Πώς μπορεί να χαρακτηριστεί ένα έργο που αποτελεί απόσταγμα 38 χρόνων έρευνας και μελέτης; Πώς ένα έργο που περικλείει την ιστορία των επιτευγμάτων και τη ζωή των δημιουργών 1.460 πετρογέφυρων; Πώς μπορεί να αποδοθεί με μια λέξη ένα πεντάτομο έργο των 600 και πλέον σελίδων το καθένα, που διαπερνά όλη την Πίνδο και αφιερώνεται στην Ήπειρό μας;
Μόνο με θησαυρό μπορεί να παρομοιάσει κανείς την «Γεφυρογραφία της Πίνδου και των όμορων περιοχών», που με την συμβολή της Περιφέρειας Ηπείρου έρχεται στο φως. Έρχεται να σμιλεύσει τη μνήμη όλων μας με πρωτομάστορα, βέβαια, τον άνθρωπο που αφιέρωσε τη ζωή του σ’ έναν και μόνο σκοπό. Να καταγράψει, να αναδείξει και να κρατήσει ζωντανή την Ηπειρώτικη παράδοση στη γεφυροποιία, συνάμα με την ιστορία, το ταλέντο και την υπέρβαση των Ηπειρωτών μαστόρων.
Ο Σπύρος Μαντάς, πρόεδρος του Κέντρου Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών, τιμά με την συνέντευξή του την εφημερίδα μας. Αποτελεί το παράδειγμα ενός ανθρώπου που ωθούμενος από τον θαυμασμό και την αγάπη του για τα παραδοσιακά γεφύρια της Ηπείρου, γέμισε μέρα τη μέρα, χρόνο το χρόνο, ταξίδι το ταξίδι, το σεντούκι ενός ανεκτίμητου θησαυρού.
Από το 1982 έως σήμερα, δίνει ακούραστα έναν αγώνα στο πλάι των Ηπειρωτών μαστόρων που, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία «ξεπέρασαν τα όρια και προέκτειναν τη φύση…», σε μια περιοχή που η φτώχεια υπήρξε παροιμιώδης. Ως άλλος μοναχικός πρωτομάστορας, ξεκίνησε έναν όμορφο αγώνα για την διάσωση της μνήμης, η οποία όπως σημειώνει «σήμερα είναι πολύτιμη για τη συλλογική μας επιβίωση».
Με τους τρεις από τους πέντε τόμους να έχουν ήδη εκδοθεί και να κυκλοφορούν, η συνέντευξη σχετικά με το έργο του, αποτελεί για μας μια όαση. Κι αυτό γιατί δεν έχει κανείς πολλές ευκαιρίες στη ζωή του να συνομιλήσει με έναν… μπροστάρη. Με τον έναν που κάνει την αρχή. Με εκείνον που ξεκινά τον αγώνα για ό,τι αφορά τους πολλούς. Με τον πρώτο μιας μάχης που δίνεται στην «όχι ληξιαρχικά αλλά κατ’ επιλογή πατρίδα του».
Σταδιακά υπήρξαν συνοδοιπόροι που αναγνώρισαν το έργο του. Ανάμεσά τους η Περιφέρεια Ηπείρου και προσωπικά ο περιφερειάρχης, Αλέξανδρος Καχριμάνης, εντάσσοντας την έκδοση στο Περιφερειακό Ταμείο Ανάπτυξης, κάτι που χαροποιεί ιδιαίτερα τον ερευνητή, γιατί όπως εξηγεί «ό,τι δημιούργησα τόσα χρόνια επιστρέφει στην Ήπειρο».
Έπεται για την ολοκλήρωση του πεντάτομου έργου, η ειδική συλλεκτική επίσης έκδοση για το γεφύρι της Άρτας, συνοδευόμενη από ηχητική αποτύπωση για τον πολυτραγουδισμένο θρύλο του, όπως αποτυπώνεται σ’ όλη την Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Ευχή του να …στοιχειώσουμε τον κορωνοϊό, όπως απαντά στην πρόσκλησή μας, ώστε να ανοίξουμε το σεντούκι του θησαυρού σε μια παρουσίαση στην Ήπειρο και την Άρτα.
Ο Σπύρος Μαντάς μιλάει στον «Τ» για το γεφύρι της Πλάκας, τους Ηπειρώτες μαστόρους, την τύχη της Ηπείρου που δύναται να αναπτυχθεί με επίκεντρο την παράδοση των πέτρινων γεφυριών και πολλά άλλα.
