα το παιδί μας νεκρό. Βάλε το στη θέση του ζωντανού και θα αναθρέψουμε το παιδί της κόρης τού Αστυάγη για δικό μας. Έτσι, ούτε εσύ θα μαρτυρηθείς ότι δεν έκανες αυτό που σε διατάξανε τ’ αφεντικά ούτε εμείς θα πάθουμε τίποτα για την αμαρτία του δικού μας παιδιού που θα το εκθέσουμε πεθαμένο, αφού του ενός θα του κάνουμε βασιλική κηδεία και του άλλου δε θα χαθεί η ζωή.
Ο βοσκός βρήκε σοφά τα λόγια της κι έκανε όπως του είπε. Άφησε το δικό του παιδί, βασιλικά ντυμένο, σε μέρος έρημο, ανέθεσε σε ένα τσοπανόπαιδο να φυλάει το νεκρό μωρό και πήγε στην πόλη να βρει τον Άρπαγο και να τον καλέσει να δει το παιδί πεθαμένο. Οι έμπιστοι στρατιώτες που έστειλε ο Άρπαγος τον διαβεβαίωσαν πως όλα έγιναν όπως διέταξε.
(Ηροδότου Ιστοριών, Κλειώ, 107-120)