Η είδηση βρισκόταν στην τελευταία σελίδα του τοπικού μας «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ», στο φύλλο της προηγούμενης εβδομάδας.
Η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων (ΠΕΦ από εδώ και μπρος) εξέδωσε κείμενο με το οποίο διαμαρτύρεται για την άκριτη και ασύστολη αποδοχή και χρήση από το σύνολο σχεδόν των μέσων ενημέρωσης (τηλεοπτικών, ηλεκτρονικών και έντυπων) μιας πλειάδας ξενικών λέξεων οι οποίες, ακόμα και όταν μπορούν να αποδοθούν εύκολα στα ελληνικά, εντάσσονται στο καθημερινό μας λεξιλόγιο με αποτέλεσμα να αλλοιώνουν το γλωσσικό μας αισθητήριο και να παραβιάζουν την ουσιαστική τάξη και λειτουργία της γλώσσας μας.
Όπως σημειώνει ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης, «οι ελληνικές λέξεις -η δομή τους- είναι να τελειώνουν σε φωνήεντα (ή σε τελικό σίγμα προσθέτω εγώ). Αρχίζει λοιπόν να δημιουργείται ένα άκουσμα στον ακροατή της ελληνικής γλώσσας, ότι οι λέξεις (που χρησιμοποιούμε) μπορεί να λήγουν σε σύμφωνα. Απ’ αυτή την άποψη, ως άκουσμα, παραβιάζεται η αίσθηση της γλώσσας, επέρχεται μια μορφή αλλοίωσής της».
Η κίνηση της ΠΕΦ δείχνει πόσο βαθιά έχει προχωρήσει η εισαγωγή ξενικών λέξεων στο καθημερινό μας λεξιλόγιο, τη στιγμή που η ελληνική γλώσσα έχει δανείσει λέξεις σχεδόν σε όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές (για παράδειγμα το γήαρ ή γιαχρ που σημαίνει χρόνος στα αγγλικά και τα γερμανικά προέρχεται από τη ρίζα ωρ απ’ όπου προέρχεται και η λέξη ώρα). Αυτό θα πρέπει να μας προβληματίσει, όχι τόσο για το πώς θα επηρεαστεί η ίδια η γλώσσα μας, όσο για το πώς και πόσο θα επηρεαστεί ο πολιτισμός μας και η πολιτισμική μας ταυτότητα.
Φαντάζομαι πως δε μας έχει απασχολήσει πολύ το ζήτημα. Άλλωστε η μητρική μας γλώσσα είναι κάτι που, όπως ακριβώς και οι γονείς μας, θεωρείται από, σχεδόν, όλους μας αυτονόητο ως ύπαρξη και παρουσία γύρω μας. Αυτό ξέρουμε, αυτό μαθαίνουμε ως πρώτο άκουσμα από την πρώτη στιγμή της γέννησής μας, μ’ αυτό μεγαλώνουμε και μ’ αυτό μιλάμε στα παιδιά μας.
Η γλώσσα μας είναι λοιπόν κάτι δικό μας, κάτι που, όσο κι αν φαίνεται αυτονόητο, στην πραγματικότητα γίνεται αντιληπτό, και συνάμα γίνεται κατανοητή η αξία του, μόνο όταν το χάσουμε. Όσοι έχουν ταξιδέψει στο εξωτερικό καταλαβαίνουν πώς είναι να βρίσκεσαι ξαφνικά σε ένα χώρο όπου η γλώσσα σού είναι ξένη κι όχι οικεία, όπως καταλαβαίνουν τη χαρά που νιώθεις όταν βρεις κάποιον που μιλάει την ίδια γλώσσα με σένα. Γιατί, κακά τα ψέματα, η γλώσσα αντικατοπτρίζει και κάποιον πολιτισμό, μια κουλτούρα και την αντίστοιχη παράδοση που την υποστηρίζει. Κάθε λαός που σέβεται τον πολιτισμό του, σέβεται και τη γλώσσα του. Την τιμά, την υποστηρίζει, τη θωρακίζει έναντι των άλλων γλωσσών και την προωθεί, με όποιον τρόπο μπορεί, στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό.
Στις περισσότερες χώρες του κόσμου η γνώση της εθνικής γλώσσας αποτελεί απαράβατο όρο για να βρει κάποιος εργασία. Στην Ελλάδα όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει! Αντιθέτως, απαραίτητο προσόν είναι η γνώση μιας, δύο ή και περισσότερων ξένων γλωσσών! Αυτό δείχνει πόσο λίγο μας ενδιαφέρει η καλή γνώση της γλώσσας μας, άρα και του πολιτισμού μας, από όλους όσοι καλούνται να εργαστούν εδώ.