Απολαύστε την συνέντευξη με τον Σπύρο Μαντά.
Συνέντευξη στη Βίκυ Καινούργιου
Ερ: Όσοι γνωρίζουν κάτι περισσότερο αναφορικά με την πρόσφατη βιβλιογραφία σας, αναφέρονται σ’ ένα «έργο θησαυρό» για την Πίνδο και τις όμορες περιοχές. Σε ποιο στάδιο βρίσκεται σήμερα το έργο αυτό; Ολοκληρώθηκε;
Απ: Ολοκληρώθηκε στη συγγραφή και βρίσκεται στη διαδικασία εκτύπωσης. Από τους πέντε τόμους, ήδη είναι έτοιμοι προς κυκλοφορία οι τρεις. Η διάθεση έχει καθυστερήσει εξαιτίας της καραντίνας.
Ερ: Μιλάμε ασφαλώς για το έργο υπό τον τίτλο «Γεφυρογραφία της Πίνδου και των όμορων περιοχών». Κύριε Μαντά, ποια είναι η γεωγραφική αναφορά και για πόσα γεφύρια αποτυπώνεται το ερευνητικό σας αρχειακό υλικό;
Απ: Πρόκειται για μια τριλογία με αναφορά στους Ηπειρώτες μαστόρους, στα πέτρινα γεφύρια τους και σε μια αναλυτική προσέγγιση του θρύλου «του γεφυριού της Άρτας» -πώς τραγουδιέται σε όλον τον ελλαδικό χώρο, αλλά και στα Βαλκάνια. Είναι ένα έργο που για την συλλογή τού υλικού και για την επεξεργασία-μελέτη του, απαιτήθηκαν 38 ολόκληρα χρόνια. Η καταγραφή των γεφυριών καλύπτει την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, δηλαδή την Βορειοδυτική Ελλάδα και τη Νότια Αλβανία, με ραχοκοκαλιά την Πίνδο, η οποία, σημειωτέον, υψώνεται στην Κορυτσά και σβήνει χαμηλά στον Κορινθιακό. Ο αριθμός των πετρογέφυρων που καταγρά- φηκαν – συμπεριλαμβάνονται και τα χαμένα – ανέρχονται στα 1.460.
Ερ: Πρόκειται για έκδοση με τη συμβολή του Περιφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης Ηπείρου. Αυτό πώς προέκυψε, πώς ξεκίνησε η ιδέα και ποια η συμβολή της Περιφέρειας Ηπείρου;
Απ: Ναι, η έκδοση έγινε και γίνεται με τη χρηματοδότηση του Περιφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης Ηπείρου και το προσωπικό ενδιαφέρον του Περιφερειάρχη κ. Αλέξανδρου Καχριμάνη, τον οποίον και ευχαριστώ θερμά. Όλους τους ευχαριστώ, γιατί διαφορετικά, με τις καταστάσεις που βιώνουμε, η έκδοση θα ήταν δύσκολη έως αδύνατη. Όπως σας είπα, πρόκειται για πεντάτομο έργο, με τον κάθε τόμο να ξεπερνά τις 600 σελίδες. Το ότι συμπεριλήφθηκε στις εκδόσεις της Περιφέρειας, με χαροποιεί ιδιαίτερα, αφού έτσι, ό,τι δημιούργησα όλα αυτά τα χρόνια επιστρέφει στην Ήπειρο, την όχι ληξιαρχικά, αλλά κατ’ επιλογή πατρίδα μου.
Ερ: Σε γενικές γραμμές ποια είναι η εικόνα που εμφανίζουν σήμερα τα γεφύρια στα οποία αναφέρεστε; Υπήρξε προσπάθεια, πέρα από την καταγραφή, εκ μέρους των αρμόδιων αρχών για συντήρηση και ανάδειξή τους;
Απ: Δυστυχώς δεν είναι καλή. Από τα γεφύρια που κατέγραψα, τα μισά σχεδόν δεν υπάρχουν πια, κατέρρευσαν. Καταλυτική, καταστρεπτική γι’ αυτά, ήταν η δεκαετία του 1940, που εξαιτίας των τότε γεγονότων έφυγαν πολλά. Φοβάμαι πως, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων σε ατομικό επίπεδο, η αξία αυτών των κατασκευών δεν έχει συνειδητοποιηθεί -οι αρμόδιοι κεντρικοί φορείς είναι μακριά και μάλλον ανενημέρωτοι ή με άλλες προτεραιότητες. Δεν φαίνεται πως το υπουργείο Πολιτισμού έχει κάποιον προγραμματισμό γι’ αυτά τα μνημεία, με αποτέλεσμα η όποια σωστική επέμβαση να είναι τυχαία, αποσπασματική, και κατά κανόνα μη πετυχημένη.
Ερ: Κατά την πολύχρονη έρευνα που κάνετε, διαπιστώνετε ενδιαφέρον και σε ποιο βαθμό για την διατήρησή τους;
Απ: Μόνο κάποιοι τοπικοί φορείς ενδιαφέρονται, που όμως, χωρίς χρηματοδότηση, ελάχιστα μπορούν να κάνουν. Είναι ψυχοφθόρο και απογοητευτικό να επαιτείς για τον πολιτισμό.
Ερ: Είναι εφικτό να ξεκινήσει μια εκστρατεία προκειμένου να σταθούν όρθια; Αξίζει κατά τη γνώμη σας να αγνοηθεί το οικονομικό κόστος ώστε να διαφυλαχτεί αυτή η πλούσια κληρονομιά;
Απ: Όχι απλά αξίζει, αλλά είναι υποχρέωσή μας να γίνει μια τέτοια προσπάθεια. Τα όποια μνημεία ενισχύουν τη μνήμη μας και η τελευταία είναι πια πολύτιμη -θα τολμήσω να το πω- για τη συλλογική μας επιβίωση. Το ότι η απόδοση δεν είναι «εδώ και τώρα», δεν συνιστά δικαιολογία. Αλίμονο αν η οικονομική κρίση που κατά βάθος ως αιτία εμπεριείχε την πνευματική να αποτελειώσει την τελευταία.
Ερ: Στην περίπτωση που κρατηθεί ζωντανή η παράδοση των πέτρινων γεφυριών, εκτιμάτε ότι με την προστιθέμενη αξία μέσω ενός θεματικού τουρισμού τα οφέλη θα ήταν ανταποδοτικά;
Απ: Είμαι σίγουρος. Πρόκειται για ελκυστικά για όλους κτίσματα, κάτι που έχω διαπιστώσει από την πολυετή μου απασχόληση με αυτά. Θυμάμαι τις σχετικές ολοήμερες εκδηλώσεις που διοργανώναμε ως Κέντρο Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών, στη Στοά του Βιβλίου, στην Αθήνα. Οι αίθουσες ήταν πάντα γεμάτες. Θεωρώ πως η Ήπειρος πρέπει να ιδρύσει ένα Μουσείο-Ερευνητικό Κέντρο Πετρογέφυρων, το δικαιούται, και, ακόμη, να προσπαθήσει να εντάξει τα γεφύρια του Ζαγοριού στην Ουνέσκο.
Ερ: Αλήθεια κύριε Μαντά, με ποιο από τα γεφύρια έχετε συνδεθεί περισσότερο, ποιό σας έχει εντυπωσιάσει και για ποιο λόγο;
Απ: Η απάντηση είναι δύσκολη, γιατί το κάθε πετρογέφυρο έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, φανερά και μυστικά, που του παρέχουν ταυτότητα. Ωστόσο, έστω και συγκινησιακά φορτισμένος, θα σας πω πως θαύμαζα για πολλούς λόγους το γεφύρι της Πλάκας -είχε πάει πέρα και πάνω από τις ανθρώπινες δυνατότητες. Την απώλειά του δεν μπόρεσα να την ξεπεράσω, ίσως γιατί στην περίπτωσή του η στενοχώρια εμπεριέχει και οργή.