Πού εντοπίζεται πρωτίστως το πρόβλημα; Κατά τη γνώμη μου αφενός μεν στο γεγονός ότι ως λαός αισθανόμαστε την ανάγκη να μιλούμε τις γλώσσες των ισχυρότερων κρατών για να μπορούμε να επιβιώνουμε στο εξωτερικό (όντας ασθενέστερο κράτος) αφετέρου στο ότι η διδασκαλία της γλώσσας δεν γίνεται με σωστό τρόπο σε σύγκριση με τις ξένες.
Δείτε, για παράδειγμα, τα βιβλία των ξένων γλωσσών (σύγχρονα, με ωραίες εικόνες, ενσωματωμένους δίσκους οπτικής σάρωσης, ντιβιντί επί το νεοελληνικότερον), σε αντιπαραβολή με τα βιβλία της ελληνικής γλώσσας (τα οποία στο λύκειο είναι ό,τι πιο αντιαισθητικό μπορεί να υπάρξει). Αν αυτό συνδυαστεί με το γεγονός ότι τα παιδιά μας δεν έχουν μάθει να διαβάζουν, καθώς περνούν πολλή ώρα μπροστά σε οθόνη (κινητού, υπολογιστή, τηλεόρασης, τάμπλετ κλπ), μπορεί να μας δώσει μια εικόνα του γιατί η ελληνική δείχνει να υποχωρεί στην καθημερινή μας πρακτική. Στα προγράμματα σπουδών των Λυκείων της χώρας μας οι ώρες διδασκαλίας της νεοελληνικής γλώσσας είναι μόλις εδώ και τρία χρόνια διπλάσιες της πρώτης ξένης γλώσσας.
Επιπλέον διδάσκονται και αρχαία ελληνικά από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο, σε μαθητές, δηλαδή, που δεν έχουν καλά-καλά κατακτήσει τη μητρική τους γλώσσα. Αυτό κι αν αποτελεί σφάλμα! Γιατί οι μαθητές, που είναι αναγκασμένοι να μαθαίνουν μια γλώσσα που φαντάζει άχρηστη έτσι όπως τη διδάσκονται, είναι φυσικό να αγανακτήσουν και να στραφούν σε άλλες διεξόδους, αγκαλιάζοντας περισσότερο τις ξένες γλώσσες, τις οποίες έχουν αρχίσει να μαθαίνουν από νεαρότατη ηλικία και με τις οποίες έχουν ήδη εξοικειωθεί όταν μπαίνουν στο γυμνάσιο και το λύκειο.
Φτάνουμε λοιπόν στο σημείο ένας νέος σήμερα να γνωρίζει καλύτερα το μηχανισμό λειτουργίας μιας ξένης γλώσσας από ό,τι της δικής του, με αποτέλεσμα να αλλοιώνει τη μητρική του στη χρήση της και να την καθιστά αιχμάλωτη των «ισχυρών» ξένων γλωσσών, όχι μόνο χρησιμοποιώντας ξενόφερτο λεξιλόγιο, αλλά προσαρμόζοντας την ελληνική γλώσσα στον τρόπο σκέψης, άρα και στο συντακτικό και την εκφραστική λογική, της αγγλικής ή γαλλικής κάτι που έχει (μακροπρόθεσμα) ως αποτέλεσμα την αλλοτρίωση της γλώσσας μας, άρα και του πολιτισμού μας.
«Πολιτισμοί χωρίς γλώσσα δεν πλάθονται» έλεγε ο σοφός Ε. Π. Παπανούτσος και αυτό δεν αποτελεί ατεκμηρίωτη ρήση αυθεντίας, αλλά γεγονός που αποδεικνύεται από την ίδια την Ιστορία. Αν ο ελληνισμός κατάφερε και στάθηκε όρθιος μέσα από τις διάφορες διακυμάνσεις της ιστορίας του, δεν είναι επειδή διατήρησε «καθαρό» το φυλετικό του DNA και τη «ράτσα» του.
Στον πολιτισμό του οφείλει πρώτα και πάνω απ’ όλα την επιβίωσή του. Η γλώσσα και η θρησκεία (που χάρη σ’ αυτή τη γλώσσα κατάφερε να εδραιωθεί στη Μεσόγειο) αποτέλεσαν το συνεκτικό κρίκο του ελληνισμού σε εποχές που η λέξη «Έλληνας» σήμαινε κάτι κακό κι απαγορευμένο. Κι αν το να δηλώνεις «Έλληνας» μπορεί να θεωρούνταν απορριπτέο, με την έννοια της αποδοχής της ειδωλολατρίας, τα ελληνικά αποτέλεσαν το όχημα εκείνο μέσω του οποίου ο ελληνισμός ξαναβρήκε τις ρίζες του στους Έλληνες της αρχαιότητας και τον πολιτισμό τους.
Τα ελληνικά είναι (μπορούν να είναι) η αιχμή του δόρατος για τον ελληνικό πολιτισμό και τη διεκδίκηση περισσότερης ελευθερίας για όλους μας. Ας μην παραμελούμε τη νεοελληνική γλώσσα!