Ερ: Πέτρινα γεφύρια συναντάμε σ’ όλη την Ελλάδα. Έχετε διαπιστώσει διαφορές ανάμεσά τους από περιοχή σε περιοχή; Τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη σας τα κάνει ξεχωριστά, αν συμφωνείτε κι εσείς ότι συμβαίνει πράγματι; Τελικά η τεχνοτροπία τους ήταν αποτέλεσμα των αναγκών για επικοινωνία;
Απ: Τα Ηπειρώτικα γεφύρια είναι στα αλήθεια ξεχωριστά, κι όχι μόνο τα ευρισκόμενα σήμερα γεωγραφικά εντός της Ηπείρου. Έχουν ιδιαιτερότητες που συνιστούν ρυθμό, γι’ αυτό άλλωστε κι εγώ ασχολήθηκα με όλα τα γεφύρια της Πίνδου -είναι ηπειρώτικα στην τεχνοτροπία. Έχουν προκύψει ως συνέπεια πολλών παραγόντων και όχι μόνο από την αδιαμφισβήτητη επιδεξιότητα των ντόπιων μαστόρων. Μην ξεχνάμε πως οι τελευταίοι δούλεψαν και αλλού, με εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα. Ένας ας πούμε παράγοντας, καθοριστικός της αισθητικής τους εικόνας, είναι το υλικό, οι πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία τους -δεν συνέβαινε τότε μεταφορά υλικών. Ο τοπικός σκουρόχρωμος σχιστόλιθος συνέβαλε καίρια στην όλη εμφάνιση. Από την άλλη μεριά, η ανάγκη για επικοινωνία, για σπάσιμο ενός σχεδόν απαγορευτικού εδαφικού ανάγλυφου, οδήγησε στα πολλά γεφύρια -πού; Εκεί που η φτώχεια υπήρξε παροιμιώδης. Από κει και πέρα, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, η έλλειψη εξειδικευμένης γνώσης οδήγησε, αναγκαστικά, σε τολμηρές και καθόλου όμοιες κατασκευές. Η πλαστικότητά τους, εντυπωσιακή, προκαλεί έως και σήμερα τον θαυμασμό!
Ερ: Αν θα είχατε να πείτε κάτι για τους μαστόρους εκείνης της εποχής, πώς θα περιγράφατε την ιστορία τους;
Απ: Θα έλεγα πως είναι απόλυτα δικαιολογημένος ο θαυμασμός που εκφράζει γι’ αυτούς το σχετικό ανέκδοτο, πως οι Ηπειρώτες «…έχτισαν τον κόσμο όλον»! Για δε τους γεφυροποιούς ειδικότερα, θα επαναλάμβανα πως …για να καλύψουν μιαν ανάγκη, προέκτειναν τη φύση!
Θα μου ήταν επώδυνο να ταξιδέψω στη γέφυρα Πλάκας
Ερ: Το γεφύρι της Πλάκας θα το έχετε δει -υποψιαζόμαστε- αναστηλωμένο. Ποια είναι η άποψή σας; Εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι θα έπρεπε να παραμείνει γκρεμισμένο προκειμένου να μαρτυρά την αδιαφορία μας, όπως είχατε δηλώσει στην εφημερίδα μας μετά την κατάρρευσή του;
Απ: Το έχω δει μόνο σε φωτογραφίες, γιατί θα μου ήταν πολύ επώδυνο να ταξιδέψω ως εκεί. Την απόφαση την πήρα τη μέρα της κατάρρευσης κι ακόμη δεν μπόρεσα να την αναθεωρήσω. Και θα μου επιτρέψετε να μην εκφράσω γνώμη, γιατί θα είναι πια υποκειμενική, δεν θα αφορά κανέναν. Το γεφύρι, έτσι κι αλλιώς, είναι και πάλι στη θέση του.
Ποιος είναι
Ο Σπύρος Μαντάς γεννήθηκε στην Κρέστενα Ηλείας το 1950. Τελείωσε Οικονομικό Πανεπιστήμιο και την Πάντειο και εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση.
Από το 1982, σχεδόν αποκλειστικά, ασχολείται με τη μελέτη των πέτρινων γεφυριών της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου (Πίνδου), αλλά και τους μαστόρους της.
Το 1990 δημιούργησε το «Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων» (ΑΓΗ) και το 2001, μαζί με άλλους συνεργάτες, ίδρυσε το «Κέντρο Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών» (ΚΕΜΕΠΕΓ) στο οποίο είναι πρόεδρος.
Στόχος του Κέντρου είναι μέσα από τη διοργάνωση επιστημονικών συναντήσεων και την περιοδική έκδοση «Περί Πετρογέφυρων», να καταγραφούν και μελετηθούν όλα τα γεφύρια της Ελλάδας, να συγκριθούν μ’ εκείνα των γειτονικών χωρών και να ευαισθητοποιηθούν κοινό και αρμόδιοι φορείς για την διάσωσή τους.